Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Kαθαρότατη ημέρα επρομηνούσε...

.
.

δικαιώνοντας τους τελευταίους παραθεριστές
που παραμένουν στις 'επάλξεις'.


Το καλοκαίρι είναι ακόμα εδώ.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Όταν έρχονται τα σύννεφα


ξανακούω μετά από πολύ καιρό
τον κύριο Νολλ
περιμένοντας τη βροχή.


Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Η εκδίκηση τρώγεται...ψητή.


-Σάλευε!
-Για πού με το καλό;
-Στα βράχια στη μικρή παραλία.
-Πάλι για ψάρεμα; Βαριέμαι.
-Άμα βαριέσαι δε θα μάθεις ποτέ.
Το ύφος τους ήταν σοβαρό και δε σήκωνε κουβέντα. Άφησα στη μέση τον καφέ, πήρα απρόθυμα το σάκο μου και τους ακολούθησα. Βαδίζαμε με γοργό βήμα στο στενό μονοπάτι για την μικρή παραλία*, αμίλητοι, ο ένας πίσω από τον άλλον στη σειρά, πρώτος ο μικρός του δημοτικού κι ύστερα οι άλλοι δύο οι μεγάλοι του Γυμνασίου. Τελευταίος της φάλαγγας εγώ μουρμουρίζοντας : “εντάξει, ρε παιδιά... ζήτησα ιδιαίτερα μαθήματα ψαρέματος, αλλά όχι τόσο εντατικά...δεν μπορώ  κάθε μέρα... πήγαμε χθες, πήγαμε προχθές... σήμερα θέλω να κολυμπήσω λίγο, θέλω να διαβάσω... αλλά κι εσείς  έχετε να διαβάσετε τα μαθήματα σας;” Αυτοί τίποτα, συνέχιζαν αμίλητοι και συνοφρυωμένοι. Μόνο ο μικρός κάποια στιγμή δεν άντεξε τη γκρίνια μου, σταμάτησε απότομα, γύρισε και μου είπε αυστηρά: “Σήμερα δεν πάμε για ψάρεμα. Πάμε για εκδίκηση!” Μόνο όταν φτάσαμε στα βραχάκια, κι άφησαν κάτω τη σακούλα με τα δολώματα, μπήκαν στον κόπο να μου εξηγήσουν, φωνάζοντας όμως όλοι μαζί:
-Θα τη βγάλουμε με ζόρι έξω!
-... της άρπαξε το πόδι εκεί που κοιμόταν σου λέω...
-...σα χταπόδι θα τη χτυπήσουμε να πεθάνει λίγο- λίγο...
-Δεν ξέρεις τι άτιμο πράγμα είναι...
-...την πιο όμορφη από όλες διάλεξε...
-Θα της τσακίσουμε το κεφάλι...
-... και θα μαρτυρήσει γι αυτό που έκανε
-...μόνο να έβλεπες πώς έκλαιγε η κακομοίρα...
-...θέλουμε εκδίκηση...
-...εγώ είδα που της έλειπε το μικρό της δάχτυλο!
Αν δεν είχα ακούσει με το που ξεμπάρκαρα στο Νησί την ιστορία της ωραίας Ελένης, δε θα έβγαζα άκρη από τις σκόρπιες φράσεις με τις οποίες με βομβάρδιζαν τα μέχρι πριν από λίγο αμίλητα παιδιά και θα ήμουν απόλυτα σίγουρος πως όλο αυτό δεν ήταν παρά αποκύημα γόνιμης φαντασίας. Να όμως πώς είχαν τα πράγματα: Η “δεσποινίς Ελένη”, νεαρή καθηγήτρια φιλόλογος, που πρωτοπάτησε το πόδι της στο νησί αρχές Σεπτέμβρη, είχε κάψει ήδη τις καρδιές των μαθητών όλων των βαθμίδων, καθώς και των πατεράδων, αλλά και των παππούδων τους. Την περασμένη Κυριακή πήγε στη μικρή παραλία για μπάνιο με τρεις συναδέλφους της. Ενώ οι άλλοι κολυμπούσαν, εκείνη είχε ξαπλώσει στα βράχια και μάλλον την είχε πάρει ο ύπνος. Ξαφνικά την άκουσαν να ουρλιάζει. Μια σμέρνα βγήκε στα βράχια και της δάγκωσε άσχημα το πόδι. Δύο ώρες αργότερα ένα ελικόπτερο τη μετέφερε σε νοσοκομείο στην Αθήνα. 
Μοίρα μου καμμένη!” ούρλιαξε ξαφνικά ο μικρός και άρχισε να τρέχει τρομοκρατημένος. Γυρίσαμε και είδαμε τη σμέρνα. Είχε βγει από τη θάλασσα, μόλις στα δυό μέτρα από το σημείο που στεκόμασταν, σύρθηκε στα βράχια κι έχωσε το κεφάλι της στη σακούλα με τα δολώματα. Άρπαξε ένα καλαμαράκι και χωρίς καμία βιάση -με μια ομολογουμένως μαγική, φιδίσια κίνηση- γλίστρησε πίσω στο νερό. Όσο πρόλαβα να τη δω -εντάξει, το ξέρω ότι αποδίδω ανθρώπινα χαρακτηριστικά σε ένα πλάσμα του βυθού- το βλέμμα της ήταν απίστευτα σκληρό. Ένα βλέμμα δολοφονικό κι αμείλικτο.
Όταν συνήλθαμε από την έκπληξη δεν είχαμε καμία πλέον αμφιβολία ότι το θράσος της είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Δεν της έφτασε ο μεζές από το τρυφερό πόδι της ωραίας καθηγήτριας, ήθελε να φάει και τα δολώματα για να μας εξεφτελίσει τελείως. Η εκδίκηση γινόταν επιτακτικό χρέος τιμής για όλους μας. Δολώσαμε αμέσως καμιά δεκαριά αγκίστρια, τα δέσαμε σε γερές πετονιές, τα ρίξαμε γύρω από το βράχο, στερεώσαμε τις πετονιές σε ένα σκουριασμένο κρίκο που ήταν πακτωμένος στα βράχια και περιμέναμε υπομονετικά καθισμένοι παράμερα. Μιλούσαμε ψιθυριστά προσπαθώντας να κάνουμε όσο γινόταν λιγότερο αισθητή την παρουσία μας. Πάνω στο τέταρτο η σμέρνα –είχαν δίκαιο οι μικροί, ήταν άτιμο πλάσμα- άρπαξε με αριστοτεχνικό τρόπο το δόλωμα από ένα αγκίστρι χωρίς να πιαστεί και χάθηκε κάτω από το βράχο. Οι πιθανότητες να ξαναβγεί, έχοντας φάει ήδη το καλαμαράκι και το δόλωμα, έγιναν πια ελάχιστες.
Το φως άρχισε να πέφτει, έκανε ψύχρα κι είχαμε αποφασίσει πια να γυρίσουμε όταν είδαμε τη μια πετονιά να τεζάρει. Πεταχτήκαμε όλοι και τρέξαμε στον κρίκο. Ο Μάνος, ο μεγαλύτερος, άρχισε να τραβάει την πετονιά με σταθερές κινήσεις. Το θηρίο αναδύθηκε εξαγριωμένο και έσκασε με δύναμη στα βράχια. Λογάριαζα ότι αυτό το χτύπημα θα την είχε αποτελειώσει. Μέγα λάθος: η σμέρνα με το αγκίστρι στο στόμα έτρεξε κατά πάνω μας. Ο μικρός από απόσταση ασφαλείας άρχισε να την πετροβολάει. Την πέτυχε δύο φορές στο κεφάλι. Τίποτα.
Τότε ο Μάνος που κρατούσε γερά την άκρη της πετονιάς, σήκωσε ψηλά τα χέρια του απογειώνοντας τη σμέρνα, που οργισμένη τιναζόταν στον αέρα, και στη συνέχεια τα κατέβασε με φόρα χτυπώντας την στα βράχια. Την σήκωσε και την ξαναχτύπησε. Πάλι και πάλι. Το κεφάλι της διέγραψε άπειρες φορές ένα τέλειο ημικύκλιο, που τελείωνε κάθε φορά δεξιά κι αριστερά του Μάνου στα βράχια. Τον κοιτούσαμε χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Το πρόσωπό του είχε κοκκινήσει κι ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα από την προσπάθεια. Η σμέρνα ήταν ακόμα ζωντανή κι αν σταματούσε το χτύπημα ήμασταν σίγουροι ότι θα ορμούσε να μας κατασπαράξει.
Είχε νυχτώσει πια όταν γυρίσαμε σέρνοντας με την πετονιά σε όλη τη διαδρομή τη νεκρή επί τέλους σμέρνα. Η άκρη της ουράς της ωστόσο τιναζόταν πότε πότε δηλώνοντας με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο τη μεταθανάτια οργή της. Βρήκαμε το Φάνη στην ταβέρνα. Πήρε τη σμέρνα, κάρφωσε ένα μαχαίρι στο κεφάλι της, την ξέπλυνε από τα χώματα που είχε μαζέψει στην διαδρομή, την ζύγισε- 3.850gr -την κρέμασε σε ένα τσιγκέλι, τη μέτρησε -1,08m - την έγδαρε προσεκτικά, την έκοψε κομμάτια και μας την έψησε στα κάρβουνα. Οι τρεις ψαράδες κι εγώ ο εκπαιδευόμενος καθίσαμε σε ένα τραπέζι και μας σέρβιραν  κανονικά. Είμασταν κατάκοποι από την ένταση της μάχης με το θηρίο. Τσουκρίσαμε ποτήρια μας και καταβροχθίσαμε το μεζέ που μας αποζημίωσε απόλυτα.
"Άμα είχε γυρίσει η δεσποινίς Ελένη από το νοσοκομείο θα την καλούσαμε κι εκείνη να φάει...” είπε μπουκωμένος ο μικρός. “Δεν πειράζει!” τον παρηγόρησα “Όταν γυρίσει μπορείς να της πεις όλη την ιστορία: πώς πιάσαμε τη σμέρνα, πόσο μας παίδεψε, πώς τη σκοτώσαμε και πήραμε εκδίκηση για χατήρι της”. Με κοίταξε σκεπτικός και συνέχισε τσιμπώντας με το πιρούνι του ένα κομμάτι ακόμα: “Μα θα μας πιστέψει;” 'Εβγαλα από τη τσέπη μου τη φωτογραφική μηχανή και του έδειξα την οθόνη. “Φυσικά και θα σας πιστέψει... Αφού έχουμε φωτογραφία” ....


