Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Μια στάση


Υπάρχει μια στάση από την οποία όλα φαντάζουν καλύτερα.

Ή έστω – για να μην είμαι υπερβολικός- όχι τόσο απελπιστικά. Δε λέω ότι είναι εύκολη. Απαιτεί αποφασιστικότητα, καλό συγχρονισμό των μελών, πλήρη έλεγχο για να επιτευχθεί η ισορροπία και βαθιά ανάσα. Όταν όμως τελικά βρεθείς σε αυτή τη στάση, με τις παλάμες να ακουμπάνε στην άμμο, στη σωστή απόσταση μεταξύ τους ώστε να σου παρέχουν όσο το δυνατόν πιο σταθερή βάση, τα χέρια τεντωμένα, τον κορμό τεντωμένο, τα πόδια τεντωμένα, καθώς τα μάτια σου ανοίγουν και βλέπουν τα πράσινα νερά κάτω, πιο πάνω τα άλλα, σε σχεδόν ευδιάκριτες ζώνες με κυμαινόμενες τις αποχρώσεις του μπλε και ψηλά την επιφάνεια να λάμπει στον ήλιο, αυτές τις στιγμές θα δεις τον αέρα της εκπνοής σου να ανεβαίνει σε τέλειες σφαίρες που σκάνε μόλις φτάσουν στην επιφάνεια, ίσως ακόμα να πέσει στην αντίληψή σου ένα μικρό κοπάδι αθερίνες που θα σε προσπεράσουν παγερά αδιάφορες, ή ακόμα μπορεί να παραρτηρήσεις ένα αστερία να σαλεύει δίπλα σου στο ρυθμό ενός αθέατου ρεύματος κι ίσως σε ένα βράχο λίγο πιο πέρα να αναγνωρίσεις με δυσκολία το σχήμα ενός αχινού που στέκει εκεί γαντζωμένος. 

Aυτές τις στιγμές λοιπόν, που θα βρεθεί το σώμα σου μισό μέσα, μισό έξω από το νερό, σε κατακόρυφο αναστροφή,  μπορεί να ξεχάσεις τα του έξω κόσμου.

Το μόνο κακό: αυτή η στάση δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή.  

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Στον καφενέ


Παλιά, τους θυμάμαι να μουτζώνουν με βορειοδυτική κατεύθυνση. Δεν ξέρω αν είχαν πάρει την κίνηση από τη γνωστή ταινία με τον Κωσταντάρα ή η ταινία την  πήρε από τη ζωή. Συζητούσαν πάντως τα νέα με φωνές και χριστοπαναγίες μεταξύ τους και κάθε τόσο μούντζωναν κατά τη μεριά της Αθήνας.

Τώρα στέκουν μουδιασμένοι. Αποκαμωμένοι, μιλάνε σιγανά και δυσκολεύεσαι με τον αέρα και το χτύπημα της τέντας να τους ακούσεις. Σιγανά όχι γιατί φοβούνται ότι θα πιάσει αυτί που δεν πρέπει τα λεγόμενά τους, μα γιατί και σήμερα τους διέλυσαν οι ειδήσεις. Δεν τα χωράει ο νους τους όσα ακούν από την τηλεόραση. Την κλείνουν πριν τελειώσουν κι αντί να πλαντάξουν σπίτι, κατεβαίνουν στο καφενείο.

Σούπερ μάρκετ κάτω, το πρώτο του Νησιού, πάνω νοικιαζόμενα δωμάτια και στη μεγάλη αυλή που απλώνεται μέχρι την άμμο, το καφενείο: τρία τραπέζια όλα κι όλα. Ο Ηλίας, ο ιδιοκτήτης κάθεται αναπαυτικά σε μια κουτσή μπερζέρα, που εδώ και μερικά χρόνια μετακόμισε από το σαλόνι του σπιτιού, στην αυλή δίπλα στις πλαστικές του γύφτου, καλυμμένη με παρδαλές πετσέτες θαλάσσης. Καφάσια με ζαρζαβάτια ολόγυρα, ντάνες εμφιαλωμένων και αναψυκτικών, τουριστικά είδη. Αν ψάξεις λίγο, θα βρεις μερικά με τις τιμές τους σε δραχμές.

