Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Φαγιούμ


Πριν από μερικές μέρες τηλεφώνησα στον Αλέξανδρο που ζει στο Λονδίνο τα τελευταία χρόνια. Είναι τρίτος μου ξάδελφος, αγαπημένος σαν πρώτος και πιο πολύ ακόμα. Κουβεντιάσαμε για ώρα τα δικά μας -όλα αυτά που δε χωρούν εύκολα σε μέηλ- κι ύστερα μού είπε για τον Αργύρη Χιόνη: “Συγκινητικός. Δεν τον ήξερα. Όταν έρθω το καλοκαίρι θα αναζητήσω ποιητικές του συλλογές. Αυτά που είχες στο μπλογκ μού άρεσαν πολύ.”

Μέχρι το καλοκαίρι μού φάνηκε πολύς καιρός να περιμένει κι έτσι την επόμενη τύλιξα δύο συλλογές του ποιητή -από αυτές που είχα αγοράσει πρόσφατα- και τις ταχυδρόμησα. Όταν τις παρέλαβε μού τηλεφώνησε και δεν περιορίστηκε σε ένα 'ευχαριστώ' μα θέλησε κι εκείνος να μού συστήσει με τη σειρά του έναν ποιητή που ήταν σίγουρος ότι αγνοούσα: τον Θοδωρή Ρακόπουλο, συμφοιτητή και φίλο του από τα χρόνια της Νομικής στην Θεσσαλονίκη. “...γενικώς σαρώνει ο Τεό, όλοι οι ποιητικοί κύκλοι για αυτόν μιλάνε...” πρόσθεσε κι επιβεβαιώθηκε λίγες μέρες αργότερα όταν ανακοινώθηκαν τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας. “Το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, απονέμεται ομόφωνα εξ ημισείας στον Mιχάλη Γεννάρη για το έργο του με τίτλο «Πρίγκιπες και δολοφόνοι», εκδόσεις Ίνδικτος και στον Θοδωρή Ρακόπουλο για το έργο του με τίτλο «Φαγιούμ», εκδόσεις Μανδραγόρας.”

Εκείνη τη μέρα έλαβα μήνυμα από τον Αλέξανδρο, μια σειρά όλη κι όλη, που έλεγε να περάσω από το πατρικό του. Τα κατάφερα μόλις χθες. Εκτός από το βραστό της θείας μου στο κυριακάτικο τραπέζι -βάλσαμο στο κρύο- με περίμενε η πρώτη ποιητική συλλογή του Ρακόπουλου. Τη διάβασα βιαστικά χθες το βράδυ και σήμερα, καθώς σκέφτηκα ότι η ποίηση πρέπει να μοιράζεται, διάλεξα κι αντέγραψα εδώ τρια από τα ποιήματα του “Φαγιούμ”. 



Χωρίς λόγια

                  (λεζάντα σε ποίημα)



Είναι ορατό εδώ το ύφος της

ψαύσιμο σχεδόν,
αναγνωρίσημο· ολόδικό της.

Την καταλαβαίνεις στους αρμούς,
στις συρραφές νιώθεις τα θροϊσματα
το νήμα το ύφασμα το ρούχο φέρουν

το αόρατο που είχε το μελάνι της γραφής της.
Πέρασε αφήνοντας
έκκριμά της πίσω λέξεις.

Από αυτές ανάδρομα τραβώντας
βρεθήκαμε σε αυτό το άνοιγμα: εδώ
το τοπίο ισορροπούσε μετέωρο

η οποιαδήποτε ανθρωπογενής προσθήκη
θα μπορούσε να το χαλάσει
γι αυτό και το διασχίσαμε με την ανάσα κρατημένη

ωσότου εξωκείλαμε σε
αυτό
εδώ το ποίημα-


Ακολουθούν υπογραφές.





Πράσινη κάρτα

ολόκληρη η πολη μικρή περιοχή
τρέχει επιτέλους μόνος αμαρκάριστος
και ντριμπλάρει τους αμυντικούς
                     της όποιας εστίας
έχει αγκαλιάσει τώρα στις εξέδρες το κοινό
μαζεύεται η ομάδα πάνω του
κάποιοι δακρυσμένοι απότομα
ακούγονται σειρήνες
κάποιος του τραβολογά τη φανέλα
-αίμα στους ώμους· κέρμα απο την κερκίδα-
ένστολος σαν διαιτητής
προσπέρασε λέει τους επόπτες γραμμών
χιλιόμετρα πιο πάνω έχει βγει οφ-σάιντ
έτρεχε σε λάθος γήπεδο είπαν άλλοι
κοντά στις θέσεις των επισήμων
δεν πρόλαβε να τραγουδήσει τον ύμνο
             στην αρχή
τον πήρανε μεταγραφή είκοσι ευρώ τη μέρα,
δανεικό από κάπου στην Β` κατηγορία.



Σχισμένο

Υπάρχει                 ένας
πολύ περι            γραφικός
τρόπος να           μου δείξεις
πόσο πολύ         με περιφρονείς
γιατι λοιπόν           διαλέγεις
αλληλο                 γραφία
όταν μπορείς        να φτύσεις
κατά                    μουτρα
γιατί απλώς        σαλιώνεις
το γραμ              ματόσημο;
Μία                        σμα
εργο                      δότη
σχίζεις τη            φωνή μου
στα                        δύο
σαν                        ένα
γράμ                       μα


Διαβάστε ακόμα:




Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Δίδυμη ουλή



 Τον Κοσμά τον βλέπω συχνά. Συνήθως κινείται σαν κομπάρσος σε δεύτερο πλάνο. Είμαι με κάποιους -άλλους κάθε φορά- κι εκείνος περνάει στο βάθος σε μια απροσδιόριστη ηλικία με τα χέρια στις τσέπες και κάπως σκυφτός. Μόλις τον διακρίνω τού κάνω νόημα: “τελειώνω με αυτούς κι έρχομαι...”   κι εκείνος μού απαντά με μια απλή κίνηση του κεφαλιού “κάνε δουλειά σου” ή κάτι σαν “ μη σε νοιάζει, εγώ μπορώ να περιμένω”. Μετά από λίγο όμως, όταν πια αφήνω τους άλλους και πάω προς το μέρος του, εκείνος έχει χαθεί ή στην καλύτερη περίπτωση, μόλις που διακρίνω τη φιγούρα του να απομακρύνεται και μένω μόνος μέχρι το τέλος.

Άλλοτε πάλι, είμαστε από την αρχή οι δυο μας και μιλάμε όπως παλιά. Δεν ξέρω αν λέμε τα ίδια κάθε φορά, πάντως μιλάμε, η κουβέντα μας έχει ενδιαφέρον και συνήθως μεγάλη διάρκεια. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι μπορεί να έχω λαθέψει, να μην είναι εκείνος, με πιάνει αγωνία και τότε προσπαθώ με τρόπο, χωρίς να με καταλάβει να διακρίνω στο δείκτη του αριστερού του χεριού αν υπάρχει η μικρή ουλή. Όταν καταφέρνω να τη δω, μόλις τεθεί το βλέμμα μου επί τον τύπον, ανακουφίζομαι γιατί όπως και να το κάνουμε είναι αβάσταχτο να πάρει άλλος τη θέση δικού σου ανθρώπου· του αδελφού σου. Όσο διακριτικά και να κοιτάξω πάντως, εκείνος καταλαβαίνει ότι αμφέβαλα, αλλά μόνο εκείνη τη στιγμή που εγώ σιγουρεύομαι, ποτέ πριν· και χαμογελάει, όχι με το παλιό του χαμόγελο μα με ένα καινούριο, αλλιώτικο, που κι αυτό όμως με τα χρόνια το έχω πλέον συνηθίσει.

Χθες βράδυ τραγουδούσε. Ήμουν μόνος όταν τον άκουσα. Η μελωδία και οι στίχοι μού ήταν άγνωστα αλλά την ίδια στιγμή πολύ οικεία. Ενώ δεν τον είχα ακούσει ποτέ πριν να τραγουδάει ήμουν σίγουρος ότι ήταν εκείνος. Άρχισα να προχωρώ βιαστικά προς την κατεύθυνση της φωνής. Είχα καιρό να τον συναντήσω κι ήθελα να του πω τα νέα. Να ζητήσω τη βοήθειά του. Η ένταση που αυξανόταν ήταν σημάδι ότι είχα πάρει το σωστό δρόμο και ότι τον πλησίαζα. Μόλις έστριψα τον είδα ακουμπισμένο στον τοίχο της εκκλησίας, ανέμελο, ευδαίμονα να συνεχίζει το τραγούδι. Ήταν κάπως μονότονο, μα η φωνή του ήταν βαθιά, σταθερή και σίγουρη.

Στάθηκα απέναντί του με την πλάτη μου ακουμπισμένη στον κορμό της ακακίας. Είδε το ξάφνιασμα που μού προκαλούσε το τραγούδι και μού έτεινε -κάπως ειρωνικά είναι αλήθεια- το δείκτη του αριστερού χεριού σαν να μου έλεγε, χωρίς να σταματήσει το τραγούδι, “εγώ είμαι· δε λάθεψες”. Αντιπαρήλθα την ειρωνεία και σήκωσα το δείκτη του δεξιού μου χεριού επιδεικνύοντας τη δική μου όμοια ουλή. Σήκωσε το φρύδι σαν να μού έλεγε: “Περιττό. Εγώ ποτέ δεν αμφέβαλλα.” Εκείνη τη στιγμή ντράπηκα ανεξήγητα πολύ -να ανοίξει η γη να με καταπιεί ήμουν- και κατέβασα το κεφάλι. Μέσα στο σκοτάδι διέκρινα μπροστά μου, τρία βήματα από τα παπούτσια μου, ένα μικρό κομμάτι χωρίς χορτάρι, φρεσκοσκαμμένο χώμα.




Το σπίτι μου από το σπίτι του Κοσμά μια τρεχάλα δρόμος. Όλη μέρα μαζί. Αχώριστοι στις αυλές μας, στη γειτονιά, στο σχολείο, από τα νήπια μέχρι και το Λύκειο. Εγώ κατέβαζα τις ιδέες, που είχαν συνήθως πηγή έμπνευσης ένα βιβλίο που είχα διαβάσει ή μια ταινία που είχα δει. Εκείνος όμως ήταν που μπορούσε να τους δώσει μορφή και να τις τελειοποιήσει. “Να γίνουμε αδελφοποιτοί” του είχα πει μια μέρα στο δημοτικό. Αυτός δεν είχε ανάγκη, είχε αδέλφια, μα έπιασε στον αέρα, τη δικιά μου ανάγκη, τη μοναξιά που ένιωθα σα μοναχοπαίδι και αμέσως άρχισε να σκέφτεται τι άλλο πέρα από το αίμα που θα ενώναμε, μπορούσαμε να κάνουμε για να γίνει ακόμα πιο επίσημη η τελετή και πιο γερό το δέσιμο.

Πρώτα βρήκε μαχαίρι -ήταν μάλλον αυτό που ο παππούς του είχε για σφάζει τα αρνιά- κι άρχισε να το ακονίζει. Σαν τον παππού του κι αυτός δοκίμαζε την κόψη της λάμας. Το ακόνιζε και μετά το περνούσε πάνω από το νύχι του. Δεν ήταν ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα και συνέχισε το ακόνισμα μέχρι που το μαχαίρι χάραξε το νύχι του κι άφησε μια ευδιάκριτη γραμμή. Ύστερα για μέρες προσπαθούσε να γράψει τον όρκο που λέγαμε και θα μας έδενε μια για πάντα με σφραγίδα το ίδιο μας το αίμα. Όταν τελείωσε και με τον όρκο κι ενώ εγώ βιαζόμουν να προχωρήσουμε, μού είπε ότι έπρεπε να περιμένουμε μέχρι να γεμίσει το φεγγάρι. “Μόνο αν γίνουν με πανσέληνο πιάνουν αυτά τα πράγματα” είπε λες κι  ήταν παράδοση αιώνων που ήξερε πολύ καλά κι όχι ένα ακόμα παιχνίδι. Φυσικά δεν έφερα καμία αντίρρηση.

Όταν ήρθε η κατάλληλη νύχτα, ξεφύγαμε από τους άλλους που παίζανε κρυφτό χωρίς να μας πάρουν είδηση και τρυπώσαμε στην αυλή της εκκλησίας. Πήγαμε στην αγαπημένη μας γωνιά, στην πλαϊνή πλευρά, εκεί που ήταν η ακακία που σκαρφαλώναμε από νήπια περιτριγυρισμένη από ψηλούς καλοκουρεμένους θάμνους. Έβγαλε από την τσέπη το χαρτί με τους όρκους που τους είχαμε μάθει απέξω κι ανακατωτά με τις πρόβες που είχαμε κάνει στο υπόγειο του σπιτιού μου. Μου έδωσε το χαρτί κι ύστερα σήκωσε λίγο τη μπλούζα του και έβγαλε το μαχαίρι που είχε μισοχωμένο στο παντελόνι του. Είδα ότι είχε τυλίξει προσεκτικά τη λάμα με μια άσπρη πετσέτα από το σπίτι. Το ξετύλιξε αργά με κοίταξε και ρώτησε: “Έτοιμος;” Δεν περίμενε απάντηση. Έσκυψε κι έκοψε πρώτος το δάχτυλο του με μια απλή και σίγουρη κίνηση.

