Οι
διώκτες μου βρισκόταν στη αρχή του
μώλου· σε ευθεία ούτε είκοσι μέτρα από
μένα. Η Σαπφώ αγόρευε κάνοντας
έντονες χειρονομίες. Ο Νομάρχης κοίταζε
σκεπτικός μια το μώλο και μια πίσω, την παρά δύο αλμυρίκια, γυμνή πλαγιά. Ο δε Μανούσος, μόλις με είδε, κάνοντας
τάχα πως σκουπίζει τον ιδρώτα από το
μέτωπο, μού έκλεισε το μάτι με τρόπο
ώστε να μην τον δουν οι άλλοι δυο. Αυτός
ο συνωμοτικός χαιρετισμός του καθόλου
δε με καθησύχασε κι έτσι άρχισα να απομακρύνομαι κολυμπώντας βιαστικά.
Φρόντισα όμως να μη ξανοιχτώ πολύ· ήθελα η Σαπφώ κι
ο Νομάρχης να δουν ότι κολυμπούσα όπως
με γέννησε η μάνα μου. Σίγουρα θα γινόταν
έξαλλοι αφού δε θα μπορούσαν να αναγκάσουν
τον Μανούσο να βουτήξει για να με
συλλάβει· όχι για κανέναν άλλο λόγο,
αλλά γιατί ο αστυνόμος δεν ήξερε να
κολυμπάει. Μπορεί να ήταν γέννημα-θρέμμα
νησιώτης, όμως -τον είχαμε δει αρκετές
φορές στην παραλία του χωριού- πήγαινε
μόνο μέχρι εκεί που πάτωνε. Ούτε βήμα
παραμέσα.
Μόλις
έφτασα στο τέλος του μώλου, έστριψα
αριστερά. Είδα τη σκιά του ταχύπλοου
ακίνητη πάνω στην άμμο του βυθού, πέρασα
πάνω την καδένα της άγκυράς του και
συνέχισα με κατεύθυνση προς τον ανατολικό
κάβο. Από τα νεύρα που είχα και από το
κρύο, κολυμπούσα γρήγορα. Δεν είναι και
λίγο, εκεί που είσαι αραχτός κι αμέριμνος
να νιώθεις ότι σε κυνηγάνε και για να
τους ξεφύγεις να πρέπει να πέσεις στην
ακύμαντη μεν, παγωμένη δε θάλασσα. Το
μόνο που με παρηγορούσε και μού έφτιαχνε
τη διάθεση εκείνη την ώρα που τουρτούριζα
ήταν ότι με το ρυθμό που πήγαινα, σίγουρα
θα κατέρριπτα το ατομικό μου ρεκόρ.
Είμαι
πλάσμα του νερού. Μπορεί να μεγάλωσα σε
υψόμετρο, εκατοντάδες μίλια μακριά από
την πιο κοντινή θάλασσα, το νερό όμως
είναι το στοιχείο μου, πράγμα που
αποδείχτηκε πολλές φορές, αρχής γενομένης
από την ημέρα της γέννησής μου: με έβγαλαν
με το ζόρι, όταν είδαν ότι ενώ είχα
συμπληρώσει εννέα μήνες παραμονής στη
μήτρα, δεν είχα κανένα σκοπό να εγκαταλείψω
το αμνιακό υγρό.
Ένα
χρόνο αργότερα, στα βαφτίσια μου, μόλις
είδα το νερό στην κολυμπήθρα, αποπειράθηκα
να ξεφύγω από τα χέρια του παπά και να βουτήξω πριν την καθορισμένη στιγμή.
Τους τρεις εμβαπτισμούς που ακολούθησαν -όπως παρατήρησαν οι προσκεκλημένοι
και φαίνεται ξεκάθαρα στις σχετικές
φωτογραφίες- τους κατευχαριστήθηκα.
Όταν πια βρέθηκα λαδωμένος στην αγκαλιά
του νονού μου, τότε και μόνο τότε, έβαλα
τα κλάματα. Σπαραχτικά, γιατί με έβγαλαν
από το νερό.
Τα
καλοκαίρια στο Νησί, νωρίς το πρωί και
αργά το απόγευμα εκτελώ με ευλάβεια το
πρόγραμμά μου. Από τα πρώτα χρόνια,
φρόντισα και βρήκα ένα χάρτη σε κλίμακα
1:5.000. Μέτρησα με ακρίβεια την απόσταση
από το μώλο μέχρι τον ανατολικό κάβο,
το σημείο όπου τελειώνει η ωραιότερη
παραλία του Νησιού: Διακόσια πενήντα
μέτρα ακριβώς. Πήγαινε ελεύθερο-έλα
ύπτιο, πεντακόσια. Επί τέσσερις φορές,
δύο χιλιόμετρα. Επί δύο φορές τη μέρα,
σύνολο τέσσερα χιλιόμετρα.
“Μα
γιατί χτυπιέσαι τόσο;” με ρωτάνε
φίλοι και γνωστοί που με βλέπουν στα
ατέλειωτα πέρα δώθε μου. “Προπονούμαι
για τους Ολυμπιακούς” τους λέω με
σοβαρό ύφος και για να γίνω περισσότερο
πειστικός, προσθέτω μετά από μια μικρή
παύση, την πόλη στην οποία πρόκειται να
διεξαχθεί κάθε φορά η επόμενη Ολυμπιάδα.
Ατλάντα, Σίδνεϊ, Αθήνα, Πεκίνο, Λονδίνο.
Και από δω και πέρα, Ρίο Ντε Τζανέιρο θα λέω.
Όμως,
παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που καταβάλω,
δεν πείθω κανέναν. Με έχουν δει και στην
καθημερινή “προπόνηση”, αλλά και στους
αγώνες που κάνουμε πότε-πότε στην
παραλία, όπου τερματίζω σταθερά με τους
τελευταίους. Πάω αργά. Χαζεύω το
βυθό. Απολαμβάνω κάθε στιγμή που βρίσκομαι
στο υγρό στοιχείο. Κάθε κίνηση. Δεν
κολυμπάω για κανένα ρεκόρ, ούτε για τη
βελτίωση της φυσικής μου κατάστασης.
Για την ψυχή μου κολυμπάω. Πάντα, εκτός
από εκείνη τη μέρα που πήγαινα με την
ψυχή στο στόμα.
Καθώς
πλησίαζα στο μώλο με ύπτιο, ολοκληρώνοντας
τα πρώτα...(συνεχίζεται)