Οι άλλοι -κοντά στα εβδομήντα οι περισσότεροι- μαζεμένοι  στο ένα τραπέζι με το τασάκι να ξεχειλίζει, δύο καφέδες, ένα αναψυκτικό, τρεις ρακές κι ένα πιάτο μεζές μισοφαγωμένος. Ψαράδες -ο ένας με κομμένο από δυναμίτη, χέρι- κι οικοδόμοι, που μέχρι σήμερα δεν έχουν αφήσει δίχτυα και πηλοφόρι. Λίγα ψάρια για την ταβέρνα του γιού, μια πλάκα στα δωμάτια της κόρης. Μέχρι χθες για το κέφι, σήμερα πια από ανάγκη. Βλέπουν εγγόνια -σπουδαγμένα τα περισσότερα- το καλοκαίρι να βγάζουν ένα μεροκάματο στις ταβέρνες γονιών και μπαρμπάδων και τώρα που έκλεισαν οι περισσότερες, να φεύγουν για Πειραιά, γιατί κάποιος ξένος το καλοκαίρι τους έταξε δουλειά. Πάλι σερβιτόροι ή στην καλύτερη περίπτωση μια θέση πωλήτριας σε μπουτίκ στο Κολωνάκι. “Είναι μακριά η Σκουφά από το Σύνταγμα; Θα μπορεί η Μαρουδιά να πηγαίνει μέχρι εκεί με τα πόδια;”

Ούτε φωνές πια, ούτε κουράγιο να μουντζώσουν δεν έχουν. Μετρούν την κουτσουρεμένη σύνταξη που εξανεμίζεται, τα απανωτά χαράτσια, λογαριάζουν τα χρέη της ευρύτερης οικογένειας στις τράπεζες -που όσο και να πληρώνουν τις δόσεις, αυτά μεγαλώνουν- τη σαιζόν που πήγε μεν καλά αλλά όχι τόσο ώστε να πάρουν γερή ανάσα μέχρι το άλλο καλοκαίρι. “Τι περιμένεις; Σφιγμένος ο κόσμος, να υπολογίζει και το ευρώ.” Είδαν ζευγάρι να μοιράζεται μια ντομάτα για βραδινό κι ύστερα να πέφτει στην άμμο για ύπνο. Μετρούν και τους ανέργους της οικογένειας. Ποτέ μόνο της στενής. Πάντα της ευρύτερης. Και βγαίνουν πια πολλοί.

Ύστερα μαυρισμένοι απαγκιάζουν στα παλιά. Στην ασφάλεια του παρελθόντος. Όχι γιατί ήταν εύκολο -κάθε άλλο- μα γιατί πέρασε πια και δεν τους επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις όπως το σήμερα. Θυμούνται τα μεγάλα ζόρια: πολέμους, κατοχές, εξορίες και πείνα. Πείνα αμίληκτη σε αυτόν τον χέρσο τόπο. Σαν παρηγοριά ακούγονται οι αναδρομές. Σαν να ησυχάζουν στη σκέψη ότι τόσο ζόρικα όπως τότε, δεν μπορεί να ξαναγίνουν τα πράγματα, ή αφού τα περάσαμε όλα αυτά κι αντέξαμε τότε, δεν μπορεί, θα αντέξουμε και τώρα, θα τα βγάλουμε πέρα...