Θυμάμαι τη ζάλη που ένοιωσα βλέποντας το αίμα του να ξεπηδάει πηχτό. Τρόμαξα, μα δε με έπαιρνε να κάνω πίσω. Πήρα το μαχαίρι με το αριστερό, ακούμπησα τη ματωμένη μύτη της λάμας στο δείκτη του δεξιού μου χεριού, έκλεισα τα μάτια και το πάτησα, διστακτικά στην αρχή και μετά δυνατά. Η ανατριχίλα πιο πολύ από τον πόνο, με έκανε να ανοίξω τα μάτια. Έμεινα όμως μαρμαρωμένος. Δεν ήταν τόσο το αίμα  - είχαμε συνηθίσει να το βλέπουμε στα ρημαγμένα μας γόνατα- όσο οι φυλλωσιές που σάλευαν, οι τρομερές σκιές κάτω από το φως του φεγγαριού κι οι μακρινές φωνές των άλλων παιδιών που μας έψαχναν νομίζοντας ότι είχαμε κρυφτεί για παιχνίδι.

Έβαλε το ματωμένο του δάχτυλο πάνω στο δικό μου -ακριβώς όπως είχε σκεφτεί τις προηγούμενες μέρες που οργάνωνε την τελετή κι άρχισε να λέει τον όρκο. Ψιθυριστά αλλά με σταθερή επίσημη φωνή. Έτσι αποφασιστικός που ήταν, συνήλθα κι άρχισα κι εγώ να λέω μαζί του. Οι πρόβες που είχαμε κάνει δεν βοήθησαν και πολύ. Δεν ήμασταν ακριβώς “μια φωνή” όπως έπρεπε, γιατί μέσα στην ταραχή μου μπέρδευα τα λόγια. Μια στιγμή με κοίταξε τόσο αυστηρά και κόντεψα να γελάσω γιατί είχε ακριβώς το βλέμμα της δασκάλας μας όταν μας έπιανε αδιάβαστους.

Όταν τελειώσαμε με τον όρκο, βάλαμε κάτω το χαρτί-μια διπλή σελίδα βγαλμένη από τη μέση του τετραδίου της έκθεσης- και πατήσαμε συγχρόνως τα δάχτυλά μας στο κάτω μέρος που τελείωνε το κείμενο, εκεί που ήταν γραμμένα δίπλα -δίπλα τα ονόματά μας. Ύστερα περιμέναμε να στεγνώσει το αίμα για να το διπλώσουμε, να το κάνουμε τόσο μικρό ώστε να χωράει σε ένα άδειο σπιρτόκουτο.

Το μόνο που δεν είχε σκεφτεί ο Κοσμάς ήταν πού θα θάβαμε το σπιρτόκουτο. “Εδώ” του είπα “κάτω από την ακακία”. Δοκιμάσαμε κοντά στον κορμό, μα ήταν αδύνατον να σκάψουμε. Τότε σκεφτήκαμε να δοκιμάσουμε λίγο πιο πέρα που δεν θα είχε ρίζες και το χώμα θα ήταν πιο μαλακό. Άρχισα να σκάβω με τα χέρια σε ένα τυχαίο σημείο, προχωρούσα καλά μα με σταμάτησε. “Πρέπει να ξέρουμε πού ακριβώς θα το βάλουμε.” Πάλι είχε δίκιο. “Να μετρήσουμε τρια βήματα από την ακακία...” πρότεινα “...και μετά να κάνουμε χάρτη. Το χάρτη του όρκου...”. Του φάνηκε καλή η ιδέα μου αλλά έβαλε την τελευταία και καθοριστική πινελιά. “Θα μετρήσουμε τρία βήματα από τον κορμό προς τη μεριά που είναι το ιερό”.

Ακούμπησε στον κορμό κι από κει γυρισμένος προς το ιερό της εκκλησίας έκανε τρία βήματα. Σταμάτησε στο τελευταίο και μου έκανε νόημα να βάλω σημάδι σε εκείνο το σημείο. Κάρφωσα το μαχαίρι στο χώμα, ακριβώς εκεί που τελείωνε το πέδιλό του. Θυμάμαι ότι για μια στιγμή πριν σκύψω, είχα σκεφτεί να το ρίξω από μακριά, όπως ακριβώς κάναμε με τα σουγιαδάκια μας. Κι αυτό σε ταινία το είχαμε δει. Μια ταινία με πειρατές που μας άρεσε πολύ και το δοκιμάζαμε με μανία στην παλιά πόρτα του υπογείου. Είχαμε κάνει μάλιστα ένα κύκλο με κιμωλία και προσπαθούσαμε όχι μόνο να καρφωθούν τα σουγιαδάκια μας αλλά να είναι μέσα στον κύκλο. 

Εκείνη τη νύχτα όμως φοβήθηκα ότι μπορεί να αστοχήσω και να του κόψω κανένα δάχτυλο. Έτσι κάρφωσα το μαχαίρι προσεκτικά, σύρριζα στη σόλα από το πέδιλό του. Ύστερα, ξεριζώσαμε πρώτα τα χόρτα και μετά σκάψαμε μια αρκετά βαθιά τρύπα. Βάλαμε μέσα το σπιρτόκουτο με τις διπλωμένες σελίδες -πόσο ματωμένο ήταν το κουτί- το σκεπάσαμε με χώμα και το   πατήσαμε καλά καλά. Το σημείο όμως, ακόμα και μέσα στη νύχτα, φαινόταν. Αν το έβρισκε κανείς οι όρκοι θα έχαναν τη δύναμή τους. Μαζέψαμε τα ξεριζωμένα χόρτα και τα βάλαμε από πάνω προσεκτικά μέχρι που τα ίχνη της ταφής καλύφθηκαν εντελώς.

Οι φωνές των άλλων παιδιών δεν ακουγόταν πια, ούτε οι τρεχάλες τους στα σοκάκια της γειτονιάς. Καθίσαμε λαχανιασμένοι με πλάτη στον κορμό της ακακίας χωρίς να μιλάμε. Τα χέρια μας ήταν γεμάτα χώμα. Από τα δάχτυλά μας έτρεχε ακόμα αίμα. Ήταν σίγουρο ότι θα μας τις έβρεχαν αν πηγαίναμε έτσι στα σπίτια μας. Σκουπιστήκαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε με την άσπρη πετσέτα. Σκουπίσαμε και το μαχαίρι. Το αίμα όμως συνέχιζε να στάζει. Τότε ο Κοσμάς έβγαλε ένα τσιγάρο από την τσέπη του και τρόμαξα γιατί νόμιζα ότι η τελετή περιλάμβανε και κάπνισμα- πράγμα που δεν μου είχε πει από την αρχή. “Εγώ δεν θα καπνίσω” του ξεκαθάρισα. “Έχω δοκιμάσει και δε μ` άρεσε καθόλου”. Με σκούντηξε γελώντας και μου εξήγησε ότι θα βάζαμε καπνό στις πληγές μας για να σταματήσει το αίμα. “Έτσι κάνει ο πατέρας μου όταν κόβεται στο ξύρισμα” είπε και θυμήθηκα ότι κι ο δικός μου έκανε το ίδιο, αλλά ποτέ δεν θα είχα σκεφτεί να πάρω μαζί μου τσιγάρο για την περίπτωση που κοβόμασταν πολύ και δε σταματούσε το αίμα. Σάλιωσε το τσιγάρο κατά μήκος, κι ύστερα προσεκτικά με το νύχι του άνοιξε το χαρτί. Πήρε καπνό και μού έβαλε πάνω στο δάχτυλο. Το αίμα σταμάτησε αμέσως. Μετά έβαλε και στο δικό του. 

Μείναμε έτσι να κοιτάζουμε μια τα δάχτυλά μας και μια το φεγγάρι που ήταν πια ψηλά. Μετά από λίγο ακούσαμε τις μανάδες μας να φωνάζουν ότι είχε πάει έντεκα η ώρα και να τσακιστούμε να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Πρώτα ακούστηκε η μάνα του από μακριά κι αμέσως μετά -ούτε συνεννοημένες να ήταν- η δική μου από το μπαλκόνι του σπιτιού μας που ήταν ακριβώς απέναντι από την εκκλησία. Σηκωθήκαμε, δώσαμε τα χέρια σα μεγάλοι, αγκαλιαστήκαμε, χτυπώντας ο ένας την πλάτη του άλλου κι είπαμε συγχρόνως: “Αδελφέ μου” κι επίσημα πια. Ο Κοσμάς λίγο πριν χωρίσουμε συμπλήρωσε: “...και όπως είπαμε: τσιμουδιά. Σε κανέναν” κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση, “φερμουάρ στο στόμα”.



Στεκόμουν διαλυμένος σε χίλια κομμάτια δίπλα στα αδέλφια του, διαλυμένα κι αυτά, με μαύρα κοστούμια, άβολα, όλοι μας μια βουβή σειρά με κόκκινα μάτια μπροστά του, μέσα στους θρήνους που τράνταζαν την εκκλησία, όταν μού ήρθαν στο νου τα λόγια του: “Κι όποιος από τους δυό μας πεθάνει πρώτος” έγραφε στο τέλος το χαρτί με τους όρκους “τρεις φορές θα φανερωθεί στον άλλον. Θα φανερωθεί μπροστά του ζωντανός, για να τον βοηθήσει μόλις καταλάβει ότι είναι σε μεγάλη δυσκολία και θα τον σώσει από το κακό.”

Πώς το σκέφτηκες ρε Κοσμά;” αναρωτιόμουν σφίγγοντας τα χέρια που είχαν χάσει το αίμα κι είχαν ασπρίσει, δαγκώνοντας τα χείλη μου μη και μού ξεφύγει η κραυγή που γέμιζε μέσα μου και με έπνιγε, μη ξεφύγει και βγει να συναντήσει τις σπαραχτικές κραυγές της μάνας του. “Πώς σκέφτηκες αδελφέ μου, το θάνατο, δεκάχρονο αγόρι και τον έβαλες μέσα στους όρκους μας” αναρωτιόμουν βλέποντάς τον μπροστά μας χλωμό κι ασάλευτο, νεκροστολισμένο στα 27 του χρόνια.

Στον αριστερό μου ώμο η κάσα. Παραπατούσα όχι από το βάρος, αλλά από τη μυρωδιά απο τις άσπρες βιολέτες που τον σκέπαζαν. Με το δεξί χάιδευα το ξύλο. Όχι με όλη την παλάμη, μα μόνο με το σημαδεμένο δείκτη του. Έσερνα μπρος -πίσω πάνω στο ξύλο, αυτή τη δίδυμη ουλή που χάραξα ύστερα από εκείνον με το ακονισμένο μαχαίρι του παππού του, την νύχτα που γίναμε αδελφοποιτοί. Τη δίδυμη ουλή που είχε χάσει πια το ταίρι της. Στρίβοντας η πομπή στα πλάγια της εκκλησίας, έπεσε το μάτι μου στην ακακία. Είχε θεριέψει πια κι έκρυβε τη μισή πλευρά. Στεκόταν ασάλευτη μα τη στιγμή που ο Κοσμάς περνούσε από μπροστά της πάνω στους ώμους μας γαλήνιος, σηκώθηκε ξαφνικός αέρας κι είδα τα κλαδιά να κουνιούνται τρελά, τα φύλλα της ανταριασμένα να σπαρταράνε κι κατάλαβα -σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο- πως δεν ήταν παρά η ψυχή του που μού έστελνε σήμα από τον Παράδεισο.



Τον Κοσμά τον βλέπω συχνά στον ύπνο μου. Συνήθως κινείται σαν κομπάρσος σε δεύτερο πλάνο, σε μια απροσδιόριστη ηλικία με τα χέρια στις τσέπες και κάπως σκυφτός. Όταν πάω να τον συναντήσω έχει χαθεί ή στην καλύτερη περίπτωση, μόλις που διακρίνω τη φιγούρα του να απομακρύνεται και μένω μόνος μέχρι το τέλος. Άλλοτε πάλι, είμαστε από την αρχή οι δυο μας και μιλάμε όπως παλιά. Μερικές φορές δεν είμαι σίγουρος ότι είναι αυτός και ψάχνω την απόδειξη στον αριστερό του δείκτη. Χθες βράδυ τον είδα να μου τραγουδάει. Χθες, δεν αμφέβαλα καθόλου, παρ` όλο που δεν τον είχα ακούσει ποτέ πριν, ούτε ζωντανό ούτε πεθαμένο, να τραγουδάει. Το κατάλαβε και για να με κοροϊδέψει μού έδειξε την ουλή του. Ήθελα να του μιλήσω, να του πω τα νέα, να ζητήσω βοήθεια μα εκείνος δεν έλεγε να σταματήσει το τραγούδι. Αν δεν ξυπνούσα ιδρωμένος εκείνη την ώρα, αν συνέχιζε το όνειρο θα του φώναζα: “Γιατί δε φανερώνεσαι επιτέλους να με βοηθήσεις; Ξέχασες τον όρκο που δώσαμε; Δεν το ζήτησα εγώ. Εσύ το έγραψες Κοσμά. Άσε λοιπόν το τραγούδι και φανερώσου!”

Το ξέρω πως ακούγεται περίεργο. Μα πώς να το εξηγήσω καλύτερα; Όταν είδα την ακακία να σαλεύει στο πέρασμα της νεκρικής πομπής πίστεψα πως ο Κοσμάς βρήκε αυτόν τον τρόπο για να επιβεβαιώσει τον όρκο μας. Ειδικά το τελευταίο μέρος του. Από κει κι έπειτα, στα ζόρια, χωρίς να το καταλαβαίνω έλεγα μέσα μου πως δεν έχω τίποτα να φοβάμαι αφού σαν καταλάβει από κει ψηλά που είναι ότι χρειάζομαι βοήθεια, θα φανερωθεί ολοζώντανος μπροστά μου και θα με σώσει από το κακό. Το όποιο κακό με έχει βρει.

Δεν ήταν λίγες οι στιγμές στα χρόνια που ακολούθησαν που τον περίμενα -με μια σιγουριά που ντρέπομαι να ομολογήσω. Δεν εμφανίστηκε ποτέ. Δεν είναι όμως ότι αθέτησε τον όρκο του. Εκείνος, από κει πάνω ήξερε καλά ότι η δυσκολία που είχα μπροστά μου δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Ήταν βέβαιος κάθε φορά ότι μπορούσα μια χαρά να τα βγάλω πέρα μόνος μου και δεν χρειαζόταν να κάνει τόσο δρόμο από τον άλλο κόσμο και να μού φανερωθεί. Ούτε να κάψει μια από τις τρεις πολύτιμες φορές που μού είχε με το αίμα του ορκιστεί ότι θα με βοηθούσε.

Σήμερα παρηγοριέμαι σαν σκέφτομαι ότι ο Κοσμάς, χθες βράδυ έμεινε εκεί, στον τοίχο της εκκλησίας, ευδαίμονας, να μού τραγουδάει. Ξέρω ότι για να μην εμφανιστεί κι αυτή η δυσκολία θα περάσει. Αλλά είμαι σίγουρος πως άμα έρθουν πραγματικά μεγάλα ζόρια – και μόνο τότε- ο αδελφός μου θα φανερωθεί και θα με συντρέξει.



Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Σωτήρης Σόρογκας- Η ποιητική της φθοράς

Ως μια εγωιστική υποχρέωση για την οποία οφείλει να απολογηθεί, αισθάνεται ο ζωγράφος Σωτήρης Σόρογκας την αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Μια υποχρέωση που του θυμίζει, τους ποιητές που εκδίδουν όσο ακόμα ζουν τα «Απαντά» τους. Η ανάγκη του όμως να δείξει ό, τι έκανε σε όλη του τη ζωή, η ανάγκη της δημόσιας εξομολόγησης είναι τόσο επιτακτική που υπερίσχυσε κάθε ανασχετικής παρόρμησης.” Καθημερινή



Όσο καλά και αν γνωρίζει κανείς τη ζωγραφική του Σωτήρη Σόρογκα, η έκθεση των “Απάντων” του- μισός αιώνας δουλειάς- στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, ξαφνιάζεται. Ακόμα και τα έργα του που είναι γνωστά και το κοινό θεωρεί οικεία αφού τα έχει συναντήσει σε φωτογραφημένα σε καταλόγους, αναρτημένα στο πραγματικό τους μέγεθος μοιάζουν πρωτόγνωρα και καθηλώνουν με την ήρεμη δύναμή τους.

Ξάφνιασμα ήταν όμως και για τον ίδιο το ζωγράφο η συγκέντρωση έργων του από ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές, από τα πρώτα σπουδαστικά του χρόνια το 1955 στο φροντιστήριο του Σεραφιανού και στη συνέχεια τα έργα της μαθητείας του δίπλα στον Μόραλη στην σχολή Καλών Τεχνών-όπου αρχίζει να διακρίνεται εμφανώς το ιδίωμα που θα ανέπτυσσε στην συνέχεια της καλλιτεχνικής του πορείας- μέχρι τα πιο πρόσφατα, της τελευταίας ενότητας της έκθεσης με τίτλο “Θαλάσσια Ξύλα”. 


Η ζωγραφική του Σόρογκα, γιγάντια στο μέγεθος και λιτή στην αποτύπωσή της, συγκεντρωμένη σε αυτή την ιδανική αναδρομική παρουσίαση συνθέτει ένα αυτοτελές σύμπαν. Η θεματική του είναι περιορισμένη στο ελάχιστο: η ενότητα των αλόγων, οι μεγάλοι λίθοι, τα οξειδωμένα μέταλλα, οι ετοιμόρροπες διατάξες αντικειμένων, τα μυστηριώδη κενά, τα ξύλα που τρώει η θάλασσα. Όλα υποταγμένα στη μοίρα της αποσύνθεσης.

Ο ζωγράφος σε όλη της διάρκεια της 50χρονης διαδρομής του, σκύβει σχεδόν εμμονικά σε ευτελή αντικείμενα που έχουν υποστεί τη φθορά του χρόνου. Επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε αυτά, τα ανασύρει, τα μεγιστοποιεί και με τον δικό του μοναδικό τρόπο μετουσιώνοντας το ευτελές σε μυθικό, αναδεικνύει την ποιητική τους. 


Οι συνθέσεις του δίνουν την αίσθηση της εξαΰλωσης, τα φθαρμένα αντικείμενα -σύμβολα της απουσία ζωής- ενδεδυμένα το λείο κάλλος που τους έχει προσδώσει η φθορά του χρόνου, αιωρούνται σ` έναν απροσδιόριστο, γυμνό χώρο που έχει εξαφανίσει το λευκό που προέρχεται από το φως. Ένα φως τόσο απόλυτο -το αμείλικτο φως του ελληνικού καλοκαιρινού μεσημεριού- που καταυγάζει τα ευτελή, τα αναδεικνύει αλλά και τα υπονομεύει ταυτόχρονα.


Αν διαβάζει κανείς αυτές τις γραμμές χωρίς να έχει δει συγκεντρωμένη τη δουλειά του Σόρογκα – όχι σε φωτογραφίες καταλόγων αλλά τα ίδια τα έργα στο φυσικό τους μέγεθος- ίσως θεωρήσει ότι είναι ο θρήνος της φθοράς. Κάθε άλλο. Πρόκειται για τη ζωντανή αφήγησή της -χωρίς όμως ίχνος τραγικότητας- μέσα από την οποία ο ζωγράφος επιτυγχάνει, αρθρώνοντας την ποιητική της φθοράς, τη αποδοχή της υλικότητας και την ήρεμη συμφιλίωση με τον Κόσμο και τους νόμους του. 

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Η Ελλάς προειδοποιούσα


-Όποιος επιχειρήσει να πειράξει τον Έλληνα θα μετατρέψει τη χώρα σε μία χώρα στην οποία υπάρχει μακελειό. Όποιος επιχειρήσει πολιτικά να τον προσβάλει, να τον θέσει προ εκβιαστικών διλημμάτων, να τον τρομοκρατήσει, να τον εξοντώσει οικονομικά και ηθικά, η χώρα θα αλλάξει πορεία: Από εκεί που πηγαίνει προς το να μην γονατίσει, θα γίνει -σας το δηλώνω αυτό κατηγορηματικά- θα γίνει μακελειό....



-Το έργο, “Η Ελλάς ευγνωμονούσα”  του Θεόδωρου Βρυζάκη, με κάποιες επεμβάσεις από το λεύκωμα Η ελληνική ζωγρφική 19ος αιώνας, του Ανδρέα Ιωάννου.

-Το κείμενο, του Ανδρέα Λοβέρδου με κάποιες επεμβάσεις από εδώ

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

μή πώς τις λωτοῖο φαγὼν νόστοιο λάθηται.



Ό, τι μάθαινα στο δημοτικό με επηρέαζε βαθιά. Απόδειξη; Λωτό δοκίμασα μόλις πριν από λίγα χρόνια καθώς φοβόμουν μήπως την πατήσω όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα. 

"τῶν δ᾿ ὅς τις λωτοῖο φάγοι μελιηδέα καρπόν, 
οὐκέτ᾿ ἀπαγγεῖλαι πάλιν ἤθελεν οὐδὲ νέεσθαι,
ἀλλ᾿ αὐτοῦ βούλοντο μετ᾿ ἀνδράσι Λωτοφάγοισι
λωτὸν ἐρεπτόμενοι μενέμεν νόστου τε λαθέσθαι." *

Αν και δεν είχα φύγει ποτέ ως τότε από την πατρίδα μου και δε βολόδερνα όπως εκείνοι στον πόντο με ενάντιους ανέμους, ο φόβος που με κρατούσε μακριά από τους λωτούς έγινε σχεδόν μεταφυσικός: ήμουν απόλυτα πεπεισμένος ότι από τη στιγμή που θα δοκίμαζα έστω και ένα μικρό κομμάτι θα έχανα οριστικά τη μνήμη μου. Για αυτό βέβαια μπορεί να ευθύνονταν  τα σχετικά αποφθέγματα, πάντως τη μνήμη τη θεωρούσα εξαιρετικά πολύτιμη από παιδί.

Όταν επιτέλους, σχετικά πρόσφατα, νίκησα αυτό το φόβο και ενέδωσα στον πειρασμό της βρώσης λωτού έμεινα εκστατικός βιώνοντας την απόλυτη γευστική πανδαισία. Ο πρώτος που έφαγα επιβεβαίωνε την ομηρική περιγραφή αλλά και την ονομασία “τροφή των Θεών” που του απέδωσαν, καθώς ήταν ώριμος και κυριολεκτικά “μελοστάλαχτος”. Χωρίς διάθεση υπερβολής μπορώ να πω ότι εκείνη η παρθενική φορά που οι γευστικές μου θηλές ήρθαν σε επαφή με το “μήλο της Ανατολής” ήταν το ορόσημο που θα χώριζε οριστικά πλέον τη ζωή μου σε δύο ευδιάκριτα τμήματα: το πρώτο, που δεν είχα γευτεί λωτό και το δεύτερο που προσηλυτίστηκα και μεταμορφώθηκα σε ακραιφνή και ακόρεστο λωτοφάγο.

Τόσο ακόρεστο που την περίοδο που ωριμάζουν οι λωτοί μπορώ πλέον να τρέφομαι αποκλειστικά με αυτούς - οἵ τ᾿ ἄνθινον εἶδαρ ἔδουσιν"- ως γνήσιος Λωτοφάγος. Καθώς όμως αυτή η περίοδος δεν είναι όσο μεγάλη θα ήθελα, φέτος και με αφορμή μια παλιότερη ανάρτηση του αγαπητού φίλου Μούργου, αποφάσισα ότι θα έπρεπε να προχωρήσω στην παρασκευή μαρμελάδας, ώστε να μπορώ να γεύομαι τον προσφιλή καρπό και εκτός εποχής.

Αν και δε διακρίνομαι για τις ζαχαροπλαστικές μου ικανότητες, κουβαλάω μια σοβαρή οικογενειακή παράδοση: κάθε χρόνο ετοιμάζαμε εκτός των γλυκών του κουταλιού -κεράσι, καρυδάκι, βερίκοκο και κολοκύθα- αρκετές μαρμελάδες από φρούτα δικής μας παραγωγής- μήλο, φράουλα και ροδάκινο- σε τεράστιες ποσότητες που κρατούσαν όλη τη χρονιά. Σε αυτή τη διαδικασία συμμετείχε όλη η οικογένεια, μερικές φορές ερχόταν και θείες με τις οποίες μοιραζόμασταν το αποτέλεσμα, αλλά προεξάρχων ήταν ο πατέρας μου. Είχε την ικανότητα με το μάτι να υπολογίζει τη ζάχαρη και το ξινό ανάλογα με το είδος του φρούτου, το χρόνο του βρασμού, να ελέγχει αν το σιρόπι ήταν δεμένο και να κατεβάζει το καζάνι από τη φωτιά τη σωστή στιγμή που το χρώμα ήταν τέλειο. 

Οπλισμένος γερά με όλες αυτές τις μνήμες έκανα μια μικρή αναζήτηση συνταγών στο διαδίκτυο. Όπως και στη μαγειρική αρνούμαι πεισματικά να ακολουθήσω κατά γράμμα υλικά και οδηγίες και τις περισσότερες φορές επιδίδομαι σε αυτοσχεδιασμούς, έτσι και σε αυτή την περίπτωση κράτησα από διαφορετικές συνταγές μαρμελάδας λωτού τα στοιχεία που μου φάνηκαν ενδιαφέροντα.
 

Οι λωτοί που προμηθεύτηκα (1,5 ευρώ το κιλό) ήταν πολύ ώριμοι πλην ενός. Αυτό το τονίζω και θα δείτε γιατί, στο τέλος. Τους έπλυνα προσεκτικά και στη συνέχεια αφαίρεσα τη φλούδα και το κοτσάνι τους. Αφού τους τεμάχισα πρόσθεσα ξύσμα ενός πορτοκαλιού. Καθώς η ποσότητα μου φάνηκε μικρή -απειροελάχιστη σε σχέση με τις παλιές καζανιές- πρόσθεσα τρία μήλα αφού τα καθάρισα και τα έκοψα σε μικρά κομμάτια. Στη συνέχεια πολτοποίησα τα υλικά στο μπλέντερ, προσθέτοντας το χυμό 3 πορτοκαλιών.



