Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Στη συναυλία


























Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Μπάμπης Στόκας, ο Δημήτρης Σταρόβας και η Ζηνοβία Αρβανιτίδη, στη χθεσινή συναυλία  στο Κηποθέατρο Παπάγου.

Έπαιξαν οι μουσικοί: Αμπράζης Άκης (μπάσο), Καρασούλος Δημήτρης (κιθάρες), Λογοθέτης Στέφανος (τύμπανα), Παχής Γιώργος (μπουζούκι- μαντολίνο), Σπυρόπουλος Φίλιππος (τύμπανα- κρουστά) Steve Tesser (ηλεκτρική κιθάρα).

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Summer`s tales- 6. Hypothermia



 Καθώς πλησίαζα στο μώλο με ύπτιο, ολοκληρώνοντας τα πρώτα πεντακόσια μέτρα, είδα με την άκρη του ματιού μου, τους τρεις της κουστωδίας να έχουν πλησιάσει στο σημείο που είχα αφήσει την πετσέτα μου. Ο Μανούσος μάλιστα λοξοκοίταζε το εξώφυλλο του βιβλίου μου. Από το πρώτο καλοκαίρι που τον είχαμε πετύχει αστυνόμο στο Νησί, μόλις τον γνωρίσαμε και παρά τη φυσική του συστολή, μας ζήτησε με λαχτάρα που μας ξάφνιασε, δανεικό “κανένα καλό βιβλίο”. Προτιμούσε την ελληνική λογοτεχνία. Στα "ξένα", μπερδευόταν με τα ονόματα και τις τοποθεσίες. Διάλεγε πάντα από αυτά που του προτείναμε από τον τίτλο. Για το “Κουστούμι στο Χώμα” της Καρυστιάνη, ούτε που το συζητούσε, μέχρι που τού είπαμε ότι διαδραματίζεται στην Κρήτη. Άργησε να το τελειώσει, όμως τού άρεσε πολύ· για την ακρίβεια ενθουσιάστηκε, όπως και με το άλλο, τα “Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά” του Μουρσελά.

 “Αυτό, με τίτλο “Νεκρές Ψυχές” και με συγγραφέα Νικολάι Γκογκολ, αποκλείεται να μού το ζητήσει” σκέφτηκα και χωρίς να πάρω ανάσα, άρχισα το δεύτερο σετ. Λογάριαζα ότι στην επιστροφή θα είχαν φύγει, οπότε θα μπορούσα επιτέλους να βγω. Όμως και τη δεύτερη, μα και την τρίτη φορά η κουστωδία ήταν αμετακίνητη· στο ίδιο ακριβώς σημείο στο μώλο, πάνω από την πετσέτα μου. Παρά το ενάμισι χιλιόμετρο που είχα ήδη κολυμπήσει, όχι μόνο δεν είχα συνηθίσει τη θερμοκρασία του νερού, αλλά ένιωθα ρίγη και τα δόντια μου χτυπούσαν.

 Θυμήθηκα ξαφνικά ότι αυτά ήταν τα πρώτα συμπτώματα της υποθερμίας. Μού ήταν όμως αδύνατον να θυμηθώ τις λεπτομέρειες μιας γραφικής παράστασης που είχα δει πριν από καιρό, σε ένα σχετικό άρθρο. Στον κάθετο άξονα ήταν οι θερμοκρασίες νερού και στον οριζόντιο, διάρκεια παραμονής σε αυτό σε λεπτά. Αλλά και να τα θυμόμουν, δεν μπορούσα να υπολογίσω με ακρίβεια, ούτε πριν από πόση ώρα είχα βουτήξει και πολύ περισσότερο, τη θερμοκρασία της θάλασσας. Βέβαια αυτή η γωνιά του Αιγαίου δεν ήταν δα και η Βόρια θάλασσα, ούτε ήμασταν στο καταχείμωνο, μα τα νερά του Νησιού, ακόμα και τον Αύγουστο, ήταν παγωμένα.


 Κολυμπούσα κι έβλεπα απελπισμένος τα χέρια μου που είχαν πανιάσει και σκεφτόμουν ότι λίγο ακόμα και θα με ξέβραζε η θάλασσα άπνοο,  γυμνό και ταλαίπωρο σαν τον Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων. Και θα ήμουνα τυχερός, αν και για μένα βρισκόταν εκεί η Ναυσικά η κρουσταλλοβράχιονη* με, ή καλύτερα χωρίς τις θεραπαινίδες της, για να με συντρέξει: να μη ντραπεί καθόλου, να μού δώσει πρώτα πνοή με το φιλί της ζωής και ύστερα να βγάλει το χιτώνα της και να με τυλίξει ολόκληρο με το κορμί της· έτσι ακριβώς όπως λένε ότι πρέπει να γιατροπορέψει κανείς ένα παγωμένο σώμα ώστε να ανέβει και πάλι η θερμοκρασία στα φυσιολογικά επίπεδα αργά ώστε να μην κινδυνέψει από ανακοπή.

