Δώδεκα άτομα γύρω από το τραπέζι. Ντόπιοι, μετανάστες, τουρίστες κι έποικιοι. Πάνω στο τραπέζι πρόχειρα, ό τι βρέθηκε στα ψυγεία της ταβέρνας που σιγά σιγά αδειάζουν, καθαρίζονται και βγαίνουν από τη πρίζα. Γιγάντια ομελέτα με λουκάνικα, τυριά, ελιές, μπόλικη πιπεριά κι αυγά από τις αλανιάρες που μας ξυπνάνε κάθε πρωί με τα κακαρίσματά τους. Πατάτες τηγανητές, Ναξιώτικες, από αυτές που λένε ότι φτάνουν μέχρι Καναδά και γίνονται ανάρπαστες. Μια σαλάτα με ώριμες ντομάτες, κάπαρη, χοντροκομμένο κρεμμύδι και λίγο αγγουράκι. Και ψωμί χθεσινό, ψημένο στο φούρνο με λάδι πάνω του και μπόλικη ρίγανη. Είπαμε: ό τι έμεινε. Κρασί χύμα, Σαντορινιό και δυο τρεις μπύρες- οι τελευταίες στα καφάσια. Όχι πολύ παγωμένες- δεν το σηκώνει σήμερα ο καιρός.
Μαζεμένοι κάτω από στέγαστρο που κόβει βροχή και σοροκάδα, μα αφήνει ανοιχτή μπροστά μας τη θέα της θάλασσας που αλλάζει χρώματα κι ένα κομμάτι συννεφιασμένου ουρανού. Μπερδεύονται οι μυρωδιές, οι γεύσεις, μπερδεύονται κι οι γλώσσες για τα καλά. Ελληνικά, νησιώτικα, αγγλικά, αλβανικά, γερμανικά, γαλλικά.
Αποφάγαμε και γυρίσαμε όλοι στη μεριά της θάλασσας. Τότε ήταν που έβγαλε μια ιδέα ήλιο. Φώτισε ο τόπος ξεπλυμένος και λαμπερός. Δυνάμωσε κι η μουσική. Μεράκλωσε ο Δημητρός, το αφεντικό, με την παρέα, με τα “γεια μας” και τα “εβίβα”. Φάνηκε το κέφι, πρώτα στο πλατύ χαμόγελο που φώτισε το πρόσωπό του κι ύστερα, όταν από τα ηχεία ακούστηκε παραπονιάρικα το Απειραθίτικο “Κάθε δεκαπέντε σύνα /ντιώμαι με τα μάτια κείνα” , μέτρησε τη διάθεση μας ένα γύρο κι ανακάθισε στην καρέκλα του. Είδε την κίνηση ο Γερμανός -είκοσι χρόνια τώρα το "κονάκι" του όπως λέει, εδώ, νοιώθει ξένος μόνο όταν πάει “πάνω” τα Χριστούγεννα- κι έπιασε μια πετσέτα.
Σηκώθηκε τότε ο Δημητρός για τη βρεγμένη πίστα, έβγαλε παπούτσια και πήγε στο κατόπι του ο Γερμανός να του κρατήσει αντί μαντήλι την πετσέτα, δεύτερος το χορό. Κοιτάχτηκαν στα μάτια στο “Προσπαθώ να σου ξεχάσω /μα δεν πάνε οι πόνοι πάσο”, ζύγισαν το ρυθμό και κίνησαν τα βήματα του αργού συρτού. Στα πόδια κοιτώντας, δεν ξεχώριζες ποιός είναι ο ξένος και ποιος είναι ο ντόπιος. Κι αν ξεστράτιζε για μια στιγμή το βλέμμα από τα πόδια στη βρεγμένη πίστα και έπεφτε έξι σκαλιά κάτω, στα κύματα που έφερνε ασταμάτητα ο Σορόκος, θα έβλεπες ότι είχαν τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο τρόπο με τα βήματα. Τόσο όμοια τα δυό τους που σε έκαναν να αναρωτιέσαι πάνω στη ζάλη, ποιό ξεκίνησε πρώτο: τα κύματα ή ο χορός. Και ποιό αντέγραψε το άλλο.