Έβαλα το μείγμα σε μια κατσαρόλα και πρόσθεσα ζάχαρη, δύο φυλλαράκια αμπαρόριζα και ένα μέντα. Μετά την πρώτη βράση, δυνάμωσα τη φωτιά ανακατεύοντας συνεχώς για να μην πιάσει, πράγμα που τελικά δεν απέφυγα κι έτσι αναγκάστηκα να αλλάξω κατσαρόλα. Δυστυχώς είχα κάνει λάθος βάζοντας 3 πορτοκάλια -ήθελε το πολύ δύο- κι έτσι καθυστέρησε αρκετά να πήξει με αποτέλεσμα η μεγαλύτερη διάρκεια βρασμού να της στερήσει τελικά το λαμπρό χρώμα που επιθυμούσα. Ωστόσο κρίνοντας αυστηρά μπορώ να πω ότι το αποτέλεσμα ήταν άκρως ικανοποιητικό, ειδικά αν λάβει κανείς υπ` όψη του ότι ήταν η πρώτη φορά που ανέλαβα να ετοιμάσω μαρμελάδα. 

Η υφή της θυμίζει κάπως το κυδώνι γλυκό του κουταλιού. Η γεύση της είναι πολύ γλυκιά – την επόμενη φορά θα βάλω λιγότερη ζάχαρη- ενώ στο φόντο διακρίνεται μια ελαφριά στιφάδα που προφανώς οφείλεται σε αυτόν τον ένα και μοναδικό λωτό που δεν ήταν ώριμος όπως οι άλλοι. Πάντως αυτή η στιφάδα της δίνει ιδιαίτερη γεύση. Συνοδεύεται δε ιδανικά με κεφαλογραβιέρα.


Τα υλικά της (διορθωμένης) συνταγής.

1600 γραμμάρια λωτοί
800 γραμμάρια Ζάχαρη
χυμός δύο πορτοκαλιών
τρία μήλα
ξύσμα ενός πορτοκαλιού
αμπαρόριζα
μέντα 



*Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία Ι, 82-104 (κείμενο και μετάφραση Κακριδή - Καζαντζάκη)

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

Πενήντα θαλασσινά (που έγιναν 99)

Μουσική & Στίχοι Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεία:Σαβίνα Γιαννάτου

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Στίχοι Γιώργος Ρούσσος 
Ερμηνεία: Αλίκη Καγιαλόγου

3.Θάλασσα
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Μίλβα

Μουσική & Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεία: Σαβίνα Γιαννάτου

Μουσική: Γιάννης Μακρόπουλος
Στίχοι: Κ.Χ. Μύρης
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρη

Μουσική & Στίχοι Μανώλης Χιώτης
Ερμηνεία: Apurimac

7.Βάρκα στο γιαλό 
Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Στίχοι: Βαγγέλης Γκούφας & Μάριος Ποντίκας
Μουσική: 
Αργύρης Κουνάδης
Πρώτη εκτέλεση: 
Αντώνης Καλογιάννης


Στίχοι: Κώστας Βίρβος
Μουσική: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Στίχοι: Βαγγέλης Γκούφας
Ερμηνεία: Πάνος Γαβαλάς- Ρία Κούρτη

Μουσική: Γιώργος Κατσαρός
Στίχοι: Πυθαγόρας
Ερμηνεία: Άλκηστη Πρωτοψάλτη

















Μουσική, στίχοι, ερμηνεία: Βασίλης Τσιτσάνης

Μουσική, στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης,Βλάχος
Ερμηνεία: Πόλυ Πάνου

Μουσική, στίχοι, ερμηνεία: Βασίλης Τσιτσάνης

Μουσική, στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Στέλλα Χασκίλ

16.Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα
Στίχοι: Γιώργος Μπάτης, Αμπάτης
Μουσική: 
Γιώργος Μπάτης, Αμπάτης
Ερμηνεία:Βαγγέλης Περπινιάδης

Στίχοι: Μέντης Μποσταντζόγλου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου.
Μουσική: Γιάννης Σπανός.
Ερμηνεία: Βίκυ Μοσχολιού

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Μουσική: Γιάννης Σπανός.
Ερμηνεία: Βίκυ Μοσχολιού

Μουσική: Ν. Μεϊμάρης
Στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης (Τσάντας)
Ερμηνεία: Πάνος Γαβαλάς

21.Άσπρα Καράβια
Στίχοι: Σωτήρης Σκίπης
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Πρώτη εκτέλεση: Μιχάλης Βιολάρης & Καίτη Χωματά

Ποίηση: Οδ. Ελύτη
Μουσική: Λίνος Κόκοτος
Ερμηνεία: Μιχάλης Βιολάρης

Μουσική: Γιάννης Σπανός
Στίχοι: Κώστας Κωτούλας
Ερμηνεία Μιχάλης: Βιολάρης & Καίτη Χωματά















Μουσική:Σταύρος Ξαρχάκος
Στίχοι:Βαγγέλης Γκούφας
Ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου

25.Καράβια αλήτες
Πουλόπουλος Γιάννης
Μουσική: Λοΐζος Μάνος
Στίχοι: Λάδης Φώντας

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Καλατζής

Μουσική :Γιάννης Σπανός
Ποίηση: Βασίλης Ρώτας
Ερμηνεία: Καίτη Χωματά

Μουσική, στίχοι, ερμηνεία: Διονύσης Σαββόπουλος

Στίχοι, μουσική, ερμηνεία: Διονύσης Σαββόπουλος

Μουσική:Γιάννης Σπανός
Στίχοι: Τάκης Καρνάτσος
Ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου

Στίχοι, μουσική, ερμηνεία: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική, ερμηνεία : Παντελής Θαλασσινός

Στίχοι: Στέλλα Χρυσουλάκη.
Μουσική, ερμηνεία: Νένα Βενετσάνου.

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς

















35. Θάλασσα του πρωϊού 
Ποίηση: Κωνσταντίνος Καβάφης
Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου
Εκτέλεση: Αλκίνοος Ιωαννίδης 

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Ερμηνεία: Γιάννης Καλατζής

Στίχοι: Γιάννης Λογοθέτης.
Μουσική: Δήμος Μούτσης.
Πρώτη εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού

38.Αρμίδα Το πειρατικό του κάπτεν Τζιμ
Ποίηση
: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνεία: Νίκος Πιπινέλης

Ποίηση: Νίκος Καββαδίας
Μουσική, ερμηνεία: Μαρίζα Κωχ

Μουσική: Λίνος Κόκοτος
Ποίηση: Οδ. Ελύτης
Ερμηνεία: Ρένα Κουμιώτη

41.Είναι παλιό το λιμάνι
Στίχοι: Σεφέρης Γιώργος
Μουσική: Μούτσης Δήμος
Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη & Χρήστος Λεττονός

Στίχοι: Κώστας Βίρβος
Μουσική: Μίμης Πλέσσας
Πρώτη εκτέλεση: Ρένα Κουμιώτη



Μουσική: Θανάσης Γκαϊφύλλιας
Στίχοι: Θανάσης Αβραμίδης



Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη 


46.
Είχε κι εκείνος μιαν αγάπη
Μουσική, ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Στίχοι: Παπανικολάου Μ. 

