Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Matilda y los Marineros


Ήλιος με δόντια πάνω, και κάτω, μέσα στο βαγόνι, συννεφιά. Πρωινό Σαββάτου και το Α train της μπλε γραμμής βιαστικό, στην αντίστροφη διαδρομή από αυτή που διαφήμιζε κάποτε η Ella, κατηφόριζε στο Μανχάταν με ελάχιστους επιβάτες, νυσταγμένους και ράθυμους.

Στο Columbus Circle, άνοιξαν οι πόρτες και μπήκε η Άνοιξη αυτοπροσώπως: λατίνα γύρω στα δεκαοκτώ. Όλα τα κλισέ να έβαζες κάτω για να την περιγράψεις, πάλι δε θα ήταν αρκετά. Τα νυσταγμένα μάτια άνοιξαν, κάποιοι από τους επιβάτες μάλιστα ανακάθισαν στις θέσεις τους όσο εκείνη δίσταζε να αποφασίσει πού θα καθόταν. Στοιχημάτιζα ότι θα επέλεγε τις άδειες θέσεις απέναντι, μα ήρθε και κάθισε ακριβώς δίπλα μου.

Τουρίστας ε;” με ρώτησε μόλις βολεύτηκε και σταύρωσε αυτάρεσκα τα πόδια της. Με το χάρτη ανοιγμένο στα χέρια μου και τη φωτογραφική μηχανή ζωσμένη σταυρωτά, ήταν φως φανάρι. Έγνεψα "ναι" και μόλις πρόσθεσα: “Από την Ελλάδα”,  με μια ανάσα μού είπε ενθουσιασμένη: “Ω τί εξωτική χώρα! Δε φαντάζεσαι πόσο θέλω να πάω! Μόλις τελειώσω το σχολείο νομίζω ότι θα ταξιδέψω στην Ελλάδα, ξέρεις, κάνουμε Όμηρο στο σχολείο και μού αρέσει πολύ, ειδικά ο Οδυσσέας, που ταξιδεύει στη θάλασσα με τους marineros του και γυρίζει, γυρίζει αλλά ποτέ δεν φτάνει στην...έχεις αδέλφια;”

Πολύ σύντομα κατάλαβα ότι στις συνεχείς ερωτήσεις της αρκούσε μια σύντομη απάντηση που ούτε καν προλάβαινα να ολοκληρώσω γιατί με διέκοπτε για να ξεκινήσει τα δικά της. Έτσι μέσα σε λίγα λεπτά, έμαθα ότι την έλεγαν Ματίλντα, ότι γεννήθηκε στο Πουέρτο Ρίκο και όταν ήταν έξι χρόνων ήρθε με τους γονείς και τα τέσσερα αδέλφια της στην Νέα Υόρκη. Έμαθα ακόμα τις δουλειές των γονιών της, τα ονόματα και τις ηλικίες των αδελφών της , ότι σε δύο χρόνια θα τελείωνε το σχολείο, ότι ήθελε πολύ να σπουδάσει αλλά ακόμα δεν είχε αποφασίσει τί, ότι ήθελε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, ότι σε λίγο θα συναντούσε τις φίλες της για να πάνε για ψώνια...

Η αφέλεια ενός παιδιού που δε σταματάει να τιτιβίζει και το ταμπεραμέντο μιας  λατίνας που ξέρει να γοητεύει. Εκρηκτικός συνδυασμός. Απολάμβανα την τραγουδιστή προφορά της Ματίλντας, τις χορευτικές κινήσεις των χεριών της, τις υπέροχες εκφράσεις του προσώπου της, το πλατύ της χαμόγελο και τις μικρές παιδιάστικες γκριμάτσες της. Απολάμβανα, μέχρι τη στιγμή που το βαγόνι μας γέμισε ναύτες -λες και επιβιβάστηκε το μισό πολεμικό ναυτικό των Η.Π.Α. Τέσσερις από αυτούς κάθισαν στις κενές θέσεις απέναντί μας.

Η μικρή μου λατίνα αμέσως έχασε κάθε ενδιαφέρον για τον Έλληνα και την εξωτική του χώρα και στράφηκε στους ένστολους. Μέσα στον ενθουσιασμό της ξέχασε και τα αγγλικά της: Que guapos!” έλεγε και ξανάλεγε στη μητρική της γλώσσα σε μένα αλλά και στους ίδιους τους marineros” που αιφνιδιάστηκαν από την πρωινή επίθεση θαυμασμού. Ύστερα η Ματίλντα έβγαλε το κινητό της και τους φωτογράφησε. Είδε την οθόνη, δεν έμεινε ικανοποιημένη και μού ζήτησε να τους βγάλω  με τη μηχανή μου και να της στείλω την εικόνα.

Δεν είχα άλλη επιλογή. Έβγαλα το κάλυμμα του φακού, έκανα βιαστικά τις απαραίτητες ρυθμίσεις και πριν σηκώσω τη μηχανή έκανα νόημα στους ναύτες “τί να κάνουμε, δεν μπορούμε να της χαλάσουμε χατίρι...”. Όμως ούτε και η δική μου εικόνα της άρεσε. Μού ζήτησε να τη σβήσω και αφού σηκώθηκε, τους πλησίασε και τους είπε να καθίσουν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, να κοιτάζουν στο φακό και να είναι σοβαροί. Οι ναύτες υπάκουσαν πειθήνια στις σκηνοθετικές της οδηγίες λες και ήταν εντολή πλωτάρχη κι εγώ δεν τόλμησα να βγάλω πριν ακούσω το “οκ” της.


Que guapos!” επανέλαβε βλέποντας τις δυο -τρεις εικόνες που τράβηξα. Κάθισε πάλι δίπλα μου,  έβγαλε από την τσάντα της ένα μαύρο  μολύβι ματιών, πήρε το χάρτη μου και έγραψε πάνω στο γαλάζιο του Ατλαντικού, δεξιά από το Brooklyn με στρογγυλά παιδικά γράμματα την ηλεκτρονική της διεύθυνση. Ύστερα σηκώθηκε,  χαιρέτησε τους ναύτες κι εμένα, αποβιβάστηκε τρέχοντας και χάθηκε μέσα στο πλήθος. Λίγο πριν ξεκινήσει και πάλι το Α train, πρόσεξα ότι ήταν ο σταθμός της Spring St. Ήδη στο μυαλό μου έπαιζε η εισαγωγή εκείνου του παλιού τραγουδιού του Harry Belafonte. 

8 σχόλια:

Γιώργος Κατσαμάκης είπε...

Στο γράφω κι εδώ: μια πιτσιρίκα πορτορικανή κάθεται σε ένα τραίνο στη Νέα Υόρκη κι εμείς τραγουδάμε "Matilda, she take me money and run Venezuela" σε μια χειμωνιάτικη Αθήνα της Κρίσης. Να 'σαι καλά ρε και να μας στέλνεις ραπόρτα

Τσαλαπετεινός είπε...

Γιώργος Κατσαμάκης: Αν καθόταν ήσυχη η τσαπερδόνα, δεν θα γινόταν όλα αυτά. Και φυσικά δε θα έγραφα ποστ. Αλλά είδες τί γίνεται όταν δε κάθονται ήσυχα τα κορίτσια; Αναστατώνεται ο κόσμος όλος.
;-)

Nefosis είπε...

Tι ωραίο, τσαπερδόνικο ποστ! :)

Τσαλαπετεινός είπε...

Nefosis A: Ε, άμα η πρωταγωνίστρια είναι τσαπερδόνα, βγαίνει και το ποστ ασορτί ;-)

katabran είπε...

έπρεπε να της πεις την αλήθεια για τον Οδυσσέα...

φχαριστώ!
άλλαξες τις παραστάσεις μου!

Τσαλαπετεινός είπε...

katabran: Μα δε μ΄ άφηνε να μιλήσω. Γλωσσοκοπάνα η τσαπερδόνα.

Να σαι καλά katabran!
Και καλό μήνα
;-)

Ανώνυμος είπε...

Τις καλύτερες ιστορίες σου τις ζεις και τις γράφεις στο Αμέρικα. Να πω ότι δεν ζηλεύω; Ψέματα θα πω :-)

Τσαλαπετεινός είπε...

silentcrossing: Οχι! Μην πεις ψέμματα και εγώ θα σου λέω ιστορίες από το Μεγάλο Μήλο.

;-)