Ήλεγε ο παππούς μου” ξεκίνησε Παναγιώτης, ο μικρότερος της παρέας που κόντευε τα εξήντα κι γυρίζοντας σε μένα διευκρίνησε: “είχε εννιά παιδια, Θεός σχωρέσ` τον...Ήλεγε το λοιπόν, στα στερνά πως το `χε βάρος στη ψυχή του γιατί μια μέρα στην απελπισία του με την πείνα που τους θέριζε, πέρασε από το μυαλό του να σφάξει το ένα από τα παιδιά του για να ταίσει τα άλλα οκτώ. Να θυσιάσει το ένα, να φαν και να γλυτώσουν τουλάχιστον τα άλλα. Τα κοίταζε, το είχε πάρει απόφαση, τα κοίταζε, τα κοίταζε, μα δεν μπόρεσε τελικά να διαλέξει σφάγιο ανάμεσά τους...Μέχρι τα στερνά τον βάραινε η σκέψη, σαν να την είχε κάνει πράξη τη σήκωνε. Σαν να είχε βάψει τα χέρια  με αίμα από το αίμα του.”

Η τέντα που χτυπούσε με τον αέρα, πάνω από τα κεφάλια μας, ακούστηκε πιο δυνατά. Ο Παναγιώτης σκούπισε χωρίς ντροπές τα μάτια του που είχαν βουρκώσει και έσκυψε το κεφάλι. Κανένας μας δε μίλησε. Μόνο αυτοί που θυμόταν τον παππού του κούνησαν το κεφάλι κι ύστερα ο ένας μετά τον άλλον άναψαν τσιγάρο.  Γύρισα και κοίταξα την παραλία. Το κύμα που έσκαγε  άσπριζε στο σκοτάδι. Από μακριά ακούστηκε ένα σκυλί αγριεμένο κι ήταν σαν να γάβγιζε τη φωνή του.



Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

"Χαλβαδόπιτεεεες, Λουκούμιααα"


"Οι επιβάτες με προορισμό τη Σύρο, παρακαλούνται να ετοιμάζονται γι αποβίβαση. Το πλοίο σε λίγα λεπτά θα βρίσκεται στη Σύρο...Πάσαντζερς γουίδ ντεστινέσιον Syros αρ κάιντλι ρικουέστιτ του ντισεμπάρκ...”

Από την πρήμνη του πλοίου που ήδη έχει κάνει τη μανούβρα για να πιάσει το πρώτο λιμάνι του δρομολογίου, φαίνεται η Ερμούπολη. Κατάφωτος μόνο ο παραλιακός δρόμος και πίσω του λιγοστά φώτα προδίδουν στο σκοτάδι την έκταση της πόλης και ψηλά το σχήμα των δυο λόφων. Στην κορυφή τους, δύο εκκλησίες: δεξιά ο βυζαντινός ορθόδοξος ναός της Αναστάσεως κι αριστερά στο βάθος, στην Άνω Σύρο του Μάρκου, το καθολικό μοναστήρι του Σαν Τζώρτζη.

Οι επιβάτες που συνεχίζουν το ταξίδι στριμώχνονται στην πρύμνη. Χαζεύουν την ιστορική πόλη, την κίνηση στον παραλιακό δρόμο, τα δεμένα καράβια, κι αριστερά το Νεώριο. Από εδώ θα δούν την αποβίβαση όσων έχουν φτάσει στον προορισμό τους κι αυτούς που περιμένουν είτε για να υποδεχτούν, είτε για να επιβιβαστούν. Μπροστά μπροστά, στο μώλο στέκουν πάντα οι ασπροντυμένοι πωλητές με τα γεμάτα καλάθια. Πριν καλά καλά δεσουν τους κάβους και ενώ ο καταπέλτης δεν έχει ακόμα πιάσει στερά θα κάνουν ρεσάλτο στο πλοίο.  
Τρέχοντας φτάνουν στο κατάστρωμα, στις αεροπορικές θέσεις και στο σαλόνι της πρώτης διαλαλώντας με χαρακτηριστικό τρόπο τη πραμάτεια τους: «Χαλβαδόπιττες, λουκούμια συριανά, χαλβαδόοοοπιττες...». Οι λιγοστοί επιβάτες αυτής της εποχής σπεύδουν για προμήθειες. Ο χρόνος για τους μικροπωλητές είναι ελάχιστος αλλά τα καταφέρνουν μια χαρά. Τα καλάθια αδειάζουν μέχρι να ακουστεί από τα μεγάφωνα: «Παρακαλούνται οι επισκέπτες να εξέλθουν. Το πλοίο είναι έτοιμο για αναχώρηση...»




