"Πάμε
να βοσκηθούμε!" είπε
ο χοντρο -Σταμάτης ξαφνικά, έδωσε σάλτο,
πήδηξε σαν έφηβος τη μισογκρεμισμένη
ξερολιθιά στην άκρη του μονοπατιού και
βρέθηκε από την άλλη, σε ένα χωράφι που
κατηφόριζε προς τη θάλασσα γεμάτο ξερά
χόρτα και αγκάθια. Εκείνη τη στιγμή δεν
ήξερα τί να πρωτοθαυμάσω: τη λέξη
“βοσκηθούμε”
που μόνο μια υποψία για την ερμηνεία
της είχα, ή την ανέλπιστη ευλυγισία που
επέδειξε ο υπέρβαρος φίλος μου.
Εξηντάρης
ο Σταμάτης με κιλά, διπλά και βάλε τα
χρόνια του, είχε ακούσει επιτέλους τις
μισές συμβουλές του γιατρού και άρχισε
με τα χίλια ζόρια το καθημερινό περπάτημα.
Το φαϊ όμως δεν έλεγε να το ελαττώσει.
Μεσημέρι -βράδυ καταβρόχθιζε μια ψαρούκλα
ικανή να καταπιεί τον Ιωνά με τα απαραίτητα συνοδευτικά
κι ενδιάμεσα, όλη μέρα, όλο και κάτι
τσιμπολογούσε “για τη
λιγούρα βρε αδελφέ” ή
για να συνοδέψει τη ρακή του.
Τον
συνόδευα πότε -πότε σ`αυτούς τους
περιπάτους με συνταγή γιατρού κι έκρυβε
καθένας από αυτούς μια έκπληξη καθώς
κάθε φορά παίρναμε ένα άλλο μονοπάτι.
Εκείνη τη χρονιά, Οκτώβρης όπως τώρα
καλή ώρα, γυρίσαμε και γνώρισα το μισό Νησί, περπατώντας παλιά μονοπάτια που είχαν σχεδόν κλείσει από
τις γκρεμισμένες ξερολιθιές ή από τους
κέδρους που θέριευαν.
Θέριευε
κι η κουβέντα καθώς τον κούρδιζα για να
μού λέει παλιές ιστορίες για την εποχή
που ήταν μικρός σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο που
τώρα φιγουράρει σε όλους τους ταξιδιωτικούς
οδηγούς και που τότε, τρία νησιά παραπέρα
να πήγαινες δεν ήξεραν καν την ύπαρξή
του. Τα έλεγε λαχανιασμένος και όταν
του κόβονταν η ανάσα από τον ανήφορο και την αφήγηση,
σταματούσε τάχα για να θαυμάσει τη θέα, άνοιγε και τα δυο του χέρια και μού έλεγε
ξεπνοϊσμένος: “Δες ομορφιά!”
Εκείνη
τη μέρα όμως αν και λαχανιασμένος έδειξε
κάπου απροσδιόριστα μέσα στο χωράφι,
-δεν είδα τίποτα πέρα από τα ξερά χόρτα
όπου δεν είχε βράχια- και είπε αυτό το
μοναδικό: “Πάμε να
βοσκηθούμε”. Μόνο όταν
προχώρησε αρκετά, πρόσεξα μια αδύναμη
μικρή συκιά -δέκα κλαδιά όλα κι όλα και
λιγοστά φύλλα- και με έκπληξη παρατήρησα
ότι είχε καρπό. Πήδηξα κι εγώ τη μάντρα
και όταν πλησίασα είδα ότι τα σύκα ήταν
γινομένα .
Λίγα
είχε, μικρά, μια σταλιά αλλά γλυκά, σκέτο
πετιμέζι. “Είναι
χειμωνική” μού είπε
μπουκωμένος. “Ωριμάζουν
τέλη Σεπτέμβρη αρχές Οκτώβρη και τα
μαζεύουν και τα ξεραίνουν”.
Καθώς είχα αρχίσει κι εγώ τη βοσκή,
τού είπα: “Έτσι όπως
πάμε, από αυτή δε θα βρουν τίποτα να
ξεράνουν”. Πραγματικά,
λίγη ώρα αργότερα αφού τον συναγωνιζόμουν
στον ρυθμό, κόβω σύκο,
το βάζω στο στόμα με τα φλούδια και πριν
το καταπιώ έχω ήδη αρπάξει το επόμενο,
η μικρή συκιά, η χειμωνική, δεν είχε πάνω
της ούτε ένα για δείγμα. Φαγωμένα όλα
καθώς πρέπει: από το δέντρο*.
Ο
Σταμάτης ούτε εκείνη τη χρονιά, ούτε
την επόμενη κατάφερε να αδυνατίσει. Το
αντίθετο μάλιστα: συνέχισε να παχαίνει
παρά το περπάτημα κι έτσι κάποια στιγμή αναγκάστηκε να
κάνει επέμβαση. Το δαχτυλίδι στο στομάχι
μετά από καιρό έφερε καλά αποτελέσματα
και έκοψε το περπάτημα που ούτως ή άλλως
δεν του άρεσε και πολύ. Εγώ συνεχίζω
εντατικά τους απογευματινούς περιπάτους καθώς
από εκείνη τη μέρα, εντόπισα και
χαρτογράφησα όλες τις χειμωνικές του
Νησιού και πριν τα μαζέψουν να τα
ξεράνουν, πάω να βοσκηθώ.
*Αυτά
τα λίγα χειμωνικά, δεν καταναλώθηκαν
στην πηγή για τις ανάγκες
εικονογράφησης του ποστ.
Αφιερώνεται,
στον Thas που αγαπάει τα
σύκα.