 Στο μεταξύ στην παραλία, ούτε Ναυσικά φαινόταν, μα ούτε ψυχή κι εγώ περνούσα για άλλη μια φορά πάνω από την άγκυρα του ταχύπλοου. Τότε μού κατέβηκε η φαεινή ιδέα να ζητήσω άσυλο από την καπετάνισσα και το σύντροφό της. Σταμάτησα και κοίταξα το σκάφος. Λικνίζονταν ρυθμικά πάνω στη λαδιά, σαν να είχε τού είχε μείνει η κίνηση από τις προηγούμενες μέρες που είχε κύμα. Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα, “όλη η ντροπή δική μου” είπα και κολύμπησα αποφασιστικά προς τη πρύμνη, προβάροντας παράλληλα την ικεσία που θα ξεστόμιζα στο ζευγάρι.

 Πιάστηκα από τη σκάλα· τα δάχτυλά μου μουδιασμένα έκλειναν με δυσκολία μα ένιωσα αμέσως ανακούφιση από την επαφή με το ζεστό μέταλλο. Έβαλα τα πόδια μου στο πρώτο σκαλί που ήταν μέσα στο νερό και προσπάθησα να ανέβω. Έτσι όπως ήμουν εξαντλημένος, προσπάθησα δυο φορές χωρίς αποτέλεσμα. Την τρίτη, επιστρατεύοντας όση δύναμη μού είχε απομείνει, τα κατάφερα κι ανέβηκα στο πρώτο σκαλί. Κρατήθηκα γερά, γιατί το σκάφος συνέχιζε να λικνίζεται και στάθηκα όρθιος.

 Το μικρό κατάστρωμα ήταν άδειο. “Προφανώς κοιμούνται ακόμα”, σκέφτηκα, μα εκείνη τη στιγμή από την μισάνοιχτη πόρτα της καμπίνας διέκρινα...(συνεχίζεται)



*Οδύσσεια, Ραψωδία Ζ στίχος 101 
(λευκώλενος: κρουσταλλοβράχιονη,  μτφ Κακριδή -Καζαντζάκη)


εικόνα: "Οδυσσέας και Ναυσικά" Jean Veber, 1888 

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Summer`s tales- 5 Κάτι σα Φελμπς


 Οι διώκτες μου βρισκόταν στη αρχή του μώλου· σε ευθεία ούτε είκοσι μέτρα από μένα. Η Σαπφώ αγόρευε κάνοντας έντονες χειρονομίες. Ο Νομάρχης κοίταζε σκεπτικός μια το μώλο και μια πίσω,  την παρά δύο αλμυρίκια, γυμνή πλαγιά. Ο δε Μανούσος, μόλις με είδε, κάνοντας τάχα πως σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο, μού έκλεισε το μάτι με τρόπο ώστε να μην τον δουν οι άλλοι δυο. Αυτός ο συνωμοτικός χαιρετισμός του καθόλου δε με καθησύχασε κι έτσι άρχισα να απομακρύνομαι κολυμπώντας βιαστικά.

 Φρόντισα όμως να μη ξανοιχτώ πολύ· ήθελα η Σαπφώ κι ο Νομάρχης να δουν ότι κολυμπούσα όπως με γέννησε η μάνα μου. Σίγουρα θα γινόταν έξαλλοι αφού δε θα μπορούσαν να αναγκάσουν τον Μανούσο να βουτήξει για να με συλλάβει· όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί ο αστυνόμος δεν ήξερε να κολυμπάει. Μπορεί να ήταν γέννημα-θρέμμα νησιώτης, όμως -τον είχαμε δει αρκετές φορές στην παραλία του χωριού- πήγαινε μόνο μέχρι εκεί που πάτωνε. Ούτε βήμα παραμέσα.

 Μόλις έφτασα στο τέλος του μώλου, έστριψα αριστερά. Είδα τη σκιά του ταχύπλοου ακίνητη πάνω στην άμμο του βυθού, πέρασα πάνω την καδένα της άγκυράς του και συνέχισα με κατεύθυνση προς τον ανατολικό κάβο. Από τα νεύρα που είχα και από το κρύο, κολυμπούσα γρήγορα. Δεν είναι και λίγο, εκεί που είσαι αραχτός κι αμέριμνος να νιώθεις ότι σε κυνηγάνε και για να τους ξεφύγεις να πρέπει να πέσεις στην ακύμαντη μεν, παγωμένη δε θάλασσα. Το μόνο που με παρηγορούσε και μού έφτιαχνε τη διάθεση εκείνη την ώρα που τουρτούριζα ήταν ότι με το ρυθμό που πήγαινα, σίγουρα θα κατέρριπτα το ατομικό μου ρεκόρ.

 Είμαι πλάσμα του νερού. Μπορεί να μεγάλωσα σε υψόμετρο, εκατοντάδες μίλια μακριά από την πιο κοντινή θάλασσα, το νερό όμως είναι το στοιχείο μου, πράγμα που αποδείχτηκε πολλές φορές, αρχής γενομένης από την ημέρα της γέννησής μου: με έβγαλαν με το ζόρι, όταν είδαν ότι ενώ είχα συμπληρώσει εννέα μήνες παραμονής στη μήτρα, δεν είχα κανένα σκοπό να εγκαταλείψω το αμνιακό υγρό.

 Ένα χρόνο αργότερα, στα βαφτίσια μου, μόλις είδα το νερό στην κολυμπήθρα, αποπειράθηκα να ξεφύγω από τα χέρια του παπά και να βουτήξω πριν την καθορισμένη στιγμή. Τους τρεις εμβαπτισμούς που ακολούθησαν -όπως παρατήρησαν οι προσκεκλημένοι και φαίνεται ξεκάθαρα στις σχετικές φωτογραφίες- τους κατευχαριστήθηκα. Όταν πια βρέθηκα λαδωμένος στην αγκαλιά του νονού μου, τότε και μόνο τότε, έβαλα τα κλάματα. Σπαραχτικά, γιατί με έβγαλαν από το νερό.


