“Τη Δευτέρα,
την ώρα που κατέβαινα στο ισόγειο από
τις σκάλες, είδα από μακριά τον Π. να
μπαίνει. Ήταν με καμιά δεκαριά γνωστούς.
Είχα καιρό να τον δω, πλησίασα, όλοι οι
άλλοι με χαιρέτισαν...” . Ο Κ. άφησε τη
φράση στον αέρα. Η φωνή του δεν είχε
αλλάξει ούτε σε ένταση ούτε σε χροιά,
μα ξέροντάς τον καλά, κατάλαβα ότι η
συνέχεια θα ήταν δυσάρεστη. “Και;”
τον ρώτησα. Δίστασε λίγο και μετά μού είπε: “Πήγα να τον αγκαλιάσω
-ξέρεις πόσα χρόνια είμαστε φίλοι- κι
εκείνος είπε ένα ξερό, τυπικό γεια, που
μόλις ακούστηκε, γύρισε και έφυγε
βιαστικά. Καταλαβαίνεις; Έμεινα με τα
χέρια ανοιχτά.”
Από τη στιγμή
που έπεσε το μαύρο, Ιούνιο του `13 μέχρι
το ντου των ΜΑΤ, Νοέμβρη της ίδιας
χρονιάς, όποια στιγμή και να περνούσες
από την ΕΡΤ, εκεί θα τον έβρισκες.
Μεσημέρι, βράδυ, χαράματα, ο Κ εκεί. Πάνω
κάτω. Μέσα και έξω στην περιφρούρηση.
Με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια,
άυπνος, μερόνυχτα ολόκληρα. Όταν έφευγε
ήταν για λίγο- ίσα ίσα για να κάνει ένα
μπάνιο, να αλλάξει, να δει λίγο τα παιδιά
του και να επιστρέψει. Και καλά στην
αρχή που γέμισε ο κόσμος το προαύλιο
και τη Μεσογείων, τότε που υπήρχε ζωντανή η ελπίδα.
Να δεις το ζόρι μετά, τέλη Σεπτέμβρη και
Οκτώβρη, που κι ο κόσμος έφυγε και η
ελπίδα χάθηκε. Τότε που μέσα στην ΕΡΤ
έμειναν μια χούφτα άνθρωποι, αντιμέτωποι καθημερινά με το ζοφερό ενδεχόμενο της επέμβασης
και της εκκένωσης.
Μετά
το ντου, άρχισε απελπισμένος να ψάχνει
για δουλειά. Το επίδομα αστείο κι οι
ανάγκες της πολυμελούς οικογένειας
μεγάλες. Όταν βρέθηκε δουλειά, πίστεψε ότι ήταν τυχερός. Μέσα στην πιο άγρια
κρίση το να βρεις δουλειά και μάλιστα
έχοντας μάλιστα καβαντζάρει τα πενήντα, δεν
είναι και λίγο. Πέρασε ο πρώτος μήνας,
λεφτά τίποτα. Κάτι ιστορίες για αγρίους
άκουσε από το αφεντικό κι έφυγε αμέσως.
Ευτυχώς, γιατί όσοι έμειναν, δούλεψαν
άλλους δυο μήνες απλήρωτοι. Βγήκε πάλι
στη γύρα για καιρό, με τα ενοίκια, τους
λογαριασμούς και τις υποχρεώσεις να τον
πνίγουν. Πάλι κάτι βρέθηκε, αυτή τη φορά
με εξοντωτικό ωράριο έναντι μηδαμινής
αμοιβής κι αυτό για ελάχιστο διάστημα.
Το φθινόπωρο
του `14 έχοντας φτάσει πλέον οικονομικά
πολύ πιο πέρα από το αμήν, έκανε αίτηση
στην ΝΕΡΙΤ. Τον προσέλαβαν κι άρχισε
να δουλεύει. Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε
και το πρόβλημα υγείας. Σοβαρό μεν,
ευτυχώς όμως ιάσιμο. “Έχετε περάσει
έντονο στρες αυτή την εποχή;” ήταν η
πρώτη κουβέντα που τού έλεγαν όλοι
ανεξαιρέτως οι γιατροί κοιτάζοντας τις
εξετάσεις. Απαντούσε ένα διστακτικό
“Ε, ναι, όπως όλοι μας αυτή την εποχή”.
Το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας
-που άνοιξε η κεντρική πύλη του ραδιομεγάρου
της ΕΡΤ μετά από σχεδόν δυο χρόνια και
μπήκαν οι απολυμένοι- είχε ένα ακόμα
ραντεβού με γιατρό.
“Ένα ξερό "γειά" μού είπε μόνο κι εξαφανίστηκε”
επανέλαβε ο Κ. Εγώ πάλι είχα μείνει στην
τελευταία φράση του: “Έμεινα με τα
χέρια ανοιχτά”. Έβλεπα την εικόνα.
Κόσμος στο ισόγειο της ΕΡΤ, ο Κ να
κατεβαίνει τα σκαλιά, να βλέπει από
μακριά τον Π, να πλησιάζει τον φίλο του
με τα χέρια ανοιχτά και ο Π, με έναν
τυπικό χαιρετισμό να απομακρύνεται. Ο
Π, που ξέραμε καλά και οι δύο, ότι δεν
είχε οικογενειακές υποχρεώσεις, που
οι γονείς του μπορούσαν να τον στηρίξουν,
που είχε κάποια εισοδήματα. Ο Π, που
γενικώς την έβγαλε καθαρή όλο αυτό το
διάστημα, την περασμένη Δευτέρα, απέναντι
σε εκείνον που υποτίθεται ότι υπέκυψε,
είχε το επικριτικό ύφος και τη αυστηρή
στάση του ανθρώπου που έμεινε μέχρι το
τέλος, απροσκύνητος. Εκ του ασφαλούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου