"Δεκαεπτά
θα πάρεις" τον συμβούλεψε ο
ανθοπώλης. Έκανε μέσα του βιαστικά
τον πολλαπλασιασμό, βγήκε ότι έφταναν
τα λεφτά· ίσα ίσα, αλλά
του έφταναν κι έκανε στον άνθρωπο
νόημα "εντάξει". Σε όλη τη
διαδρομή μύριζε τα τριαντάφυλλα
αλλά δεν ήταν ικανοποιημένος, γι αυτό
μόλις έφτασε στο σπίτι τα ψέκασε με
αποσμητικό χώρου μέχρι που μούσκεψαν.
Έκανε
μπάνιο ανακατεύοντας δύο αφρόλουτρα
και ύστερα με την πετσέτα στη μέση
τεντώθηκε να φτάσει, ψηλά στο ράφι του
καθρέφτη το άφτερ σέιβ. Έβαλε στο πρόσωπο,
τον έτσουξε, ξανάβαλε και τον έτσουξε
ακόμα πιο πολύ. Χτενίστηκε. Καθώς ντυνόταν
σφύριζε ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον καθρέφτη της
ντουλάπας. Η γραβάτα ευτυχώς ήταν έτοιμη
γιατί δύσκολα θα κατάφερνε να τη δέσει
σωστά. Πριν φύγει χτενίστηκε ξανά
και έβαλε τη χτένα στην τσέπη του
σακακιού.
Στις τέσσερις παρά πέντε βγήκε από το
σπίτι. Ήθελε να τρέξει αλλά φοβήθηκε
ότι θα χαλούσε η ανθοδέσμη. Με γοργό
βήμα έφτασε στις τέσσερις και τέταρτο.
Τσέκαρε τη γραβάτα και τα μαλλιά του
στο καθρέφτη ενός αυτοκινήτου που ήταν
παρκαρισμένο στο στενό πριν από
το σπίτι της. Ήταν εντάξει, αλλά
έβγαλε τη χτένα και τα έστρωσε ακόμα
καλύτερα. Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια
της εισόδου έκανε μια γρήγορη επανάληψη
στα λόγια που είχε σκεφτεί ότι θα της
έλεγε μόλις εκείνη άνοιγε
την πόρτα. Ευτυχώς τα
θυμόταν καλά.
Άπλωσε
το χέρι του στο κουδούνι αλλά σταμάτησε·
τα παπούτσια του είχαν σκόνη. Σκούπισε
το ένα στο μπατζάκι του άλλου ποδιού κι
όταν τα είδε να γυαλίζουν χτύπησε. Το
ντριν αντήχησε στο εσωτερικό μέχρι που
έσβησε. Απόλυτη ησυχία. Περίμενε και ύστερα ξαναχτύπησε αφήνοντας το δάχτυλο
περισσότερη ώρα στο κουδούνι. Μετά από
λίγο ακούστηκε πρώτα μια πόρτα να ανοίγει
κάπου στο βάθος, βαριά βήματα που
πλησίαζαν και η φωνή του πατέρα της που
έλεγε αγριεμένη : “Ποιός διάολος χτυπάει
μεσημεριάτικα;”
Τον
ήξερε. Τον είχε δει τρεις-τέσσερις
φορές. Ήταν πάντα βρώμικος και ιδρωμένος·
ένας τεράστιος άνθρωπος με μεγάλες
φαβορίτες. Πάντα τον πετύχαινε να κόβει
με ένα ηλεκτρικό πριόνι που έκανε δαιμονισμένο
θόρυβο τους θάμνους στον κήπο τους και
μετά μάζευε τα κλαδιά -βουνό ολόκληρο-
και τα κουβαλούσε όλα μαζί στον κάδο.
Ακόμα και τη μια φορά που τον είχε δει
να ποτίζει του φάνηκε φοβερός. Και τώρα
σίγουρα είχε στα χέρια του το ηλεκτρικό
πριόνι.
Πέταξε
κάτω την ανθοδέσμη και το έβαλε στα
πόδια. Είχε ήδη φτάσει στο στενό όταν
άκουσε την πόρτα του σπιτιού της να
ανοίγει. Χωρίς να γυρίσει, συνέχισε τρέχοντας προς τη
γειτονιά τους. Μόνο στα μισά του
δρόμου κοίταξε πίσω του για να δει αν ο φοβερός αυτός
άνθρωπος τον κυνηγούσε με το πριόνι επειδή τόλμησε να πάει μεσημεριάτικα με δεκαεφτά
τριαντάφυλλα στην κόρη του για να της πει ότι την αγαπάει. Δεν τον
ακολουθούσε κανείς, ωστόσο δεν έκοψε
ταχύτητα.
Στο
δρόμο τους τα παιδιά έπαιζαν μπάλα. Τον
φώναξαν από μακριά. Σταμάτησε λαχανιασμένος
και τους είπε ότι δεν είχε όρεξη. Επέμεναν
ότι τους χρειαζόταν ένας ακόμα για να
συμπληρώσουν την ομάδα. Έβγαλε το
σακάκι και τη γραβάτα του και τα κρέμασε
στα κάγκελα. Με το πρώτο σουτ που έκανε,
η μπάλα πήγε ψηλά και μακριά. Χτύπησε στα κεραμίδια
του σπιτιού που ήταν στο τέλος του
δρόμου, αναπήδησε, κοντοστάθηκε πίσω
από την καμινάδα -όλοι φοβήθηκαν ότι θα έμενε
εκεί- και μετά έπεσε στην άσφαλτο.
Γύρισε
στο σπίτι όταν πια είχε νυχτώσει. Με τη
γραβάτα μισολυμένη, το πουκάμισο
σκισμένο, το παντελόνι μέσα στη σκόνη
και το σακάκι κρεμασμένο στον ώμο. “Τι
χάλια είναι αυτά;” του
είπαν και τότε εκείνος άρχισε να κλαίει.
Αφιερωμένο στον Θ.
20 σχόλια:
να σου πω, πολύ εύκολα το έβαλε κάτω ο δικός σου, δύναμη και θέληση μηδέν!
γιατί;
Πολύ γλυκιά ιστορία. Τα πρώτα βήματα ενός μικρούλη...τι να πρωτοφοβηθεί το κακόμοιρο. Το σκέφτομαι συχνά. Πόσο θάρρος χρειάζεται. Έχετε κι εσείς οι άντρες τα δικά σας προβλήματα από μικρά, έτσι?
Δεν θα τον μαλώσω, (είναι τόσο γλύκας άλλωστε!)...Μα θα του ψιθυρίσω πως η αγάπη θέλει μεθύσι,από αυτό που εξατμίζει κάθε φόβο και κάνει τον κάθε μικρούλη ανίκητο στην μάχη του έρωτα.
Τα φιλιά μου:))
Την επόμενη φορά θα τα καταφέρει, έχει δύναμη μεσα του, φαίνεται από τον τρόπο που σούταρε την μπάλα.
Λίγο πολύ έτσι συμβαίνει πάντα.
Το σκηνικό "μυρίζει" έντονα 70ς... από μικρός στην παρανομία ο πρωταγωνιστής. Ο δε "κακός πεθερός" διαισθάνομαι ότι εκτός από σατράπης και αντιτουριστικός, ήταν και χαφιές της ασφάλειας!
Lorava:
Μα γιατί είναι (ήταν) μικρός.
Καλώς ήρθες.
Μ: Και στα μικρά και στα μεγάλα χρειάζεται θάρρος
που καμιά φορά μας εγκαταλείπει.
Agrampelli: Με δυο λόγια θα έλεγες στο μικρό: “Ἔρως ἀνίκατε μάχαν ” σε άπταιστα αρχαία ελληνικά.
;-)
Χαμένο Επεισόδιο: Μα είδες σουτ; Μέχρι το τέλος του δρόμου έφτασε η μπάλα...
γρηγόρης στ.: Δεν μπορεί, κάτι σου θύμισε αυτή η ιστορία. ;-)
Yannis Tsal: Σε παρέσυρε η μεγάλη φαβορίτα -που δεν ήταν και σαν του Κόκοτα- στη δεκαετία του `70. Η ιστορία συνέβη πολύ αργότερα.
Θυμίζει λίγο πολύ, αρκετά πράγματα...
γρηγόρης στ. : Εδώ βέβαια θέλει απαραιτήτως ένα κλείσιμο ματιού. :-)
Καλημέρα Γρηγόρη
θά 'θελα να ταυτιστώ με τον ήρωα αλλά δυστυχώς τώρα πια κατέχω τη θέση του αγριανθρώπου-πεθερού.
Σελιτσάνος: Μάλλον φταίει το γεγονός ότι την Κυριακή κάνατε δουλειές στον κήπο.
;-)
με γύρισε μια δεκαετία πίσω,δημοτικό αγίου βαλεντίνου.είχα πάρει δώρο σε μια κοπέλα.Τελικά δεν το δωσα όμως.Ντράπηκα;Δείλιασα;Δεν ξέρω.Πάντως στο σχόλασμα και καθώς ήταν κάπως στρογγυλό το δώρο το πέταξα κάτω και παίξαμε λίγη.."μπαλίτσα".Και χαιρόμουν που έβλεπα τη συσκευασία να σκίζεται και το δώρο να..μαζεύει γρατζουνιές.
Eίναι πάρα πάρα πολύ όμορφο.Έχει ο Κορτάσαρ ένα διήγημα (το είχα σα καντηλάκι ανοιχτό στην τάδε σελίδα για χρόνια)το unreasonable hours, ένα πραγματικό αριστούργημα. Δυό πιτσιρικάδες,γυροβόλι, μπάλα στη αλάνα κι ένας θαυμάσιος έρωτας του αγοριού που μπαίνει στην εφηβεία για την Σάρα.
κω-πανος: Είμαι ασυνεπής αλλά αυτή τη φορά το παράκανα. Συγνώμη φίλε μου που καθυστέρησα τόσο να σου απαντήσω και να σε καλωσορίσω.
ωραία η ιστορία σου!
Αγνωστε της 6ης Απριλίου, μήπως θυμάσαι τίτλο του διηγήματος. Αυτό το μαγικό με τη Φλερύ και τον Ψαριανό πώς το έκανες;
Δημοσίευση σχολίου