 Τα καλοκαίρια στο Νησί, νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα εκτελώ με ευλάβεια το πρόγραμμά μου. Από τα πρώτα χρόνια, φρόντισα και βρήκα ένα χάρτη σε κλίμακα 1:5.000. Μέτρησα με ακρίβεια την απόσταση από το μώλο μέχρι τον ανατολικό κάβο, το σημείο όπου τελειώνει η ωραιότερη παραλία του Νησιού: Διακόσια πενήντα μέτρα ακριβώς. Πήγαινε ελεύθερο-έλα ύπτιο, πεντακόσια. Επί τέσσερις φορές, δύο χιλιόμετρα. Επί δύο φορές τη μέρα, σύνολο τέσσερα χιλιόμετρα.

 “Μα γιατί χτυπιέσαι τόσο;” με ρωτάνε φίλοι και γνωστοί που με βλέπουν στα ατέλειωτα πέρα δώθε μου. “Προπονούμαι για τους Ολυμπιακούς” τους λέω με σοβαρό ύφος και για να γίνω περισσότερο πειστικός, προσθέτω μετά από μια μικρή παύση, την πόλη στην οποία πρόκειται να διεξαχθεί κάθε φορά η επόμενη Ολυμπιάδα. Ατλάντα, Σίδνεϊ, Αθήνα, Πεκίνο, Λονδίνο. Και από δω και πέρα, Ρίο Ντε Τζανέιρο θα λέω.

 Όμως, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που καταβάλω, δεν πείθω κανέναν. Με έχουν δει και στην καθημερινή “προπόνηση”, αλλά και στους αγώνες που κάνουμε πότε-πότε στην παραλία, όπου τερματίζω σταθερά με τους τελευταίους. Πάω αργά. Χαζεύω το βυθό. Απολαμβάνω κάθε στιγμή που βρίσκομαι στο υγρό στοιχείο. Κάθε κίνηση. Δεν κολυμπάω για κανένα ρεκόρ, ούτε για τη βελτίωση της φυσικής μου κατάστασης. Για την ψυχή μου κολυμπάω. Πάντα, εκτός από εκείνη τη μέρα που πήγαινα με την ψυχή στο στόμα.


 Καθώς πλησίαζα στο μώλο με ύπτιο, ολοκληρώνοντας τα πρώτα...(συνεχίζεται)


Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Το ατόπημα




«Την περασμένη Δευτέρα πήγα στην Κεφαλονιά με το leat Jet του κ. Μελισσανίδη. Αυτό στην Ελλάδα της υποκρισίας θεωρείται μέγα ατόπημα. Είμαι επιχειρηματίας και γνωρίζω αρκετό κόσμο από αυτό τον κύκλο. Ο κ. Μελισσανίδης πηγαίνοντας στη Γαλλία προσεφέρθη να με αφήσει με το αεροσκάφος του στην Κεφαλονιά. Έχω ήδη υποβάλλει την παραίτηση μου. Εύχομαι καλή επιτυχία στο πολύ δύσκολο έργο της κυβέρνησης.
-Αισθάνεστε πικρία;
-Πικρία. Αστειεύεστε; Καμία. Η ζωη συνεχίζεται. Εγώ δεν είμαι κανένας ανεπάγγελτος. Επειδή η κυβέρνηση ζήτησε την παραίτηση μου δεν θα παρακαλά στο έργο της για να καταστραφώ κι εγώ ως Έλληνας πολίτης.» Koolnews


η αρχική φωτο του Νίκου Σταυρίδη, από την ταινία ο Παλικαράς 1961

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Summer`s tales- 4. “Καλημέρα Βρασίδα”



 Έτσι όπως ήμουν ολομόναχος, σίγουρα θα έβαζαν το Μανούσο να με συλλάβει για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Μετά, θα με τύλιγαν σε ένα σεντόνι σα μοιχό, θα με έβαζαν σηκωτό στο καράβι των δέκα και τριάντα πέντε, που συνήθως περνούσε στις έντεκα και μετά από μερικές ώρες θα βρισκόμουν πίσω από τα σίδερα, στα κρατητήρια του Α.Τ. Σύρου. Άναυλα από τον Παράδεισο στην Κόλαση, χωρίς κανένας από τους φίλους μου να γνωρίζει το παραμικρό για την τύχη μου.

 Με δεδομένο δε το μένος του κοινοτάρχη για τους ξετσίπωτους τσίτσιδους σκέφτηκα ότι ήταν ικανός για την παραδειγματική τιμωρία μου,  να ζητήσει να με χώσουν στη σπηλιά του Φερεκύδη κλείνοντας μάλιστα το στόμιό της με μέγα βράχο. Και εκτός της επικράτειάς του, φοβόμουν ότι ούτε ο πολιούχος του Νησιού, ο Άη Γιώργης, ο τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής” ταῖς πρεσβείαις τοῦ παπά Στάθη, θα μπορούσε να κάνει το θαύμα του και να με σώσει.