Στίχοι, μουσική, ερμηνεία: Γιώργος Μουφλουζέλης

Στίχοι: Χρήστος Γιαννακόπουλος
Μουσική: Χρήστος Χαιρόπουλος
Ερμηνεία: Σοφία Βέμπο

Στίχοι: Δημήτρης Γκόγκος, Μπαγιαντέρας
Μουσική: Δημήτρης Γκόγκος, Μπαγιαντέρας
Ερμηνεία: Μαρίζα Κωχ

50.Τα δεκαοκτώ καράβια
Στίχοι, μουσική: Χουλιαράς Νίκος
Ερμηνεία: Μαρίζα Κωχ & Νίκος Χουλιαράς


Η σημερινή ανάρτηση, έγινε μετά από παράκληση  ξενιτεμένου φίλου που μού ζήτησε ελληνικά τραγούδια. Όταν τον ρώτησα ποιο είδος θα προτιμούσε, μου απάντησε: "Να  μιλάνε για θάλασσα". 



update:στο μεταξύ με τη βοήθεια των φίλων -και ειδικά του βιβλιοθηκάριου- μαζεύτηκαν κι άλλα τραγούδια. 



51. Δίχως την καρδούλα σου 
Στίχοι: 
Άκος Δασκαλόπουλος
Μουσική: 
Σταύρος Κουγιουμτζής
Πρώτη εκτέλεση: 
Γιώργος Νταλάρας

Στίχοι: Στέλιος Γεράνης
Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Ζαμπέτας

Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: 
Μάνος Λοΐζος
Πρώτη εκτέλεση: 
Μάνος Λοΐζος

Στίχοι: Ερρίκος Θαλασσινός
Μουσική: 
Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: 
Βίκυ Μοσχολιού

Στίχοι, μουσική ερμηνεία: Νίκος Πορτοκάλογλου
Προδοσιακό, Μαρζά Κωχ
Μουσική Μάνος Χατζιδάκις
Στίχοι Νίκος Γκάτσος
Ερμημεία: Μαίρη Λιντα


Μουσική Θάνος Μικρούτσικος
Στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου
Ερμηνεία Μαρία Ζώη

Στίχοι: Μάνος Ξυδούς
Μουσική: 
Μάνος Ξυδούς & Νίκος Σπυρόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: 
Πυξ Λαξ

Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Δημήτρης Λάγιος
Ερμηνεία: Νίκος Δημητράτος


Μουσική: Γ.Σπανός
Στίχοι:¨Γ.Σκαρίμπας
Ερμηνεία:Κώστας Καράλης
Ποίηση: Νίκος Καββαδίας
Μουσική : Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνεία: Γιάννης Κούτρας
Μουσική: Γ. Ζήκας
Στίχοι: Λ. Νικολακοπούλου
Ερμηνεία:Αρβανιτάκη Ελευθερία

Στίχοι: Ναπολέων Λαπαθιώτης
Μουσική: 
Γιάννης Σπανός
Πρώτη εκτέλεση: 
Καίτη Χωματά 

Στίχοι: Γιώργος Μητσάκης
Μουσική: Γιώργος Μητσάκης
Ερμηνεία: Στέλιος Καζαντζίδης

67.Καϊξής    
Στίχοι: Γιώργος Φωτίδας
Μουσική: 
Απόστολος Χατζηχρήστος, Σμυρνιωτάκι
Ερμηνεία:Αποστολος Χατζηχρηστος και Μαρκος Βαμβακαρης
Στίχοι: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς
Μουσική: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς
Ἑρμηνεία: Ἀργύρης Μπακιρτζῆς

Ποίηση: F. G Lorca. Απόδοση Σ.Τριβιζάς
Μουσική: Δημήτρης Μαραμης
Ερμηνεία: Μίνως Θεοχάρης

Ποίηση: Νίκος Καββαδίας
Μουσική, ερμηνεία: Μαρίζα Κωχ

71.Η τράτα από το λαϊκό μπαλέτο Η Θάλασσα
Νίκου Σκαλκώτα 



update 2. 


Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης, Βλάχος
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης, 
Βλάχος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρίκα Νίνου & Άννα Χρυσάφη

Στίχοι: Κώστας Κινδύνης
Μουσική: Γιάννης Γλέζος
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Πουλόπουλος

Ποίηση: Γιώργου Σεφέρη
Μουσική: Μίκη Θεοδωράκη
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη.

Στίχοι: Διονύσης Καψάλης
Μουσική: Γιώργος Χατζηπιερής
Πρώτη εκτέλεση: Αλκίνοος Ιωαννίδης

Μουσική ερμηνεία: Νίκος Ξυδάκης
Στίχοι: Θοδωρής Γκόνης

Μουσική, στίχοι, ερμηνεία: Νίκος Πορτοκάλογλου

Μουσική: Βασίλης Δημητρίου
Ποίηση: Νάνος Βαλαωρίτης
Ερμηνεία: Χρήστος Θηβαίος

Στίχοι: Κώστας Φέρρης
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρη

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Σαβίνα Γιαννάτου

Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Ρασούλης

Ποίηση: Ναζίμ Χικμέτ απόδοση: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Στίχοι: Πάνος Πετσάς
Μουσική: Πάνος Πετσάς
Ερμηνεία: Πόλυ Πάνου

Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Μελίνα Μερκούρη
Ποίηση: Οδ. Ελύτη
Μουσική, ερμηνεία: Νένα Βενετσάνου

Στιχοι-μουσική : Σ.Περιστερη-Μ.Ματσα
Ερμηνεία: Στέλιος Καζαντζίδης

Μουσική, στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Σωτηρία Μπέλλου

Στιχοι-μουσικη ερμηνεία: Γιώργος Μπάτης

Στίχοι, μουσική, ερμηνεία: Βασίλης Τσιτσάνης

Στίχοι, μουσική, ερμηνεία: Βασίλης Τσιτσάνης

Στίχοι, μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Στέλλα Χασκίλ, Βασίλης Τσιτσάνης


Στίχοι: Πυθαγόρας
Μουσική: Νάκης Πετρίδης
Πρώτη εκτέλεση: Στέλιος Καζαντζίδης

Στίχοι: Παρασκευή Πολίτου
Μουσική: Γιώργος Μπούρας
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Μαργαρίτης

Στίχοι: Αλέκος Αγγελόπουλος
Μουσική: Γιώργος Μουζάκης
Ερμηνεία:
Τζίμης Μακούλης

Στίχοι: Κώστας Νικολαΐδης
Μουσική: Νίκι Γιακόβλεφ
Πρώτη εκτέλεση: Μαίρη Λω
Στίχοι: Βαγγέλης Γερμανός
Μουσική: Βαγγέλης Γερμανός
Πρώτη εκτέλεση: Βαγγέλης Γερμανός 


Στίχοι & Μουσική: Κώστας Μουντάκης
Ερμηνεία: Γιάννης Πάριος