Πριν από μερικά χρόνια, περπατώντας στον παραλιακό δρόμο της Ερμούπολης, ένα γλυκό, ακαταμάχητο άρωμα βανίλιας με παρέσυρε ως το στενό που βρίσκεται η βιοτεχνία του Μιχάλη Ξαγοράρη. Με είδε να κοντοστέκομαι στην πόρτα παρατηρώντας το εσωτερικό και μου έκανε νόημα να μπω, πρόθυμος να με ξεναγήσει στην διαδικασία παρασκευής των λουκουμιών. 
Σε ένα μεγάλο μπακιρένιο καζάνι που ήταν ήδη πάνω στη φωτιά, άδειασε δεκαεπτά κιλά νερό, δεκαεπτά κιλά ζάχαρη, δυο κουταλάκια κορν φλάου και δεκαπέντε γραμμάρια ξινό. Ένα απλό σύστημα ανάδευσης μπήκε σε λειτουργία κι η ζάχαρη που έχει καθίσει στο πάτο άρχισε σιγά σιγά να διαλύεται. Με είδε που σημείωσα πρόχειρα τη δοσολογία και μου είπε ότι πριν από χρόνια κάνανε απόπειρες κι αλλού για να φτιάξουν λουκούμια, ήταν όμως σκέτη αποτυχία: δεν είχαν καμία σχέση με τα συριανά. Τι έφταιγε; Κανείς δεν μπορεί ν` απαντήσει με σιγουριά. Ίσως είναι το κλίμα του νησιού, το νερό, ίσως τα ιδιαίτερα μυστικά αυτής της τέχνης, που μάλλον δεν μεταβιβάζονται. Μιας τέχνης που άρχισε να ασκείται στη Σύρο το 1837 από κάποιον Σταματελακη που ήρθε από τη Χίο κι αργότερα και από από τους Σμυρνιούς πρόσφυγες. Από τότε τα λουκούμια παρασκευάζονται στο νησί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μόνο που από τη δεκαετία του `70 τα περισσότερα εργαστήρια άρχισαν να εκσυγχρονίζονται. Έτσι οι μηχανοκίνητοι αναδευτήρες αντικατέστησαν την σκληρή δουλειά του διαρκούς ανακατέματος με ξύλινη κουτάλα -για να μην πιάσει το μείγμα- που έκαναν συνήθως οι νεαροί μαθητευόμενοι των εργαστηριών.

 Το νερό που χρησιμοποιείται είναι το νερό της πόλης. Όμως κάποτε ήταν “σκέτη θάλασσα” και τα λουκούμια έβγαιναν... αλμυρά. Ένας φίλος του από την Αθήνα που τα δοκίμασε, του τηλεφώνησε και του είπε με περιπαικτική διάθεση: «Μπράβο! Τώρα κάνετε και λουκούμια που είναι ότι πρέπει για μεζέ για το ούζο!». Έτσι εκείνη την περίοδο αναγκάστηκαν να αγοράζουν νερό, μέχρι να γίνει αφαλάτωση στο νερό της πόλης.

Ενώ το μείγμα συνέχιζε να βράζει στη φωτιά, πρόσθεσε με το μάτι μερικές σταγόνες ενός παχύρρευστου σκούρου υγρού από ένα μεγάλο μεταλλικό μπουκάλι που η ετικέτα του έγραφε “περγαμόντο”*. Μετά από τρεις τέσσερις περιστροφές της φτερωτής του αναδευτήρα, το μείγμα απέκτησε πράσινο χρώμα και η μυρωδιά του περγαμόντου αναδύθηκε έντονη. Στη συνέχεια και λίγο πριν κατεβάσει το καζάνι από τη φωτιά, έριξε μερικές χούφτες ασπρισμένο αμύγδαλο. Κι αυτές με το μάτι.  


Έπειτα περάσαμε στον δεύτερο χώρο του εργαστηρίου. Εκεί υπήρχε ένας κάτασπρος από άχνη πάγκος και μια πρωτότυπη κατασκευή: ένα ντουλάπι με χαμηλά σε βάθος συρτάρια που τα εξωτερικά του τοιχώματα είχε αντικαταστήσει μια πυκνή σήτα, για προστασία και καλό αερισμό. Μερικά από τα συρτάρια ήταν άδεια. Σε αυτά θα μοιραζόταν το έτοιμο μείγμα μόλις κρύωνε λίγο. Τα υπόλοιπα περιείχαν την παραγωγή της προηγούμενης μέρας. Πήρε ένα από τα γεμάτα συρτάρια, το τοποθέτησε πάνω στον πάγκο και άρχισε το κόψιμο με μια πλατιά λάμα. Με σταθερό ρυθμό μηχανής και σε ίσιες λωρίδες με ακρίβεια χιλιοστού, έκοψε πρώτα οριζόντια και μετά κάθετα την στερεοποιημένη μάζα.

Με την ίδια ταχύτητα στη συνέχεια έβαζε πάνω στη ζυγαριά τα κουτιά της συσκευασίας που περίμεναν αραδιασμένα στην άκρη του πάγκου και τα γέμιζε με λουκούμια, έλεγχε το βάρος τους, πρόσθετε άχνη και έκλεινε το κουτί με το καπάκι που είχε πάνω τη φίρμα του. Έτοιμα για την ντόπια αγορά και για να ταξιδέψουν στον Πειραιά, στη Σάμο, στην Πάρο αλλά και στην Τήνο, που ειδικά τον Δεκαπενταύγουστο λόγω των προσκηνητών υπάρχει  μεγάλη ζήτηση.

Φεύγοντας μού χάρισε μια σακούλα γεμάτη κουτιά με τα φρέσκα λουκούμια που μόλις είχε συσκευάσει και μου υποσχέθηκε ότι την επόμενη φορά που θα περνούσα, θα “φτιάχναμε” και χαλβαδόπιτες. Ωστόσο για να είμαι προετοιμασμένος μου είπε τη συνταγή τους: “Βράζουμε -όπως ακριβώς τα λουκούμια- γλυκόζη, ζάχαρη, μέλι , βανίλια και μαστίχα. Μόλις κρυώσει προσθέτουμε ασπράδια αυγών σε μαρέγκα. Τα εξωτερικά φύλλα που είναι απλό αλευράκι ψημένο και μοιάζει με την όστια των καθολικών, τ` αγοράζουμε έτοιμα.” 



* Άλλα αρώματα των συριανών λουκουμιών είναι: Μαστίχα, τριαντάφυλλο, ροδοζάχαρη, μανταρίνι, καρύδα ινδική, αμυγδάλο, φιστίκι, καρύδι...

Η τελευταία εικόνα είναι φωτογραφία ενός  παλιού κουτιού λουκουμιών, από το αρχείο του  Μάνου Ελευθερίου. 

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Εν πλω

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Γιώργος Σεφέρης


Ο Βασιλιάς της Ασίνης 
Ασίνην τε...
Ιλιάδα 

Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη  και  χωρίς αναλαμπή, το  στήθος σκοτωμένου
   παγονιού
Μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώυτας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.