 Πλησίαζαν αλλά δεν με είχαν πάρει ακόμα είδηση. Θα μπορούσα να ντυθώ, να συνεχίσω σαν καλό παιδί να διαβάζω το βιβλιαράκι μου κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Δεν ήθελα όμως επ` ουδενί να δώσω στη Σαπφώ την ικανοποίηση ότι με ανάγκασε να ντυθώ. Αναρωτήθηκα πόσην ώρα θα έμεναν. Έτσι όπως ήταν άδεια η παραλία, σίγουρα ελάχιστη. Το πολύ-πολύ να ξυπνούσαν τους σκηνίτες, να τους έλεγαν πάλι τα γνωστά: να τα μαζέψουν και να φύγουν, ότι απαγορεύεται ο γυμνισμός και το ελεύθερο κάμπινγκ. Μετά θα επέστρεφαν στο χωριό. Θεώρησα λοιπόν ότι πιο έντιμο θα ήταν να βάλω μόνο τα γυαλάκια μου και να βουτήξω. Πράγμα που έπραξα αμέσως καθώς η κουστωδία ήταν πλέον πολύ κοντά. Αν ήταν αποφασισμένοι να με συλλάβουν, έπρεπε να με ακολουθήσουν στη θάλασσα.

 Η κίνησή μου ήταν ηρωική: το νερό ήταν τόσο κρύο που μού έκοψε την ανάσα. Ή έτσι μού φάνηκε μετά από τόσην ώρα που είχα μείνει στον ήλιο. Άρχισα να κολυμπάω αλλά μετά από πέντε -έξι απλωτές, σταμάτησα. Εντάξει, εκείνη η μέρα ήταν ειδική περίπτωση, κινδύνευα να συλληφθώ, αλλά αυτός δεν ήταν λόγος να μην πω μια καλημέρα στο Βρασίδα.

 Η πρώτη μας δουλειά κάθε φορά που βουτάγαμε από το μώλο, ήταν να χαιρετίσουμε τον φίλο μας. Γύρισα λοιπόν, πήρα βαθιά ανάσα και έκανα μακροβούτι. Στο κάτω μέρος των βράχων, πάνω στους οποίους πριν από χρόνια είχαν ρίξει όπως -όπως δέκα μπετονιέρες τσιμέντο, υπήρχε μια μικρή εσοχή. Την πρόσεχες αμέσως γιατί γύρω της υπήρχαν αρκετά όστρακα· άδεια όλα. Με την πρώτη βουτιά δεν είδα τίποτα. Με τη δεύτερη όμως, διέκρινα μέσα στο σκοτάδι δυο αγουροξυπνημένα μάτια να με κοιτάνε. Ύστερα είδα τρία από τα πλοκάμια του να σαλεύουν.

 Στην αρχή εκείνου το καλοκαιριού κάποιος που κολυμπούσε με μάσκα κοντά στο μώλο, είχε προσέξει ότι ένα μικρό χταπόδι είχε φωλιάσει στα βράχια. Ήταν μια σταλιά και το ένα του πλοκάμι ήταν φαγωμένο στην άκρη. Το ονομάσαμε Βρασίδα κι έγινε η μασκότ της παραλίας. Είχε συνηθίσει τόσο πολύ την παρουσία μας που όταν πλησιάζαμε ξεμύτιζε από το θαλάμι του και δεν ήταν λίγες οι φορές μάλιστα που έβγαινε μέχρι έξω στην παραλία για να μας ανταποδώσει τις επισκέψεις και τότε τον γυρίζαμε εμείς στη φωλιά του.


 Λέγαμε ότι μετά από χρόνια, όταν θα γινόταν ένα τεράστιο χταπόδι, θα τον βγάζαμε από το θαλάμι του, θα τον γουλίζαμε καλά -καλά και έπειτα θα τον ψήναμε στα κάρβουνα, να φάει όλη η παραλία. Το λέγαμε βέβαια για αστείο· αυτό που πραγματικά περιμέναμε ήταν να φτάσει η ώρα να ζευγαρώσει και να είμαστε τυχεροί ώστε να πετύχουμε τον Βρασίδα με την καλή του. Γιατί αν είναι μαγικό το δικό μας ζευγάρωμα με τα οκτώ μόλις άκρα μας, σκέψου ομορφιά που έχει των χταποδιών όπου δεκαέξι πλοκάμια μπερδεύονται  με αργές, πλαστικές κινήσεις και τελικά σφιχταγκαλιάζονται σε μια απίστευτη ερωτική χορογραφία μεσ` το νερό.

Τον καλημέρισα κι ύστερα με παράπονο του είπα: “Με κυνηγάνε Βρασίδα μου!” Εκείνος προφανώς συμμεριζόμενος την αγωνία μου, άφησε ένα ακόμα πλοκάμι να ξεμυτίσει. Μετά από αυτή την συμβολική κίνηση συμπαράστασης εκ μέρους του, με αναπτερωμένο το ηθικό, ανέβηκα στην επιφάνεια.


