Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010
Kαθαρότατη ημέρα επρομηνούσε...
Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010
Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010
Η εκδίκηση τρώγεται...ψητή.
-Σάλευε!
-Για πού με το καλό;
-Στα βράχια στη μικρή παραλία.
-Πάλι για ψάρεμα; Βαριέμαι.
-Άμα βαριέσαι δε θα μάθεις ποτέ.
Το ύφος τους ήταν σοβαρό και δε σήκωνε κουβέντα. Άφησα στη μέση τον καφέ, πήρα απρόθυμα το σάκο μου και τους ακολούθησα. Βαδίζαμε με γοργό βήμα στο στενό μονοπάτι για την μικρή παραλία*, αμίλητοι, ο ένας πίσω από τον άλλον στη σειρά, πρώτος ο μικρός του δημοτικού κι ύστερα οι άλλοι δύο οι μεγάλοι του Γυμνασίου. Τελευταίος της φάλαγγας εγώ μουρμουρίζοντας : “εντάξει, ρε παιδιά... ζήτησα ιδιαίτερα μαθήματα ψαρέματος, αλλά όχι τόσο εντατικά...δεν μπορώ κάθε μέρα... πήγαμε χθες, πήγαμε προχθές... σήμερα θέλω να κολυμπήσω λίγο, θέλω να διαβάσω... αλλά κι εσείς έχετε να διαβάσετε τα μαθήματα σας;” Αυτοί τίποτα, συνέχιζαν αμίλητοι και συνοφρυωμένοι. Μόνο ο μικρός κάποια στιγμή δεν άντεξε τη γκρίνια μου, σταμάτησε απότομα, γύρισε και μου είπε αυστηρά: “Σήμερα δεν πάμε για ψάρεμα. Πάμε για εκδίκηση!” Μόνο όταν φτάσαμε στα βραχάκια, κι άφησαν κάτω τη σακούλα με τα δολώματα, μπήκαν στον κόπο να μου εξηγήσουν, φωνάζοντας όμως όλοι μαζί:
-Θα τη βγάλουμε με ζόρι έξω!
-... της άρπαξε το πόδι εκεί που κοιμόταν σου λέω...
-...σα χταπόδι θα τη χτυπήσουμε να πεθάνει λίγο- λίγο...
-Δεν ξέρεις τι άτιμο πράγμα είναι...
-...την πιο όμορφη από όλες διάλεξε...
-Θα της τσακίσουμε το κεφάλι...
-... και θα μαρτυρήσει γι αυτό που έκανε
-...μόνο να έβλεπες πώς έκλαιγε η κακομοίρα...
-...θέλουμε εκδίκηση...
-...εγώ είδα που της έλειπε το μικρό της δάχτυλο!
Αν δεν είχα ακούσει με το που ξεμπάρκαρα στο Νησί την ιστορία της ωραίας Ελένης, δε θα έβγαζα άκρη από τις σκόρπιες φράσεις με τις οποίες με βομβάρδιζαν τα μέχρι πριν από λίγο αμίλητα παιδιά και θα ήμουν απόλυτα σίγουρος πως όλο αυτό δεν ήταν παρά αποκύημα γόνιμης φαντασίας. Να όμως πώς είχαν τα πράγματα: Η “δεσποινίς Ελένη”, νεαρή καθηγήτρια φιλόλογος, που πρωτοπάτησε το πόδι της στο νησί αρχές Σεπτέμβρη, είχε κάψει ήδη τις καρδιές των μαθητών όλων των βαθμίδων, καθώς και των πατεράδων, αλλά και των παππούδων τους. Την περασμένη Κυριακή πήγε στη μικρή παραλία για μπάνιο με τρεις συναδέλφους της. Ενώ οι άλλοι κολυμπούσαν, εκείνη είχε ξαπλώσει στα βράχια και μάλλον την είχε πάρει ο ύπνος. Ξαφνικά την άκουσαν να ουρλιάζει. Μια σμέρνα βγήκε στα βράχια και της δάγκωσε άσχημα το πόδι. Δύο ώρες αργότερα ένα ελικόπτερο τη μετέφερε σε νοσοκομείο στην Αθήνα.
“Μοίρα μου καμμένη!” ούρλιαξε ξαφνικά ο μικρός και άρχισε να τρέχει τρομοκρατημένος. Γυρίσαμε και είδαμε τη σμέρνα. Είχε βγει από τη θάλασσα, μόλις στα δυό μέτρα από το σημείο που στεκόμασταν, σύρθηκε στα βράχια κι έχωσε το κεφάλι της στη σακούλα με τα δολώματα. Άρπαξε ένα καλαμαράκι και χωρίς καμία βιάση -με μια ομολογουμένως μαγική, φιδίσια κίνηση- γλίστρησε πίσω στο νερό. Όσο πρόλαβα να τη δω -εντάξει, το ξέρω ότι αποδίδω ανθρώπινα χαρακτηριστικά σε ένα πλάσμα του βυθού- το βλέμμα της ήταν απίστευτα σκληρό. Ένα βλέμμα δολοφονικό κι αμείλικτο.
Όταν συνήλθαμε από την έκπληξη δεν είχαμε καμία πλέον αμφιβολία ότι το θράσος της είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Δεν της έφτασε ο μεζές από το τρυφερό πόδι της ωραίας καθηγήτριας, ήθελε να φάει και τα δολώματα για να μας εξεφτελίσει τελείως. Η εκδίκηση γινόταν επιτακτικό χρέος τιμής για όλους μας. Δολώσαμε αμέσως καμιά δεκαριά αγκίστρια, τα δέσαμε σε γερές πετονιές, τα ρίξαμε γύρω από το βράχο, στερεώσαμε τις πετονιές σε ένα σκουριασμένο κρίκο που ήταν πακτωμένος στα βράχια και περιμέναμε υπομονετικά καθισμένοι παράμερα. Μιλούσαμε ψιθυριστά προσπαθώντας να κάνουμε όσο γινόταν λιγότερο αισθητή την παρουσία μας. Πάνω στο τέταρτο η σμέρνα –είχαν δίκαιο οι μικροί, ήταν άτιμο πλάσμα- άρπαξε με αριστοτεχνικό τρόπο το δόλωμα από ένα αγκίστρι χωρίς να πιαστεί και χάθηκε κάτω από το βράχο. Οι πιθανότητες να ξαναβγεί, έχοντας φάει ήδη το καλαμαράκι και το δόλωμα, έγιναν πια ελάχιστες.
Το φως άρχισε να πέφτει, έκανε ψύχρα κι είχαμε αποφασίσει πια να γυρίσουμε όταν είδαμε τη μια πετονιά να τεζάρει. Πεταχτήκαμε όλοι και τρέξαμε στον κρίκο. Ο Μάνος, ο μεγαλύτερος, άρχισε να τραβάει την πετονιά με σταθερές κινήσεις. Το θηρίο αναδύθηκε εξαγριωμένο και έσκασε με δύναμη στα βράχια. Λογάριαζα ότι αυτό το χτύπημα θα την είχε αποτελειώσει. Μέγα λάθος: η σμέρνα με το αγκίστρι στο στόμα έτρεξε κατά πάνω μας. Ο μικρός από απόσταση ασφαλείας άρχισε να την πετροβολάει. Την πέτυχε δύο φορές στο κεφάλι. Τίποτα.
Τότε ο Μάνος που κρατούσε γερά την άκρη της πετονιάς, σήκωσε ψηλά τα χέρια του απογειώνοντας τη σμέρνα, που οργισμένη τιναζόταν στον αέρα, και στη συνέχεια τα κατέβασε με φόρα χτυπώντας την στα βράχια. Την σήκωσε και την ξαναχτύπησε. Πάλι και πάλι. Το κεφάλι της διέγραψε άπειρες φορές ένα τέλειο ημικύκλιο, που τελείωνε κάθε φορά δεξιά κι αριστερά του Μάνου στα βράχια. Τον κοιτούσαμε χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Το πρόσωπό του είχε κοκκινήσει κι ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα από την προσπάθεια. Η σμέρνα ήταν ακόμα ζωντανή κι αν σταματούσε το χτύπημα ήμασταν σίγουροι ότι θα ορμούσε να μας κατασπαράξει.
Είχε νυχτώσει πια όταν γυρίσαμε σέρνοντας με την πετονιά σε όλη τη διαδρομή τη νεκρή επί τέλους σμέρνα. Η άκρη της ουράς της ωστόσο τιναζόταν πότε πότε δηλώνοντας με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο τη μεταθανάτια οργή της. Βρήκαμε το Φάνη στην ταβέρνα. Πήρε τη σμέρνα, κάρφωσε ένα μαχαίρι στο κεφάλι της, την ξέπλυνε από τα χώματα που είχε μαζέψει στην διαδρομή, την ζύγισε- 3.850gr -την κρέμασε σε ένα τσιγκέλι, τη μέτρησε -1,08m - την έγδαρε προσεκτικά, την έκοψε κομμάτια και μας την έψησε στα κάρβουνα. Οι τρεις ψαράδες κι εγώ ο εκπαιδευόμενος καθίσαμε σε ένα τραπέζι και μας σέρβιραν κανονικά. Είμασταν κατάκοποι από την ένταση της μάχης με το θηρίο. Τσουκρίσαμε ποτήρια μας και καταβροχθίσαμε το μεζέ που μας αποζημίωσε απόλυτα.
"Άμα είχε γυρίσει η δεσποινίς Ελένη από το νοσοκομείο θα την καλούσαμε κι εκείνη να φάει...” είπε μπουκωμένος ο μικρός. “Δεν πειράζει!” τον παρηγόρησα “Όταν γυρίσει μπορείς να της πεις όλη την ιστορία: πώς πιάσαμε τη σμέρνα, πόσο μας παίδεψε, πώς τη σκοτώσαμε και πήραμε εκδίκηση για χατήρι της”. Με κοίταξε σκεπτικός και συνέχισε τσιμπώντας με το πιρούνι του ένα κομμάτι ακόμα: “Μα θα μας πιστέψει;” 'Εβγαλα από τη τσέπη μου τη φωτογραφική μηχανή και του έδειξα την οθόνη. “Φυσικά και θα σας πιστέψει... Αφού έχουμε φωτογραφία” ....
Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010
Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010
Αφού...
Επέστρεψαν και οι τελευταίοι εκδρομείς του καλοκαιριού.
Τέθηκε σε ισχύ ο δακτύλιος.
Έγινε ο ανασχηματισμός .
Εγκαινιάστηκε με θεαματικό τρόπο η 75η Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης.
Αντλήσαμε 1.487 εκατ. από την έκδοση των εξάμηνων εντόκων γραμματίων.
Κατέθεσε στην Εξεταστική Επιτροπή που διερευνά
την υπόθεση του Βατοπαιδίου η Κατερίνα Πελέκη.
Έφτασαν οι Ημέρες της καπνοαπαγόρευσης.
Η Νορβηγία έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στα ομόλογα του ευρωπαϊκού Νότου.
Ο Αντώνης Σαμαράς κράτησε αποστάσεις από το παρελθόν.
Τα φορτηγά παραμένουν στις Εθνικές Οδούς.
Συναντήθηκε ο Γ.Παπανδρέου με το Μπαν Κι Μουν στη Νέα Υόρκη
Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010
Έφτασε η ώρα...
Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010
Esperanza Chilena
Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010
Τί κάνω;
και...
“Σε αυτό το τμήμα της Αφρικής, μεταξύ των ανθρώπων της Σαχάρας και των εγκαταστημένων στη Σαχέλ και στην πράσινη σαβάνα των φυλών διεξαγόταν από αιώνες μια ανταλλαγή προϊόντων που ονομαζόταν βουβό εμπόριο. Οι άνθρωποι της Σαχάρας πουλούσαν αλάτι παίρνοντας σε αντάλλαγμα χρυσό. Το αλάτι αυτό (πολύτιμο και σπάνιο εμπόρευμα ειδικά στον τροπικό) το κουβαλούσαν στα κεφάλαια τους από το εσωτερικό της Σαχάρας μαύροι δούλοι των Τουαρεγκ και των Αράβων, πιθανότατα ως τον ποταμό Νίγηρα, όπου διεξαγόταν όλη η συναλλαγή. “ Όταν οι Νέγροι φτάνουν στο νερό, συμβαίνουν τα ακόλουθα” διηγείται ο Αλβίζε ντα Κάντα Μοστο, έμπορο από την Βενετία του 15ου αιώνα. “Ο καθένας από αυτούς φτιάχνει από το αλάτι που κουβάλησε ο ίδιος ένα βουναλάκι και βάζει ένα σημάδι. Ύστερα αφήνουν τους τοποθετημένους στη σειρά σωρούς τους αλατιού και αποσύρονται μισή μέρα δρόμο προς την κατεύθυνση από την οποία ήρθαν. Τότε καταφτάνουν άνθρωποι από μια άλλη νέγρικη φυλή. Έρχονται με μεγάλες βάρκες, πιθανότατα από κάποια νησιά, βγαίνουν στην όχθη και αφού δουν το αλάτι βάζουν δίπλα στο βουναλάκι μια ποσότητα χρυσού. Ύστερα απομακρύνονται αφήνοντας εκεί το αλάτι και το χρυσό. Όταν φύγουν αυτοί, επιστρέφουν οι άλλοι που είχαν φέρει το αλάτι και αν θεωρήσουν ότι η ποσότητα του χρυσού είναι αρκετή, τον παίρνουν και φεύγουν αφήνοντας το αλάτι. Αν όμως όχι, δεν παίρνουν ούτε το χρυσό ούτε το αλάτι και απομακρύνονται ξανά. Τότε έρχονται και πάλι οι άλλοι και παίρνουν το αλάτι από τους σωρούς δίπλα στους οποίους δεν υπάρχει χρυσός. Και δίπλα στους άλλους βάζουν μια μεγαλύτερη ποσότητα χρυσού αν το θεωρήσουν σωστό ή δεν παίρνουν το αλάτι. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο κάνουν μεταξύ τους εμπόριο, χωρίς να συναντιούνται οι μεν με τους δε και χωρίς καθόλου να κουβεντιάζουν μεταξύ τους. Αυτό κρατάει από πολύ παλιά, κι όσο κι αν όλο αυτό το πράγμα φαίνεται απίστευτο, σας βεβαιώνω ότι είναι αληθινό.” σελ 298
Είδα...
... δύο εξαιρετικές ταινίες μικρού μήκους της Αγγέλας Μυλωνάκη.
Την Νόνα (2001) – έναν αποχαιρετισμό στις παιδικές ψευδαισθήσεις όπως λέει κι η ίδια η σκηνοθέτις για το ντοκιμαντέρ κατάδυση στα παιδικά της χρόνια στην Κεφαλλονιά- που κέρδισε το Βραβείο Ντοκιμαντέρ καθώς και το Βραβείο Διάκρισης – Κινήτρου του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού μήκους της Δράμας 2001 ενώ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τιμήθηκε με ένα από τα ισότιμα κρατικά βραβεία ποιότητας. Η Νόνα επίσης απέσπασε το βραβείο του Βαυαρικού Κέντρου Κινηματογράφου που δόθηκε στην καλύτερη βαυαρική παραγωγή στο διεθνές φεστιβάλ του Ρέγκενσμπουργκ στη Γερμανία.
Και την ταινία BACH&BOUZOUKI (2006) Πρόκειται για την ιστορία μιας νεαρής μουσικού κόρης μεταναστών στην Γερμανία που αναγκάζεται να αναλάβει την ταβέρνα του πατέρα της όταν εκείνος παθαίνει έμφραγμα λίγες μόλις μέρες πριν τις εξετάσεις της στο τσέλο. Η ταινία απέσπασε στο φεστιβάλ της Δράμας το 2006 το πρώτο Βραβείο Ταινίας Μυθοπλασίας – Βραβείο Prince, Τιμητική Διάκριση στη Μαριλί Μήλια, Τιμητική Διάκριση στη Laila Milon και Αγγέλα Μυλωνάκη για το μοντάζ, Βραβείο Μυθοπλασίας του ΕΚΚ, Ειδικό Βραβείο της ΕΤΕΚΤ ενώ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την ίδια χρονιά κέρδισε 1ο Κρατικό Βραβείο Ποιότητας Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους.
Μουσική : Le Voyage de Sahara του Anouar Brahem