*Η μικρή παραλία- που απο χθες προβληματιζόμαστε αν πρέπει να την ονομάσουμε η “παραλία της Σμέρνας” ή της “Ωραίας Ελένης” - βρίσκεται αμέσως μετά από την παραλία του Προσκυνητή.


Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Δυο εικόνες

.
.

από την αρχή...


... και το τέλος μιας μέρας.

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Αφού...



Επέστρεψαν και οι τελευταίοι εκδρομείς του καλοκαιριού.

Τέθηκε σε ισχύ ο δακτύλιος.

Άνοιξαν τα σχολεία.

Έγινε ο ανασχηματισμός .

Εγκαινιάστηκε με θεαματικό τρόπο η 75η Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης.

Αντλήσαμε 1.487 εκατ. από την έκδοση των εξάμηνων εντόκων γραμματίων.

Κατέθεσε στην Εξεταστική Επιτροπή που διερευνά

την υπόθεση του Βατοπαιδίου η Κατερίνα Πελέκη.

Έφτασαν οι Ημέρες της καπνοαπαγόρευσης.

Η Νορβηγία έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στα ομόλογα του ευρωπαϊκού Νότου.

Ο Αντώνης Σαμαράς κράτησε αποστάσεις από το παρελθόν.

Τα φορτηγά παραμένουν στις Εθνικές Οδούς.

Συναντήθηκε ο Γ.Παπανδρέου με το Μπαν Κι Μουν στη Νέα Υόρκη


...μπορώ να φύγω

για τις καλοκαιρινές διακοπές μου !

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Έφτασε η ώρα...

.
να...


Η φωτογραφία της Elise Amendola
Μουσική: Audrey, σύνθεση των Dave Brubeck και Paul Desmond με το κουαρτέτο του Dave Brubeck

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Esperanza Chilena

.



O 29 χρονος Ariel Ticona Yanez- στη φωτογραφία ο δεύτερος από αριστερά στην πρώτη σειρά-στις 14 Σεπτεμβρίου έγινε για τρίτη φορά πατέρας. Προηγήθηκαν δύο αγόρια - 9 και 5 χρονών σήμερα- η γέννηση των οποίων δεν απασχόλησε κανέναν εκτός από συγγενείς και φίλους. Η νεογέννητη όμως κόρη του έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες της Χιλής και απασχόλησε τα όλα διεθνή μέσα γιατί έγινε σύμβολο ελπίδας για τους 33 εγκλωβισμένους από τις 5 Αυγούστου μεταλλωρύχους του ορυχείου του San Jose στην έρημο Atacama της βόρειας Χιλής, ένας από τους οποίους είναι και ο πατέρας της.

Ο Ariel με τη γυναίκα του Elizabeth Segovia είχαν αποφασίσει αρχικά να ονομάσουν τη μικρή Καρολίνα, όμως οι συνθήκες υπαγόρευσαν την αλλαγή του ονόματος σε Esperanza που σημαίνει Ελπίδα. Οι τελευταίες προβλέψεις για τον απεγκλωβισμό των παγιδευμένων μεταλλωρύχων αναφέρουν ότι μπορεί να επιτευχθεί στις αρχές Νοέμβρη. Μέχρι τότε ο Ariel θα πρέπει να αρκεστεί στις εικόνες και στο βίντεο της νεογέννητης κόρης του που έφτασαν σε βάθος 700 μέτρων.

Η εικόνα από εδώ

Μουσική: Gracias a la Vida λαϊκό τραγούδι της Χιλής με τη φωνή της Violeta Parra που το πρωτοτραγούδησε.

Διαβάστε επίσης : Ένα προδιαγεγραμμένο ατύχημα και



Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

Τί κάνω;

Διαβάζω....

...Το υπόλοιπο μισό της μέρας μείναμε ξαπλωμένοι κάτω από το φορτηγό, στην αδύναμη χλωμή σκιά του. Σ` αυτόν το κόσμο τον κυκλωμένο από τους φλεγόμενους ορίζοντες, ο Σαλίμ κι εγώ ήμασταν η μοναδική ζωή. Κοιτούσα τη γη, που άγγιζα με το χέρι μου, τις πιο κοντινές πέτρες. Έψαχνα για κάποιο ζωντανό ον, κάτι που να σαλέψει, να κινηθεί, να συρθεί . Θυμήθηκα πως στη Σαχάρα ζει ένα μικρό σκαθάρι που οι Τουαρέγκ ονομάζουν ngudi. Όταν κάνει πολλή ζέστη, σύμφωνα με το μύθο το ngudi, υποφέρει από δίψα, θέλει να πιει. Δυστυχώς νερό δεν υπάρχει πουθενά, ολόγυρα μόνο η καυτή άμμος. Έτσι το σκαθάρι διαλέγει ένα υψωματάκι, που μπορεί να είναι μια κυρτή πτυχή της άμμου, και αρχίζει να σκαρφαλώνει με ζήλο στην κορυφή του. Πρόκειται για τεράστια προσπάθεια, κόπο πραγματικά σισύφειο, γιατί η καυτή και ψιλή άμμος γλιστράει συνέχεια, σπρώχνoντας το σκαθάρι προς τα κάτω, στην αρχή της κολασμένης διαδρομής του. Γι αυτό, έπειτα από λίγη ώρα, το σκαθάρι αρχίζει να ιδρώνει. Στην άκρη της κοιλιάς του φουσκώνει μια μεγάλη σταγόνα ιδρώτα. Τότε το ngudi σταματάει την ανάβαση, κουλουριάζεται και βυθίζει τη μουρίτσα του σε αυτή τη σταγόνα. Πίνει.” σελ 134

και...

Σε αυτό το τμήμα της Αφρικής, μεταξύ των ανθρώπων της Σαχάρας και των εγκαταστημένων στη Σαχέλ και στην πράσινη σαβάνα των φυλών διεξαγόταν από αιώνες μια ανταλλαγή προϊόντων που ονομαζόταν βουβό εμπόριο. Οι άνθρωποι της Σαχάρας πουλούσαν αλάτι παίρνοντας σε αντάλλαγμα χρυσό. Το αλάτι αυτό (πολύτιμο και σπάνιο εμπόρευμα ειδικά στον τροπικό) το κουβαλούσαν στα κεφάλαια τους από το εσωτερικό της Σαχάρας μαύροι δούλοι των Τουαρεγκ και των Αράβων, πιθανότατα ως τον ποταμό Νίγηρα, όπου διεξαγόταν όλη η συναλλαγή. “ Όταν οι Νέγροι φτάνουν στο νερό, συμβαίνουν τα ακόλουθα” διηγείται ο Αλβίζε ντα Κάντα Μοστο, έμπορο από την Βενετία του 15ου αιώνα. “Ο καθένας από αυτούς φτιάχνει από το αλάτι που κουβάλησε ο ίδιος ένα βουναλάκι και βάζει ένα σημάδι. Ύστερα αφήνουν τους τοποθετημένους στη σειρά σωρούς τους αλατιού και αποσύρονται μισή μέρα δρόμο προς την κατεύθυνση από την οποία ήρθαν. Τότε καταφτάνουν άνθρωποι από μια άλλη νέγρικη φυλή. Έρχονται με μεγάλες βάρκες, πιθανότατα από κάποια νησιά, βγαίνουν στην όχθη και αφού δουν το αλάτι βάζουν δίπλα στο βουναλάκι μια ποσότητα χρυσού. Ύστερα απομακρύνονται αφήνοντας εκεί το αλάτι και το χρυσό. Όταν φύγουν αυτοί, επιστρέφουν οι άλλοι που είχαν φέρει το αλάτι και αν θεωρήσουν ότι η ποσότητα του χρυσού είναι αρκετή, τον παίρνουν και φεύγουν αφήνοντας το αλάτι. Αν όμως όχι, δεν παίρνουν ούτε το χρυσό ούτε το αλάτι και απομακρύνονται ξανά. Τότε έρχονται και πάλι οι άλλοι και παίρνουν το αλάτι από τους σωρούς δίπλα στους οποίους δεν υπάρχει χρυσός. Και δίπλα στους άλλους βάζουν μια μεγαλύτερη ποσότητα χρυσού αν το θεωρήσουν σωστό ή δεν παίρνουν το αλάτι. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο κάνουν μεταξύ τους εμπόριο, χωρίς να συναντιούνται οι μεν με τους δε και χωρίς καθόλου να κουβεντιάζουν μεταξύ τους. Αυτό κρατάει από πολύ παλιά, κι όσο κι αν όλο αυτό το πράγμα φαίνεται απίστευτο, σας βεβαιώνω ότι είναι αληθινό.” σελ 298


Τα παραπάνω αποσπάσματα προέρχονται από τον τόμο που περιλαμβάνει τα τρία βιβλία του Rysard Kapuściński : "Έβενος το χρώμα της Αφρικής, Ο πόλεμος του Ποδοσφαίρου και τα Ταξίδια με τον Ηρόδοτο" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Τον συναρπαστικό Kapuściński που με ξενυχτάει μέρες τώρα, είχα συναντήσει σε ποστ του κυρίου Κ.Κ.Μοίρη τον περασμένο Γενάρη.


Ακούω...




..και ξανακούω το La Bien Paga - "Η Καλοπληρωμένη"- πολυτραγουδισμένη copla των Juan Mostazo και Ramón Perelló στην μοναδική εκτέλεση του Diego Ramon Jimenez Solazar γνωστού ως Diego El Cigala με τον Κουβανό Bedo Valdes στο πιάνο, τραγούδι που μου αφιέρωσε πέρυσι το Νοέμβριο ο φίλος μου ο apos. Και φυσικά παρασύρομαι με Corazón Loco μέχρι την Cuba Linda και πάει λέγοντας...


Είδα...


... δύο εξαιρετικές ταινίες μικρού μήκους της Αγγέλας Μυλωνάκη.

Την Νόνα (2001) – έναν αποχαιρετισμό στις παιδικές ψευδαισθήσεις όπως λέει κι η ίδια η σκηνοθέτις για το ντοκιμαντέρ κατάδυση στα παιδικά της χρόνια στην Κεφαλλονιά- που κέρδισε το Βραβείο Ντοκιμαντέρ καθώς και το Βραβείο Διάκρισης – Κινήτρου του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού μήκους της Δράμας 2001 ενώ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τιμήθηκε με ένα από τα ισότιμα κρατικά βραβεία ποιότητας. Η Νόνα επίσης απέσπασε το βραβείο του Βαυαρικού Κέντρου Κινηματογράφου που δόθηκε στην καλύτερη βαυαρική παραγωγή στο διεθνές φεστιβάλ του Ρέγκενσμπουργκ στη Γερμανία.





Και την ταινία BACH&BOUZOUKI (2006) Πρόκειται για την ιστορία μιας νεαρής μουσικού κόρης μεταναστών στην Γερμανία που αναγκάζεται να αναλάβει την ταβέρνα του πατέρα της όταν εκείνος παθαίνει έμφραγμα λίγες μόλις μέρες πριν τις εξετάσεις της στο τσέλο. Η ταινία απέσπασε στο φεστιβάλ της Δράμας το 2006 το πρώτο
Βραβείο Ταινίας Μυθοπλασίας – Βραβείο Prince, Τιμητική Διάκριση στη Μαριλί Μήλια, Τιμητική Διάκριση στη Laila Milon και Αγγέλα Μυλωνάκη για το μοντάζ, Βραβείο Μυθοπλασίας του ΕΚΚ, Ειδικό Βραβείο της ΕΤΕΚΤ ενώ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την ίδια χρονιά κέρδισε 1ο Κρατικό Βραβείο Ποιότητας Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους.

Τις δύο ταινίες της Αγγέλας Μυλωνάκη μου πρότεινε ο φίλος μου ο sikofagos.

Μουσική : Le Voyage de Sahara του Anouar Brahem


Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

9.11


Έχουν περάσει χρόνια και έτσι δεν είμαι σίγουρος αν είχε βρέξει την προηγούμενη, πάντως η άμμος ήταν κάπως υγρή και η παραλία άδεια. Το φως αν και μεσημέρι ήταν γλυκό, ο ήλιος δεν έκαιγε κι η ατμόσφαιρα ήταν πεντακάθαρη. Η θάλασσα μόλις που ρυτίδιαζε αθόρυβα. Άφησα κάτω το σάκο, πέταξα τα ρούχα, ξάπλωσα κι έκλεισα τα μάτια. Η αλμύρα μπερδευόταν με τη μυρωδιά από τα λιγοστά κρινάκια που αντέχανε ακόμα πίσω στην ξερολιθιά κι από μακριά ο μαΐστρος έφερνε ριπές θυμαριού και ρίγανης. “Βασιλιάς το Σεπτέμβρη”, σκέφτηκα και άναψα τσιγάρο.

Δεν είχα προλάβει καλά καλά να απολαύσω τη μοναδική τύχη να βρίσκομαι ολομόναχος στην παραλία, όταν διέκρινα μακριά στο μονοπάτι τη λεπτή φιγούρα της Θ. Στραβομουτσούνιασα καθώς σκέφτηκα ότι θα θεωρούσε αυτονόητο να έρθει και να στρώσει την πετσέτα της ακριβώς δίπλα μου και θα άρχιζε αμέσως, όπως πάντα να μιλά ασταμάτητα, με αδικαιολόγητη ένταση σχεδόν υστερία- άλλοι την απέδιδαν στην καλλιτεχνική της φύση- για τα πιο ασήμαντα κι αδιάφορα θέματα. Σίγουρα με είχε δει οπότε δε μπορούσα να προσποιηθώ ότι κοιμόμουνα και η κρυψώνα του βιβλίου μου- που δεν είχα προλάβει ακόμα να ανοίξω- δεν ήταν ικανή να σταματήσει την επέλασή της.

Την σταμάτησε όμως το τηλέφωνό της που ήχησε παράταιρα στην ησυχία της ερημιάς. Υπέθεσα ότι ήταν ο φίλος της ο Π που πριν από λίγες μέρες είχε φύγει για το Παρίσι. Δεν έπεσα έξω. Όταν μιλούσε με εκείνον στεκόταν πάντα ακίνητη, έγερνε πολύ το κεφάλι της μπροστά σα να προσπαθούσε να δει τον αφαλό της και το ελεύθερο χέρι της ήταν ακουμπισμένο στην κοιλιά της, με την παλάμη να αγκαλιάζει τη μέση της. Ανακουφίστηκα με τη πίστωση χρόνου που μου εξασφάλιζε αυτό το τηλεφώνημα, ξέροντας ότι τουλάχιστον για ένα τέταρτο μπορεί και μισή ώρα θα έμενε έτσι ακίνητη μακριά από το βασίλειό μου.

Ωστόσο δε μπόρεσα να χαλαρώσω και πότε πότε έριχνα κλεφτές ματιές προς το μέρος της. Ξαφνικά η στάση του σώματός της άλλαξε, άρχισε να κινείται χωρίς όμως προορισμό μπρος -πίσω, επιτόπου, να χειρονομεί και να μιλάει έντονα. Η απόσταση πάντως και η φορά του ανέμου με γλύτωσαν από τον πειρασμό να στήσω αυτί και οι σκόρπιες λέξεις της που έφταναν σποραδικά στο σημείο που βρισκόμουνα δε μου επέτρεπαν να κάνω ούτε εικασίες για το θέμα που της είχε προκαλέσει τόση αναστάτωση.