Οι διώκτες μου βρισκόταν στη αρχή του μώλου· σε ευθεία ούτε...(συνεχίζεται) 


η φωτογραφία από εδώ 
ζευγάρωμα χταποδιών εδώ 

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Summer`s tales- 3. Πρωινή Κουστωδία



Η παραλία ήταν άδεια· μόνο μερικές σκηνές, καβανταζωμένες στο πίσω μέρος και ένα μικρό ταχύπλοο αραγμένο αρόδο στα σαράντα μέτρα από το μώλο. Ο ήλιος δεν είχε ακόμα χτυπήσει τις σκηνές μα το πολύ σε μια ώρα, η ζέστη θα έκανε τους ενοίκους τους να βγουν τρέχοντας για την πρωινή τους βουτιά. Αλλά και στο ταχύπλοο δε φαινόταν καμία κίνηση. Προφανώς το ζευγάρι που έμενε σε αυτό ακόμα κοιμόταν. 

Είχαν φτάσει πριν από μερικές μέρες. Στην αρχή τους αγριοκοιτάξαμε όπως όλους τους σκαφάτους που κατέφθαναν στο Νησί. Τους βλέπαμε σαν κονκισταδόρες που ερχόταν να αλώσουν τον Παράδεισό μας. Δικαιολογημένα βέβαια γιατί οι σκαφάτοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να επιδείξουν το πλεούμενό τους: πλησίαζαν στην ακτή όσο πιο κοντά γινόταν  με τους ίππους των μηχανών να χλιμιντρίζουν αφηνιασμένοι, άραζαν μπροστά μας με φωνές και έβαζαν τέρμα τις μουσικές τους· τα φτηνιάρικα σουξεδάκια που είχαν ημερομηνία λήξης στο τέλος του καλοκαιριού. 

Αυτοί όμως ήταν διαφορετικοί. Πλησίασαν αργά. Στο τιμόνι ήταν η γυναίκα κι έκανε εγκαίρως κράτει*. Ο άντρας στην πρύμνη έριξε την άγκυρα. Άραξαν σε μεγάλη απόσταση από την παραλία. Γύρω στα πενήντα τους κάναμε. Μπορεί όμως να ήταν και μικρότεροι. Τους βλέπαμε να διαβάζουν όλη μέρα στο κατάστρωμα, γυμνοί κάτω από μια τέντα. Νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα, όπως μας είχαν πει οι σκηνίτες της παραλίας, βουτούσαν από το σκάφος και κολυμπούσαν μέχρι πέρα, στο ανατολικό κάβο. Και πίσω. Τρεις ή τέσσερις φορές τους είχαμε πετύχει βράδυ να τρώνε στου Σταμάτη. Στο ίδιο τραπέζι πάντα. Από τη δεύτερη φορά και μετά μας χαιρετούσαν.


Αποφάσισα να καθίσω στο μώλο. Από εκεί θα βουτούσα μια κι έξω, χωρίς δισταγμούς -με τους βοριάδες των προηγούμενων ημερών το νερό είχε κρυώσει πολύ- και θα είχα τη γενική εποπτεία τόσο της παραλίας όσο και του μονοπατιού που κατέληγε σ` αυτήν. Άπλωσα πετσέτα, ξεντύθηκα κι αντί να βουτήξω αμέσως όπως λογάριαζα, ξάπλωσα στο τσιμέντο του μώλου κι έπιασα το βιβλίο μου. Ήταν η καλύτερη ώρα για διάβασμα. Μετά θα κατέφθαναν φίλοι και γνωστοί και μέχρι αργά το απόγευμα δεν υπήρχε περίπτωση να διαβάσω ούτε μια παράγραφο. Έκανε ήδη αρκετή ζέστη κι έτσι η πρώτη φράση στη σελίδα που είχα σταματήσει την προηγούμενη, για την άμαξα  που διένυε το ένα μετά το άλλο τα ατέλειωτα βέρστια της απέραντης παγωμένης στέπας στη Ρωσία του Γκόγκολ, ήταν ότι έπρεπε.

Μετά από αρκετή ώρα κι ενώ με είχαν απορροφήσει για τα καλά οι “Νεκρές Ψυχές”, την προσοχή μου τράβηξε κάποια κίνηση στο μονοπάτι. Πρώτα διέκρινα το Μανούσο που προπορεύονταν κι μετά τη Σαπφώ που ακολουθούσε· κουστουμαρισμένη. Απόρησα γιατί συνήθως στις εφόδους, ερχόταν με βερμούδα. Μετά θυμήθηκα ότι όταν ξεκίνησα για την παραλία, είχα ακούσει την καμπάνα του Άη Γιώργη να χτυπά. Άρα ήταν Κυριακή. Ή κάποια γιορτή. Τη στιγμή μάλιστα που χτυπούσε η καμπάνα είχα σκεφτεί ότι η πρώτη ήττα του κοινοτάρχη ήρθε από την Εκκλησία. 

Ο παπά Στάθης, όπως μάθαμε, αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει την μικροφωνική εγκατάσταση που είχε τοποθετήσει -χωρίς μάλιστα να ζητήσει τη γνώμη του- στον ναό ο Κοινοτάρχης. “Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, είπε ο Κύριος. Ποιός είμαι εγώ λοιπόν που θα μπω πρωί-πρωί, με το ζόρι στα σπίτια των ανθρώπων;” ήταν η μόνη φράση που ακούστηκε δυνατά από τα ηχεία. Αμέσως μετά ο παπά Στάθης πάτησε το off στον ενισχυτή που είχαν βάλει στο ιερό. Και δεν τον άνοιξε παρά μόνο τη μέρα της γιορτής του  Αγίου. Τότε που ήταν σίγουρος ότι όλο το νησί- ντόπιοι και επισκέπτες- είχε μαζευτεί μέσα και γύρω από την εκκλησία του τροπαιοφόρου.