Στο επόμενο τραγούδι σηκώθηκαν κι οι άλλοι. Γλέντι σωστό, άναψε μέρα -μεσημέρι με το τίποτα. Μεγάλωσε ο κύκλος. Έγινε κι ο ρυθμός πιο ζωηρός. Το παράπονο του έρωτα όμως εκεί, το ίδιο, να κινεί το χορό και τον Κόσμο: “Να σ` αγαπώ ήντα `θελα να έχω φουρνούνα και μπελά”. Σκύβει χαμηλά, τσακίζει κι ύστερα φεύγει ψηλά, πετάει ο Δημητρός, πάντα πρώτος με την πετσέτα να έχει στριφογυρίσει χίλιες φορές στις στροφές του. Σαν να μην τον βαραίνουν, ούτε τα χρόνια στις φιγούρες του, ούτε η σαιζόν που μόλις έκλεισε κουτσουρεμένη από βοριάδες και κρίση, ούτε τα μαζέματα του μαγαζιού που δεν τελειώνουν, μα ούτε κι ο δύσκολος χειμώνας που είναι μπροστά μας. Πετάει και μας παρασύρει, όπως τον παρασύρει κι αυτόν το τραγούδι. Δε λογαριάζει ούτε τη βροχή, που μετά τη μικρή ανάπαυλα, ξεκίνησε πάλι να πέφτει σιγανά. Πετάει και ρίχνει με το “Σ` αγαπώ χωρίς να θέλω/ γιατί μοιάζεις των αγγέλω” κλεφτές ματιές στη Γαλλίδα που πιάστηκε κι αυτή στο τέλος του κύκλου, που δυσκολεύεται, μπερδεύει τα βήματα, μα συνεχίζει να ακολουθεί, απτόητη, χαριτωμένη, πηδώντας σαν το κατσίκι έξω από το ρυθμό.
Αφήνει τον κύκλο ο Δημητρός, στριφογυρίζει μόνος στο κέντρο κι έτσι περιστρεφόμενος φτάνει στο τέλος, της πιάνει το χέρι, αντιστρέφει τη φορά του χορού κι ύστερα τη φέρνει δίπλα του, ζευγαρωτά για να της δείξει τα βήματα. Την κοιτάζει στα μάτια κι έτσι παρασύρει το βλέμμα της από τα πόδια μας, ψηλά στο δικό του. Σιγά σιγά εκείνη πιάνει τα βήματα, ένα -δύο- τρία, το ρυθμό τους, καθώς την οδηγεί σταθερά με το ένα χέρι του στη μέση της και τ` άλλο να κρατάει ψηλά το δικό της. “Να πεις κόρη μου, την αλήθεια για μας” της λέει καθώς σβήνει το τραγούδι κι ενώ η βροχή έχει πια δυναμώσει, προσθέτει σοβαρός: “Να πεις ότι εμείς δεν θα το βάλουμε κάτω”.
Το χάρηκε πολύ η Γαλλίδα. Σήμερα είναι η τελευταία της μέρα. Η ολιγοήμερη απόδρασή της από τη δουλειά, τελειώνει. Αύριο πίσω πάλι στην Αθήνα, για να συνεχίσει την έρευνα, τις συνεντεύξεις, και κυριώς την αναζήτηση πόρων για την υλοποίηση του ντοκιμαντέρ που λέει πως έχει στα σκαριά για την οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις της στην ελληνική κοινωνία. Καθίσαμε πάλι κάτω από το στέγαστρο. Άδειασε η πίστα από τα βήματά μας και γέμισε νερά. Μαζέψαμε όλοι μαζί το τραπέζι κι ύστερα από λίγο ο Δημητρός έφερε ένα δίσκο ρακόμελα που άχνιζαν.
14 σχόλια:
Μα είσαι ευλογημένος έτσι? Τέτοια ανταμώματα μόνο ευλογία είναι, σε ένα νησί πανέμορφο, με ανθρώπους όμορφους ασχέτως γλώσσας και κουλτούρας...Πώς θα'θελα να ήμουν εκεί...Με ταξίδεψες...Φχαριστώ σε...
πριν από λίγες μέρες τραγουδούσαμε στο σπίτι με την κυρά μου, τα πιτσιρίκια και τα πεθερικά: Θεοδωράκη, ριζίτικα, Ξαρχάκο, Τσιτσάνη. Σκεφτόμουν (αδειάζοντας από όλα) πως από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας ακουγόμασταν και ίσως κάποιος γείτονας να "άδειαζε" και αυτός. Θέλω να πω πως ίσως αυτά που μας δένουν, εν προκειμένω ο χορός και τα τραγούδια μας, να είναι (πάλι) όπλο της αντίστασής μας.
“Να πεις ότι εμείς δεν θα το βάλουμε κάτω”.
