Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Πόντο- πόντο



  Ξυπνάνε νωρίς κι οι δυο. Η Αννίτα, τη βοηθάει να σηκωθεί από το κρεβάτι, την πλένει, την ντύνει και της χτενίζει τα μαλλιά. Άσπρα, πυκνά ακόμα, γίνονται ένας ωραίος κότσος στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ύστερα, τρώνε μαζί το πρωινό και λένε τα όνειρα της βραδιάς που πέρασε. Μετά η Αννίτα πιάνεται με τις δουλειές του σπιτιού και το μαγείρεμα, ενώ η κυρία Σοφία κάθεται στην πολυθρόνα της, δίπλα στο παράθυρο και βλέπει στην αυλή το άγγιγμα της πρώιμης άνοιξης. Νωρίς το μεσημέρι, μετά το φαγητό, η Αννίτα βάζει τη γερόντισσα να ξαπλώσει και πάει για λίγες ώρες στο σπίτι της. Όχι για ξεκούραση, μα για να φροντίσει και την οικογένειά της. Το απόγευμα επιστρέφει, πίνουν μαζί καϊμακλίδικο καφέ, γυρίζουν τα φλιτζάνια, η κυρία Σοφία βάζει τα γυαλιά της και διαβάζει με επιτυχία τα σημάδια του ξεραμένου καφέ.

  Το βράδυ κάθονται δίπλα- δίπλα στον καναπέ, απέναντι από την τηλεόραση με ένα δίσκο η κάθε μια στα πόδια της για τις ειδήσεις. Καιρό τώρα δεν κατεβαίνει μπουκιά από το βραδινό τους. Κοιτάζουν και βουρκώνουν. Κάποια βράδια, δεν αντέχουν τις εικόνες των κατατρεγμένων και κλαίνε βουβά χωρίς να κοιτάζει η μια την άλλη. Κρυφά σκουπίζουν τα μάτια τους. Κρυφά χώνουν τα μαντήλια τους στην τσέπη της η μια, στο μανίκι της η άλλη. Μετά, ό,τι και να έχει το πρόγραμμα της τηλεόρασης, το βάρος δε φεύγει, το βάρος εκεί· μένει και τις πλακώνει. Βλέπουν άσχετα κι αναστενάζουν. Πέφτουν για ύπνο με τις εικόνες των ειδήσεων στο μυαλό τους κι όταν βαρύνουν πια τα βλέφαρα και κλείσουν, οι εικόνες του σήμερα, μπερδεύονται, ανακατεύονται παράξενα κι αλλάζουν χρόνο και τόπο.

  'Ετσι το πρωί, την ώρα που λένε η μια στην άλλη τα όνειρα, η κυρία Σοφία μιλάει για τη μάνα της που ξέφυγε το '22 από τη φωτιά και το μαχαίρι της Μικρασίας. Μισό αιώνα τώρα πεθαμένη κι επιστρέφει τελευταία κάθε βράδυ για να πει στη κόρη της, ξανά και ξανά, όλες αυτές τις ιστορίες που της έλεγε όταν ήταν μικρή. Για το φόβο, για τον ξεριζωμό, για την απελπισία, για το ταξίδι στο άγνωστο. Όχι έτσι γενικά κι αόριστα, μα κάθε φορά, επικεντρώνεται σε μια λεπτομέρεια, σε ένα περιστατικό. Έτσι της λέει για το όνομα της βάρκας που τους πέρασε απέναντι - “Παναγιά Γρηγορούσα”-  για τις ψείρες που αλώνιζαν στο άλουστο κεφάλι της, για τις πληγές στα πόδια από το χωρίς τέλος περπάτημα που με το σάλιο της το ίδιο τις γιατροπόρευε. Για τις βρισιές και τις κατάρες που άκουσε κάπου αντί για καλωσόρισμα και την έκαναν να σκεφτεί ότι το μαχαίρι του Τούρκου πιο πονετικά θα την λάβωνε αν έμενε, αλλά και για μια φέτα ψωμί με πέντε σταγόνες λάδι κι αλάτι που της έδωσε μια άγνωστη γυναίκα λίγο πριν σωριαστεί από πείνα. “Αχ Μάνα μου...” καταλήγει η γερόντισσα και σκουπίζει σχολαστικά με το χέρι της τα ψίχουλα του πρωινού· όλα σε μια γωνιά δίπλα στο πιάτο της.

  Ύστερα βουβαίνεται η κυρία Σοφία και παίρνει σειρά η Αννίτα και λέει ότι το βράδυ στον ύπνο της πέρασε για άλλη μια φορά τα σύνορα, ακριβώς όπως το '92, γκαστρωμένη στο μήνα της. Είδε να βουλιάζει και πάλι βαριά στο χιόνι, νύχτα χωρίς φεγγάρι, να παγώνει από τον τρόμο περισσότερο κι από το κρύο με τα τρομερά μάτια μας αλεπούς μέσα σε έναν χιονισμένο θάμνο που αντίκρισε ξαφνικά. Να γλιστράει από τη λαχτάρα, να μην την προλαβαίνει ο άντρας της, να κατρακυλάει σε απότομη πλαγιά ώρα πολύ, να σταματάει πάνω σε δέντρο. “Έτσι κυρά Σοφία έπεσα στο δέντρο, έτσι, με το πλάι. Με τον ώμο χτύπησα, όχι με την κοιλιά”. Κι αμέσως να τη σκεπάζει ολόκληρη χιόνι τιναγμένο από τα κλαδιά, να την ξεθάβει ο άντρας της και να μη βρίσκει ούτε στο όνειρο, το ένα της παπούτσι. Να συνεχίζει μονοσάνδαλη μέχρι το ξημέρωμα. Στο πρώτο χωριό να συναντάνε μια γυναίκα, να τους αγριοκοιτά, να χάνεται βιαστικά σε ένα σπίτι, να τρέμουν σαν τα αγρίμια στην ιδέα ότι θα βγει αμέσως από κει μέσα άντρας με δίκαννο και να τρέχουν να σωθούν. Κι ύστερα από λίγο, η γυναίκα να ξαναβγαίνει μόνη της και να τρέχει να τους προλάβει φωνάζοντας “Παπούτσια, παπούτσια” -η πρώτη ελληνική λέξη που άκουσε η Αννίτα- να τους φτάνει, και να της δίνει εκτός από τα παπούτσια κι ένα ζευγάρι κάλτσες. Στεγνές και ζεστές.




  ''Να μην μπορούμε να βοηθήσουμε κι εμείς αυτούς τους ανθρώπους”, έλεγε η Αννίτα κάθε πρωί όταν τέλειωνε το ξετύλιγμα των ονείρων της προηγούμενης νύχτας, την ώρα που μάζευε πιάτα και φλιτζάνια του πρωινού κι κυρία Σοφία κουνούσε το κεφάλι της. Κουνούσε το κεφάλι κι αναστέναζε, μέχρι τις προάλλες που κάτι σκέφτηκε κι αντί να αναστενάξει, χαμογέλασε και της ζήτησε να φέρει αμέσως τη σκάλα από την αυλή και να ανέβει στο πατάρι. “Να ανοίξεις το μεγάλο μπαούλο” της φώναξε από κάτω. “Έχω εκεί μέσα φυλαγμένη μια μεγάλη σακούλα. Τη βρήκες;”. Τη βρήκε η Αννίτα, βαριά κι ασήκωτη και την κατέβασε. Εκείνη τη μέρα, το μεσημέρι, βολεύτηκαν μόνο με δυο αυγά μάτια και λίγη σαλάτα, στην άκρη του τραπεζιού. Στο υπόλοιπο μέρος, ένα βουνό από μαλλιά. Μεγάλα και μικρά κουβάρια. Άλλα πάλι σε κούκλες, άθικτα. Από όλα τα χρώματα. Λεπτά και χοντρά. Μαλλιά που αγοράστηκαν αλλά δεν πλέχτηκαν ποτέ κι άλλα που περίσσεψαν από πουλόβερ, κουβέρτες, ζακέτες και σάλια που πλέχτηκαν πριν από χρόνια. 

  Από εκείνη τη μέρα, η ενενηντάχρονη κυρία Σοφία, κόρη προσφύγων από τη Μικρασία με τις μνήμες ζωντανές από τις διηγήσεις της μάνας της και η σαραπεντάχρονη Αννίτα, μετανάστρια από την Αλβανία που ακόμα πονάει ο ώμος από εκείνο το παλιό τράνταγμα πάνω στο χιονισμένο δέντρο, πλέκουν πυρετωδώς σκουφάκια και κασκόλ για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που κρυώνουν στα κλειστά σύνορα. Και ζακετάκια για τα μωρά τους. Όλες οι άλλες δουλειές του σπιτιού, έμειναν πίσω αλλά δεν τις νοιάζει καθόλου. Πιάνουν φωτιά οι βελόνες τους το βράδυ μπροστά στην τηλεόραση. Στις ειδήσεις δε βουρκώνουν πια. Εντοπίζουν στα ρεπορτάζ ασκεπή κεφάλια, γυμνούς λαιμούς, βυζανιάρικα στις αγκαλιές και αμέσως λογαριάζουν το μέγεθος, τα χρώματα που θα τους ταιριάζουν. Και πλέκουν, πλέκουν μέχρι αργά. Και την άλλη μέρα από το πρωί, τα ίδια. Πλέκουν ασταμάτητα και ένα περίεργο: πόντο -πόντο χωρίς να το καταλαβαίνουν μαζί με το νήμα πλέκουν κι ευχές για τους άγνωστους ανθρώπους που θα τα φορέσουν εκεί στα σύνορα μόλις φτάσει το δέμα. Να μην ταλαιπωρηθούν άλλο, να φτάσουν επιτέλους γεροί σε ένα τόπο, να τους καλοδεχτούν, να ριζώσουν, να προκόψουν. Να ζήσουν. 



το ποστ αφιερώνεται σε όλους όσους θέλουν να βοηθήσουν 
τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και αναρωτιούνται πώς.

3 σχόλια:

φανοστάτης είπε...

Τρεις διαφορετικοί χρόνοι,
τρεις προσπάθειες για το καλύτερο,
τα ίδια βάσανα, ο ίδιος πόνος...

Πολύ ωραίο κείμενο!

Τσαλαπετεινός είπε...

Να σαι καλά φανοστάτη!

Ανώνυμος είπε...

Τελικά, υπάρχει πάντα κάτι για να κάνεις. Αρκεί να θέλεις. Ας ρωτήσει ο καθένας μας λοιπόν τον εαυτό του: Εσύ θέλεις?