Καθώς η Σαπφώ κι ο Μανούσος, ακολουθώντας το μονοπάτι καβαντζάρισαν τον νότιο κάβο πλησιάζοντας στο μώλο, διέκρινα ότι ήταν μαζί τους  ακόμα ένας. Κι αν από αυτή την απόσταση μπορούσα να διακρίνω το ιδρωμένο πρόσωπο του κοινοτάρχη που έλαμπε στον ήλιο και φυσικά το πηλήκιο του Μανούσου, τα χαρακτηριστικά του τρίτου δε μού θύμιζαν απολύτως τίποτα. Άγνωστος. Κι αυτός κουστουμαρισμένος. “Τα κατάφερε ο μπαγάσας!” σκέφτηκα. “Μας κουβάλησε τον Νομάρχη από τη Σύρο!”. Γιατί ποιός άλλος μπορούσε να ήταν αυτός που συμπλήρωνε την πρωινή κουστωδία;  

Έτσι όπως ήμουν μόνος εκεί, θα έβαζαν...(συνεχίζεται με το "Καλημέρα Βρασίδα")

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Summer`s tales- 2. Σαπφώ Σαρίφ


Συνέχεια από το Summer`s tales-1. Το ξύπνημα.

Από το υπαίθριο κονάκι μου μέχρι την ωραιότερη παραλία του Νησιού, ήταν χρονομετρημένος επτά λεπτά δρόμος. Με κλειστά μάτια αν μού ζητούσες να πήγαινα ως εκεί, μια χαρά θα τα κατάφερνα. Εκείνη τη μέρα με μισόκλειστα προχωρούσα αργά. Άμα φυσάει επί μέρες λυσσασμένος βοριάς και ύστερα ξημερώσει η μέρα της Άγιας Μπουνάτσας, δε χορταίνεις να αφουγκράζεσαι την απόλυτη ησυχία μετά το βουητό, να βλέπεις την απέραντη λαδιά μετά τα κύματα. Και βέβαια δε χορταίνεις να νιώθεις ότι μόνος εσύ που ξύπνησες νωρίς, απολαμβάνεις τη γαλήνη και τον ήλιο που αφού είχε ξεμυτίσει από τη θάλασσα, συνέχιζε γοργά την ανοδική  πορεία του.

Εκεί που στένευε το μονοπάτι, πάνω από τη σπηλιά και λίγο πριν τον προορισμό μου, είδα ένα γλάρο αραγμένο πάνω στην ταμπέλα. “Χέσ` την ρε!” του φώναξα. Τρόμαξε τόσο από την παρουσία όσο κι απ` τη φωνή μου και πέταξε μακριά χωρίς να μού κάνει το χατήρι, αφήνοντας όμως ένα αποδοκιμαστικό κρώξιμο που υπέθεσα ότι πήγαινε στην ταμπέλα. “ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Ο ΓΥΜΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΑΜΠΙΝΓΚ” έγραφε, με αυστηρά κεφαλαία και είχε τοποθετηθεί εκεί από την αρχή του καλοκαιριού, κατ` εντολή του πρόσφατα εκλεγμένου κοινοτάρχη, απτή απόδειξη της αποφασιστικότητάς του να εκδιώξει τους γυμνιστές από την επικράτειά του. Ή έστω να τους ντύσει.

Όσοι έφτασαν για πρώτη φορά εκείνη τη χρονιά στο Νησί, υπάκουσαν. Αλλά όταν αποβιβαστήκαμε εμείς, οι τακτικοί θαμώνες, όχι μόνο τα πετάξαμε κανονικά όπως πάντα, παρασέρνοντας και τους άλλους, μα συγκεντρωθήκαμε όλοι γύρω από την πινακίδα με την εξωφρενική απαγόρευση και βγάλαμε μια ηρωική φωτογραφία. Φυσικά με αδαμιαία περιβολή αλλά χωρίς φύλλο συκής. Ήμασταν καμιά πενηνταριά, μικροί μεγάλοι, κατάμαυροι και επιδεικνύαμε όχι τη γύμνια μας, μα τα πιο αστραφτερά χαμόγελα, ουσιαστική αντίσταση κατά της συντηρητικής Αρχής που επιχειρούσε να φέρει τα πάνω κάτω στο καλοκαίρι μας. Αριστερά στο φόντο της φωτογραφίας, διακρινόταν πέντε- έξι σκηνές στημένες στο πίσω μέρος της παραλίας.

Ο κοινοτάρχης έμαθε για τη φωτογραφία -το διαφημίζαμε άλλωστε εμείς οι ίδιοι τα βράδια στις ταβέρνες του Νησιού- και έκανε συνεχείς εφόδους, σέρνοντας μαζί του με το ζόρι τον Μανούσο, το μοναδικό όργανο της τάξης στο Νησί. Λίγες μέρες πριν, τον είχε διατάξει να συλλάβει από όλους τους γυμνούς της παραλίας, μόνο ένα ζευγάρι πιτσιρικάδων που καθόταν διακριτικά στην άκρη, στα βραχάκια και που μάλιστα ήταν μισοσκεπασμένοι με τις πετσέτες τους· ασπουλιάρηδες Άγγλοι, άμαθοι στα σκυλόδοντα του κυκλαδίτικου καλοκαιριού.