Αυτό ακριβώς!
Τυχεροί όσοι παρόντες ζήσατε αυτά τα ωραία κι αυθόρμητα :)
Πολύ ωραίο το "ταξίμι" σου φίλε !
Σ΄ευχαριστούμε !
Ο Βάκχος είναι η καλύτερη μεταγραφή που κάναμε ποτέ.Και ναι,μόνο όσοι χορεύουν ξέρουν να πατούν γερά στη γη και να τραγουδούν άφοβα και με χαμόγελο "τούτ' η γη που την πατούμε,όλοι μέσα θε να μπούμε".
kovo voltes...: Δίκαιο έχεις! Είναι ευλογία τέτοιες όμορφες στιγμές που συνυπάρχουν οι άνθρωποι και μοιράζονται ό τι βρέθηκε σε ένα τραπέζι. Καλό σου βράδυ.
Γιώργος Κατσαμάκης : Δεν ξέρω αν ο χορός και το τραγούδι είναι όπλο αντίστασης, είμαι σίγουρος όμως ότι είναι ασπίδα και ισχυρή θωράκιση για όλους τους εχθρούς.
Σας φαντάζομαι όλους μαζί να τραγουδάτε και χαίρεται η ψυχή μου. Χαρά που θα κάνουν τα πιτσιρίκια!!!
renata: Αν ήθελα να περιγράψω τον τόνο της φωνής του, θα έλεγα: απλά, ήρεμα, με βεβαιότητα χωρίς υπερβολές. Σταράτες κουβέντες. “Να πεις την αλήθεια” και “δεν θα το βάλουμε κάτω”
Να σαι καλά Ρενάτα. ;-)
antinetrino : ;-) καλό σου βράδυ
Minorakias : Να σαι καλά φίλε μου!
Σελιτσάνος: Μα ο Βάκχος είναι δικός μας παίκτης, αυτόχθονας κι όχι μεταγραφή.
Ναι όσοι χορεύουν ξέρουν να πατούν γερά στη γη μα ξέρουν να σηκώνονται και ψηλά στον αέρα. ;-)
Του στίχου που αναφέρατε νομίζω ότι προηγείται : “Χορέψετε, χορέψετε παπούτσια μη λυπάστε”
Καλέ μου Έποπα ακριβώς, με ή χωρίς τη μεταγραφή του Βάκχου , είχε ένα ωραίο και ουσιαστικό νόημα αυτό που περιγράψατε και ζήσατε.
Σε τέτοιους τόσο λογιστικούς και μίζερους καιρούς το να αποδεικνύεται στην πράξη ότι η ζωή είναι πιο ισχυρή, ισοδυναμεί με πυρηνικό όπλο -:))
Όσοι έχουνε καλή καρδιά
και τακτικά γλεντούνε
μονάχα αυτοί τον ψεύτικο
τον κόσμο θα χαρούνε
Έτσι, φίλε Τσαλαπετεινέ!
Και οι διακοπές κλείνουν με έναν χορό όλο υποσχέσεις. Δεν το βάζουμε κάτω. Μπράβο στον Δημητρό, μας εκπροσωπεί επάξια!
Ξαραθύμιο οι διακοπές σου.. χορτάσαμε και εμείς μαζί σου:-)
Καλή επάνοδο!!!
"O ουρανός είναι φωτιές
ανεμομαζώματα
σπίθες και κυκλώματα βρε
και παρέες λαμπερές
το καθρεφτισμά τους στις ακρογιαλιές.
Να μας έχει ο Θεός γερούς
πάντα ν' ανταμώνουμε
και να ξεφαντώνουμε βρε
με χορούς κυκλωτικούς
κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς."
Να 'σαι καλά Τσαλαπετεινέ που μοιράζεσαι όλες αυτές τις μοναδικές εμπειρίες μαζί μας!
So_Far: Κι όταν λέτε εσείς “πυρινικό όπλο” είμαι σίγουρος ότι το λέτε κυριολεκτικά. ;-)
γρηγόρης στ.: Μόνο έτσι. Και τόσο απλά.
Margo: Σε παρακαλώ Margo, ένα μικρό γλέντι ακόμα και μετά επιστρέφω.
Καλό απομεσήμερο... ;-)
Άνεργοι Δημοσιογράφοι: Το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω κι είναι σαν να το έγραψε για μας, για εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, αρκετά χρόνια όμως πριν.
Να είσαστε καλά παιδιά. ;-)
Δημοσίευση σχολίου