Μετά από αρκετή ώρα, έκλεισε το τηλέφωνο και στάθηκε ακίνητη με τα χέρια κρεμασμένα κοιτάζοντας τα παπούτσια της. Ξάπλωσα και συνέχιζα να την παρακολουθώ με μισόκλειστα μάτια. Κάποια στιγμή πρέπει να με πήρε ο ύπνος. Γιαυτό και τινάχτηκα όταν χωρίς να ακούσω βήματα την ένοιωσα ακριβώς πάνω μου. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, πρώτα ένοιωσα τη διαφορά θερμοκρασίας στην πλάτη μου όπου έπεφτε η σκιά της και μετά την άκουσα να μου λέει με τη γνωστή της ένταση: “ Δυο αεροπλάνα έπεσαν πάνω στους Δίδυμους Πύργους στη Νέα Υόρκη!!!”

Ανακάθισα χαμογελώντας με κατανόηση - πάντα έτσι την αντιμετώπιζα, σα μικρό παιδί- και προσπάθησα μάταια να τη ηρεμήσω. Φυσικά και δεν είχα πιστέψει λέξη από τα λόγια της. Δεν ήταν μόνο το πρόσωπο που μου μετέφερε αυτή την εξωφρενική πληροφορία, ήταν και ο χώρος που βρισκόμουνα: μια ερημική παραλία του Αιγαίου απέχει χίλια μύρια κύματα από το νότιο Μανχάταν. Εκείνη δεν σταμάτησε να με διαβεβαιώνει ότι της το είπε ο Π. “που είναι όπως ξέρεις στο Παρίσι” και το είχε δει στην τηλεόραση. “Το δεύτερο μάλιστα το είδε live ενώ μιλούσαμε!” τόνισε σε μια ύστατη προσπάθεια να με πείσει για του λόγου το αληθές. Υπέθεσα ότι ο Π. της μιλούσε για κάποια ταινία που είχε δει το προηγούμενο βράδυ κι εκείνη πίστεψε ότι ήταν πραγματικό γεγονός, αλλά φυσικά δεν της είπα κουβέντα.

Κάποια στιγμή παραιτήθηκε από την προσπάθεια, έκανε απότομη μεταβολή και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Ήθελα επειγόντως ένα τσιγάρο αλλά προτίμησα να βουτήξω αμέσως γιατί κατά βάθος φοβόμουνα ότι μπορεί να επέστρεφε το ίδιο ξαφνικά όπως είχε φύγει. Η θάλασσα ήταν ζεστή και κολύμπησα αρκετά. Ύστερα βγήκα και διάβασα μέχρι που πια δεν έβλεπα.

Είχε νυχτώσει όταν έφτασα στην ταβέρνα. Παρατήρησα αμέσως ότι οι λιγοστοί εναπομείναντες παραθεριστές δεν είχαν σκορπίσει όπως κάθε βράδυ στα τραπέζια αλλά ήταν καθισμένοι στις καρέκλες που είχαν παρατάξει εν σειρά απέναντι από την τηλεόραση που είχε μεταφέρει ο ιδιοκτήτης από το σπίτι του. Έτσι συνήθως καθόμασταν μόνο όταν έπαιζε η Εθνική ποδόσφαιρο ή μπάσκετ και σε τελικούς Μουντιάλ, αλλά ήμουνα απόλυτα σίγουρος ότι εκείνη τη μέρα δεν είχε κάποιο σημαντικό αγώνα που θα δικαιολογούσε την κερκίδα. Η Θ. καθόταν μόνη σε μια γωνιά μακριά από τους άλλους κι έκλαιγε γοερά. Κανένας δεν της έδινε σημασία. Όλοι ήταν καρφωμένοι στη οθόνη. Στάθηκα όρθιος και είδα άπειρες φορές τα αεροπλάνα να πέφτουν πάνω στους Δίδυμους Πύργους. Ύστερα πλησίασα τη Θ. κάθισα δίπλα της και την αγκάλιασα.

Μουσική: Theme for Ernie, John Coltrane