Ο κακομοίρης ο Μανούσος, ένας αμούστακος Κρητικός, λιανό, μαζεμένο και καλό παιδί, μια κοίταζε εμάς που είχαμε σηκωθεί οργισμένοι και απειλούσαμε να κάνουμε γυμνοί πορεία διαμαρτυρίας στα σοκάκια της Χώρας ανεμίζοντας αντί για σημαίες, πετσέτες και παρεό και μια τον κοινοτάρχη που φώναζε έξαλλος: “Σόδομα και Γόμορα!”. Οι Άγγλοι που φυσικά δεν καταλάβαιναν τί συνέβαινε, είχαν  φοβηθεί   και ειδικά η κοπέλα ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.  

Εδώ που τα λέμε, ο κοινοτάρχης ήταν τρομακτικός τουλάχιστον σε μέγεθος: πανύψηλος, μαυριδερός, και πολύ γεροδεμένος. Σωστό θηρίο, με παχύ μουστάκι και κάτι χέρια σα κουπιά· γνήσιος απόγονος του προπάππου του του φοβερού πειρατή που αλώνιζε σε αυτά τα νερά εκατό και βάλε χρόνια πριν. Εκτός του μεγέθους, από τον πρόγονό του είχε πάρει και την όψη. “Όμορφο που` το κάτεργο κι όμορφα π` αρμενίζει/ κι όμορφοι πουν` οι ναύτες του και αυτός που το ορίζει” έλεγε ένα δίστιχο για τον πειρατή κι ο δισέγγονός του -για να πούμε και του στραβού το δίκιο- ήταν κι αυτός ωραίος. Έμοιαζε μάλιστα πολύ με τον Σαρίφ στα νιάτα του κι οι ντόπιοι πριν αναλάβει τα ηνία της κοινότητας, για να τον ξεχωρίζουν από τον συνονόματο ξάδελφό του, Ομάρ τον φώναζαν.


Η απειλή για τη γυμνή πορεία διαμαρτυρίας, τελικά έπιασε τόπο και η σύλληψη του ζεύγους των Άγγλων αποφεύχθηκε. Έμεινε όμως η κινηματογραφική ατάκα που ο κοινοτάρχης είχε επαναλάβει πολλές φορές σε άκρως δραματικούς τόνους. Αυτή η ατάκα έγινε αφορμή να τον μετονομάσουμε υποτιμητικά, “Σαπφώ”. Κι έδεσε μια χαρά το όνομα από την εγχώρια, με το επίθετο από τη διεθνή σκηνή της έβδομης τέχνης: Σαπφώ Σαρίφ. Πέρα από τα αστεία όμως, εκείνες τις μέρες, αντί να χαιρόμαστε ανέμελοι τις διακοπές μας, ήμασταν διαρκώς σε επιφυλακή γιατί είχαμε μάθει ότι η Σαπφώ είχε κινήσει γη και ουρανό να πατάξει το γυμνισμό· μέχρι τον νομάρχη έλεγε ότι θα φέρει από τη Σύρο.


Η παραλία ήταν άδεια. Οι σκηνές μόνο...

(συνεχίζεται με την Πρωινή Κουστωδία και το "Καλημέρα Βρασίδα")


Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Summer`s tales- 1.Το ξύπνημα


Πρώτα με ξύπνησε ένα τρελόπουλο που άρχισε να φλυαρεί αξημέρωτα. Μισάνοιξα τα μάτια. Το είδα που χοροπηδούσε στα δυο μέτρα από το στρώμα μου κι έλεγε τα δικά του. Μόλις είχε πάρει να χαράζει. Γύρισα από την άλλη και προσπάθησα να πιάσω το όνειρο από εκεί που είχε διακοπεί. Τα κατάφερα· πρέπει μάλιστα να είδα κι άλλο στη συνέχεια, μα κάποια στιγμή κάτι άρχισε να μού γαργαλάει επίμονα τη μύτη.

Ξεκίνησα χωρίς σκηνή εκείνη τη χρονιά, δωμάτιο δεν βρήκα εκεί που ήθελα, οπότε αποφάσισα να μείνω έξω. Χύμα, στα είκοσι μέτρα από το κύμα, σε ιδανική καβάντζα: μάντρα κοντά στο προσκέφαλο -αδιαπέραστο παραπέτασμα στο βοριά- κι ένα θαλερό αλμυρίκι παραδίπλα να κόβει τον ήλιο στο ξεπέταγμά του από τη θάλασσα. Και πιο μετά· σχεδόν μέχρι το μεσημέρι.

Αν με ανοιχτά παράθυρα κάνεις καλό ύπνο και σε σκηνή ακόμα καλύτερο, ο ύπνος έξω είναι μοναδικός. Το πρώτο βράδυ βέβαια ζορίζεσαι κάπως. Το έδαφος σου φαίνεται σκληρό, κάποιο πετραδάκι χώνεται βασανιστικά στα πλευρά σου, ο αέρας φέρνει ριπές άμμου στο πρόσωπό σου και ταράζει τα κλαδιά με αποτέλεσμα να βλέπεις αλλόκοτες σκιές παντού και να ακούς ήχους που καμία σχέση δεν έχουν με τους ήχους της πόλης: τις κουβέντες των γειτόνων που διαπερνούν τη μεσοτοιχία, τα περιφερόμενα τακούνια και το καζανάκι του πάνω ορόφου ή τις σειρήνες περιπολικών και ασθενοφόρων που φτάνουν στα αυτιά σου από τα ανοιχτά παράθυρα. 

