Είχαμε
κανονίσει να βρεθούμε με τα παιδιά. Θα
περνούσαν να με πάρουν, αργούσαν ως
συνήθως κι είχα βγει κι έκοβα βόλτες
περιμένοντας·
χαμηλές πτήσεις, χαλαρές,
στη λιακάδα. Όταν τον είδα κάτω αραχτό,
πλένονταν σχολαστικά και ήταν τόσο
αφοσιωμένος στη διαδικασία που δεν με
πήρε είδηση. Σκέφτηκα ότι δεν μπορεί
παρά να ήταν αυτός που πέντε νύχτες
τώρα, έχει πάρει στο κυνήγι όλες τις
θηλυκές της γειτονιάς και μας έχει
αφήσει άυπνους. Κάποιος μάλιστα, προχθές
το βράδυ που το παράκανε, τού φώναξε
αγανακτισμένος: “Εντάξει
ρε φίλε και εμείς ερωτευτήκαμε, αλλά
δεν αφήναμε ξάγρυπνο όλο τον κόσμο”.
Εκείνο το βράδυ ησύχασε για λίγο, μα το
ξημέρωμα πλέον, αντιλαλούσαν οι τοίχοι
τον πόθο του.
Έτσι
όπως τον είδα σήμερα, ειδικά σε αυτή την
στάση, σκέφτηκα να τον πειράξω. Πέταξα
όσο πιο αθόρυβα γινόταν και βρέθηκα
ακριβώς πάνω από το σημείο που είχε
αράξει. Τότε φώναξα: “Ψιτ!
Γατούλη!” Σταμάτησε
το νίψιμο, κοίταξε βαριεστημένα τριγύρω
και μη βλέποντας κανέναν, συνέχισε το
λουτρό του. “Γατούλη,
σε σένα μιλάω” επανέλαβα
μετά από λίγο, πιο έντονα από την πρώτη
φορά και αμέσως μετά, πέταξα μέχρι μια
κοντούλα νεραντζιά και στάθηκα σε ένα
κλαδί, σχετικά χαμηλά. Εκείνος κοίταξε
ψηλά, πάλι δεν είδε κανένα και φάνηκε
να εκνευρίζεται.
Μισοκρυμμένος
στη νεραντζιά, φώναξα πολύ δυνατά: “Είσαι
μεγάλος μπερμπάντης, γατούλη!”
και έβαλα τα γέλια. Τότε μόνο, χωρίς όμως να αλλάξει στάση, γύρισε το κεφάλι του
προς τη σωστή κατεύθυνση και με είδε.
“Φοβερή φάτσα!”
σκέφτηκα και περίμενα να κατεβάσει το
πόδι για να βγάλω ένα ωραίο, αξιοπρεπές
πορτραίτο με σκοπό να το δημοσιεύσω μαζί με τις άλλες φωτογραφίες του που είχα
προλάβει να τραβήξω, με τίτλο: “Το λουτρό
του εραστή”.
Είχα
νετάρει στα μάτια του, έβλεπα μέσα από
το φακό ότι με κοίταζε, περίμενα να
κατεβάσει επιτέλους το πόδι κι ούτε που κατάλαβα πότε όρμηξε καταπάνω μου. Όταν
ένιωσα τα νύχια του στο φτερό σκέφτηκα:
“Πάει, αυτό ήταν, ήρθε
το τέλος μου”, αλλά
την στιγμή που ετοιμάζονταν να με αρπάξει
– να δεις φίλε μου τα
δόντια του μπερμπάντη σε γκρο πλαν!-
τού έριξα μια άγρια τσιμπιά στο αυτί με τη ψυχή στο ράμφος. Άφησε ένα νιαούρισμα πόνου -πολύ κοντινό σε χροιά και ένταση
με τα νυχτερινά του- και μαζεύτηκε για λίγο. Τότε
βρήκα την ευκαιρία και ξέφυγα. Κυριολεκτικά
τελευταία στιγμή. Πέταξα και άραξα σε μια ελιά παραδίπλα, ψηλά ψηλά για σιγουριά, τρέμοντας από τη λαχτάρα που πήρα.
Ο γάτος είχε αρχίσει να απομακρύνεται όταν είδα τα
παιδιά να πλησιάζουν. Δεν ξέρω αν είχαν
δει την επίθεση που δέχτηκα, ή φαινόμουν τόσο
ταραγμένος, πάντως η πρώτη κουβέντα
τους κάπως ανήσυχη ήταν: “Τί
έγινε; Είσαι καλά;”.
Τους τα είπα επιγραμματικά, υποβαθμίζοντας
το περιστατικό, “εντάξει,
τίποτα σοβαρό, συνηθισμένα πράγματα”.
Τόνισα μάλιστα ότι απέφυγα την επίθεση
“χωρίς απώλειες”. Με
κοίταζαν δύσπιστα εγώ επέμενα και τότε ο Γ πέταξε μέχρι
τη νεραντζιά. Προσγειώθηκε στη βάση της
και τον είδα κάτι να ψάχνει ανάμεσα στα
χόρτα.
Επέστρεψε
με ένα φτερό στο ράμφος του-δικό μου χωρίς καμία αμφιβολία- και οι άλλοι άρχισαν το χοντρό δούλεμα: “Ε, όχι και
χωρίς απώλειες!” Εκείνη τη στιγμή ορκίστηκα ότι αν ακούσω
τον μπερμπάντη και απόψε να γκομενίζει, θα
βγω χωρίς δεύτερη σκέψη και θα τον
μπουγελώσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου