Στα πλευρά με το μπράτσο έσφιγγε λοξά, ιδρωμένο το μπουκάλι του νερού, από το ψυγείο κι ας έκανε πια ψύχρα. Στο ένα χέρι τα ποτήρια- δυο του νερού, δυο της ρακής- κουπιά τα χέρια του, τα βόλευε. Στο άλλο, σφηνωμένο ανάμεσα μέσο και παράμεσο, το καραφάκι να κρέμεται και πάνω στην παλάμη το πιάτο με τα μεζεδάκια. Μόνος έμπαινε στην κουζίνα και το ετοίμαζε. Τίποτα σπουδαίο. Λίγο ψωμί, γραβιέρα Ναξιώτικη στραβοκομμένη, ελιές, ντομάτα, και πέντε - έξι πιπερίτσες. Καυτερές του θανάτου. Αυτές του άρεσαν.
Γέμισε τα ποτήρια, τσουγκρίσαμε με «εβίβα» και περίμενε να πω κάτι για αρχή. Οτιδήποτε. Πάντα πατούσε στην τελευταία μου φράση ή στην τελευταία λέξη, την έκανε σκυτάλη και τραβούσε ακάθεκτος, τη ρότα του. Ίδια κάθε φορά. Χίλια μύρια κύματα μακριά από αυτή την ακτή που καθόμασταν προχωρημένο φθινόπωρο, απόγεμα στη άδεια αυλή της ταβέρνας που θα άνοιγε ξανά το άλλο καλοκαίρι. Κι οι δυο στραμμένοι στη θάλασσα.
Λίβερπουλ, Οντέσα, Γιοκοχάμα, Νοβοροσίσκ, Μαρ ντελ Πλάτα, Ρότερνταμ, Σαγκάη, Αμβούργο, Μαντράς, Κριστομπάλ. Το καράβι δεν ήταν παρά ένα κρεβάτι σ` αυτά τα λιμάνια. Ένα κρεβάτι που στο τέλος της ιστορίας- μετά από ώρες αφήγησης -είχε ανάκατα πανιά, νοτισμένα από τα ξέπνοα σώματα που αποκαμωμένα ξεχώριζαν και ξαναγίνονταν από ένα, δύο. Μόνο το δικό του κορμί σταθερό πάνω σε αυτά τα σκορπισμένα στον κόσμο κρεβάτια. Το άλλο κορμί άλλαζε. Πότε λιανό, άβγαλτο με «χνούδι ροδάκινου», πότε ξέχειλο φρεγάδας «με τα σημάδια της ζήσης» πάνω του. Άλλοτε λευκό «κρίνο του φεγγαριού», ή «καλοκαιρινό χωράφι του σταριού»* και κάποτε στο χρώμα της «πικρής- πικρής μαύρης σοκολάτας». Στρατιές από γυναίκες, κορίτσια, λάμιες, νεράιδες, ντροπαλές, παιχνιδιάρες, ξεδιάντροπες, με τα λόγια του παίρνανε σχήμα κι έφτανε της κάθε μιας ξεχωριστά η γεύση και η μυρωδιά στο τραπέζι μας. Τα δάχτυλα του, στον αέρα γυροφέρνανε βοστρύχους, αρμένιζαν σε ξανθούς χείμαρρους ή κρατούσαν γερά πλεξούδες παλαμάρια. Κι ύστερα, όταν το χέρι του στρεφόταν προς τη θάλασσα στο ύψος των ματιών του- άλλοτε με τα δάχτυλα μαζεμένα, σα να κρατούσε λεμόνι κι άλλοτε, αυτή η μεγάλη παλάμη μόλις καμπυλωμένη τρυφερά- θαρρείς πως έβλεπες ανάμεσα στα δάχτυλά του να σκουραίνει μια ρώγα.
«Ρε Φάνη» του είπα διστακτικά «σήμερα θέλω να μου πεις μια ιστορία, χωρίς γυναίκες, χωρίς μέλια κι έρωτες, έτσι για αλλαγή. Μια σκέτη… ναυτική ιστορία». Με κοίταξε παραξενεμένος, στριφογύρισε λίγο το κουκούτσι της ελιάς στο στόμα του κι ύστερα το έριξε στο τασάκι πάνω στην καύτρα του τσιγάρου μου μόνο και μόνο για να με πικάρει. «Σκέτη θες ε;» με ρώτησε κακιωμένος. Έγνεψα «ναι» και τσούγκρισα άλλη μια φορά το ποτήρι του για να τον καλοπιάσω. «Ε! λοιπόν θα σου πω μια... με ζάχαρη. Με τόνους ζάχαρης.»
Έβαλε μια πιπερίτσα στο στόμα τη μάσησε αργά σα να ζύγιζε τα λόγια του στην κάψα της κι όταν άφησε το κοτσάνι της, πάλι στο τασάκι ξεκίνησε: «Κατακαλόκαιρο φορτώσαμε, χύμα ζάχαρη στο Σαλβαδόρ κι από κει ρότα για Καναδά. Πιάσαμε λιμάνι με χιονοθύελλα. Πάμε να ξεφορτώσουμε, πέτρα η ζάχαρη. Νότισε και με την παγωνιά ήθελε σκεπάρνι. Όλο το πλήρωμα έσκαβε, μαύροι σκλάβοι έβγαζαν κοτρώνες. Το πολύ, έφυγε μα είχε απομείνει στη λαμαρίνα μπόλικο πράμα. Λέει τότε ο μάγειρας που κι αυτός είχε πάρει αξίνα και βάραγε – ένας Σιφνιός καλή του ώρα- ‘να βάλουμε καμιά σόμπα να λιώσει ο διάολος κι ύστερα σας κάνω μπακλαβά’. Έπιασε το κόλπο, χαμάμ το αμπάρι, άρχισε να λιώνει η ζάχαρη και να κυλάει -σωστό σιρόπι. Γεμίζαμε μπουγέλα και το πετάγαμε στη θάλασσα. Στον αέρα πάγωνε ξανά κι έφτανε καραμέλα στο νερό.»
Στο «νερό» φούνταρε γι άγκυρα τελεία και παύλα. Με κοίταξε με το ύφος του ανθρώπου που έχει μόλις πάρει την εκδίκησή του περιμένοντας την αντίδρασή μου. «Δε λέω, βρε Φάνη, ωραία η ιστορία, αλλά την ξεπέταξες σε μισό λεπτό!» διαμαρτυρήθηκα.
«Άμα δε θες να σου μιλάω για τα μέλια να αρκεστείς σήμερα- έτσι για αλλαγή- στο σιροπιαστό καράβι.» είπε γελώντας κι άναψε τσιγάρο.
* η φράση «καλοκαιρινό χωράφι του σταριού» προέρχεται από το αφήγημα του Περικλή Κοροβέση, Κοινός Τόπος
Η εικόνα από ελαιογραφία με τίτλο Bleu Blanc Rouge, του ζωγράφου Γιάννη Σταύρου.
Μουσική: The Astounding Eyes Of Rita από το ομώνυμο άλμπουμ του Anouar Brahem που μόλις κυκλοφόρησε. Ο ίδιος παίζει ούτι ο Klaus Gesing μπάσο κλαρινέτο, ο Björn Meyer μπάσο και ο Khaled Yassine κρουστά