Το επαναλαμβανόμενο κύμα που σκάει με δύναμη στα βράχια φτάνει στα αυτιά σου στερεοφωνικά: στο ένα αυτί, σ` αυτό που ακουμπάει στο χώμα, χθόνια υπόκωφο και στο άλλο, μεγαλειώδες με όλα τα επιμέρους στοιχεία του: το ξαφνικό μπάσο της πρόσκρουσης, τα πρίμα των σταγόνων που ξεπετάγονται και τέλος τη σιγανή μελωδία του νερού που αποσύρεται. Ειδικά τις νύχτες χωρίς φεγγάρι μερικές φορές το σκηνικό μπορεί να γίνει τρομαχτικό αλλά τελικά τα καταφέρνει: σε εισάγει στις νέες αναλογίες. Δεν είσαι πια κυρίαρχος στο περιορισμένων διαστάσεων δωμάτιο σου, μα βρίσκεσαι σε μια γωνιά της σάλας του σύμπαντος κόσμου· μικρός, απειροελάχιστος. Το πρώτο βράδυ -άντε και το δεύτερο- ζορίζεσαι, μα αν είσαι βολικός γρήγορα συνηθίζεις.

Όπως και να κοιμάσαι, έξω διαλέγεις το ανάσκελα. Τουλάχιστον μόλις ξαπλώνεις. Κοιτάζεις ψηλά, αναζητάς τους γνωστούς αστερισμούς, τους αναγνωρίζεις, μετράς τα αστέρια που πέφτουν- με ή χωρίς ευχές- κάποια στιγμή ζαλίζεσαι γλυκά και χάνεσαι. Όσο αργά και να πέσεις, όσο κι αν έχεις πιει το προηγούμενο βράδυ, όλο το οξυγόνο της νύχτας είναι δικό σου· ξυπνάς με το πρώτο φως της μέρας κι έχεις χορτάσει ύπνο. Εκτός βέβαια από τις φορές που ένα τρελόπουλο, έχει βαλθεί αξημέρωτα να σου εξομολογηθεί τα ένα προς ένα τα μυστικά του κι αμέσως μετά κάτι να σου γαργαλάει τη μύτη.

Η μύτη μου είναι ελληνική. Μεγάλη και καμπουρωτή. Κάνει καλά τη δουλειά της: στηρίζει γυαλιά ηλίου, στον κινηματογράφο μισού βαθμού μυωπίας και οσφραίνεται άριστα. Κυριολεκτικά. Μεταφορικά, ελάχιστα. Εκείνο το πρωί η μύτη μου επιτέλεσε μια ακόμα απροσδόκητη λειτουργία: έγινε σημείο στάσης μιας πεταλούδας. Προσγειώθηκε χωρίς να την καταλάβω, αλλά στη συνέχεια άρχισε να κάνει σημειωτόν –το γαργάλημα που τελικά με ξύπνησε- κουνώντας παράλληλα τα φτερά της. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, αποφάσισα ότι το γεγονός ήταν ένας καλός -τί καλός; άριστος- οιωνός για εκείνη τη μέρα που μόλις άρχιζε. Δεν κουνήθηκα για να μην την ενοχλήσω και αλληθώρισα κοιτάζοντάς την, με μια όμως μικρή ανησυχία: μήπως με χέσει. Κι η ανησυχία μου πήγαζε βέβαια από αυτά τα μικρά, ακατανόητα επί τόπου βηματάκια που συνέχιζε ακάθεκτη να κάνει πάνω στη μύτη μου.

Μετά από ένα δεκάλεπτο, χωρίς ευτυχώς να συμβεί αυτό που φοβόμουν, η πεταλούδα πέταξε γι αλλού χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της. Τεντώθηκα, σηκώθηκα, ξανατεντώθηκα, μάζεψα το σλίπινγκ μπαγκ, τύλιξα ρολό το στρωματάκι και αντί να βουτήξω εκεί μπροστά -αναγκαστικά με μαγιό- όπως έκανα κάθε πρωί, αποφάσισα να πάω μέχρι τη μεθεπόμενη παραλία. Έφτιαξα ένα σκέτο καφέ, πήρα πετσέτα, τσιγάρα και το βιβλιαράκι μου και ξεκίνησα.


Από το υπαίθριο κονάκι μου μέχρι...

(συνεχίζεται με την Σαπφώ Σαρίφ, την Πρωινή Κουστωδία, και το "Καλημέρα Βρασίδα"

*”Η σάλα του σύμπαντος κόσμου”, τίτλος διηγήματος του Μάριου Χάκκα


Το ποστ αναδημοσιεύτηκε  στο tvxs


Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Αύγουστος Δεκατρία


Με το ένα πόδι,  γερά στα καλοκαίρια που έφυγαν·  
 το άλλο στέκει μετέωρο πάνω από  αυτά που θα `ρθουν.  

Στον φετινό Αύγουστο δεν ξέρω πότε θα πατήσω. 



Ο Αύγουστος Δεκατρία, πλην της εικόνας, ολόιδιος με τον Αύγουστο Έντεκα

Μουσική: Maria Elena, Ry Cooder