1926


Με την αδελφή του, Ιωάννα και ένα φίλο. 1925


Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της  Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια
   τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ' όλους κι από τον  Ομηρο
μόνο μια λέξη στην  Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, Θυμάσαι τον  ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα~
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της  Ασίνης ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
"Ασίνην τε... Ασίνην τε..."
         και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ' άφαντο λιμάνι~
κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό.



Με τη Μαρώ, Γιοχάνεσμπουργκ 1941


Τον Ιούλιο του 1950 ο Γ. Σεφέρης με τον ακαδημαϊκό Άγγελο Βλάχο και τις γυναίκες τους. Επισκέπτονται τα βυζαντινά μοναστήρια της Καππαδοκίας (από εδώ


Ο Γιώργος Σεφέρης με τη σύζυγό του Μαρώ

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βο-
    στρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της  ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην  αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον  άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον  κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
   ο χείμαρρος του ήλιου
με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.



Σεφέρης και Κώστας Ταχτσής 

Στο γραφείο τύπου, Κάιρο 1942 
(από εδώ όπως και η προηγούμενη)


Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι ανα-
   ρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις
    αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της  βροχής του αγέρα
   και της  φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της  στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με
   την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της  φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη
   διάρκεια της  απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα
   μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πί-
   κρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.




Γιώργος Σεφέρης  και Άγγελος Κατακουζηνός.



Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της  σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαϊτα πάνω στο σκουτάρι:
"Ασίνην τε Ασίνην τε...". Να 'ταν αυτή ο βασιλιάς της
    Ασίνης
που τον  γυρεύουμε τόσο προσεχττκά σε τούτη την ακρό-
    πολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την υφή του πάνω
    στις πέτρες.



Oρθιοι: Θανάσης Πετσάλης, Hλίας Bενέζης, Oδυσσέας Eλύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Kαραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας και Γιώργος Θεοτοκάς. Kαθισμένοι: Αγγελος Tερζάκης, K. Θ. Δημαράς, Γιώργος Kατσίμπαλης, Kοσμάς Πολίτης και Ανδρέας Eμπειρίκος. από εδώ




Νόμπελ, Δεκέμβριος 1963


Ο Γιώργος Σεφέρης πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971. 
Το ποίημα Ο Βασιλιάς της Ασίνης από εδώ.
Να δείτε οπωσδήποτε το αφιέρωμα της Roadartist 

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Οpa Νina




Σήκω χόρεψε κουκλί μου, Στέλιος Καζαντζίδης 

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Σσσσ...

.


...υπολογίζω το χαράτσι

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Director's cut


Απογευματινός καφές στην αυλή. Ελληνικός σκέτος. Παγωμένο νερό δίπλα, χωρίς γλυκό του κουταλιού. Τα τζιτζίκια έχουν κατεβάσει ένταση αλλά δε λένε να σταματήσουν. Για δυο τσιγάρα χαζεύω τον κίτρινο ιβίσκο -όχι κίτρινο, στο χρώμα του κρόκου τα πέταλα κι ο στήμονας βαθύ κόκκινο- που βρίσκεται σε ακατάπαυστη ανθοφορία.

Χαζεύω τόσο με τις δόξες του ιβίσκου που δεν παίρνω είδηση την αγωνιώδη προσπάθεια που διαδραματίζεται ακριβώς δίπλα μου στο χείλος του τραπεζιού, παρά στο πιο κρίσιμο σημείο της. Ένας μεγαλόσωμος μέρμηγκας κρατάει με κίνδυνο να πέσει κι ο ίδιος, ένα μικρότερο που φαίνεται ότι το έχουν εγκαταλείψει οι δυνάμεις του. Κρατάει και τραβάει συγχρόνως. Κάποιες στιγμές νομίζω ότι θα χαθεί η μάχη και θα βρεθούν και τα δυο, δίπλα στα πόδια μου στο μωσαϊκό της αυλής.

Τελικά μετά από ώρα και τρομερή προσπάθεια, σχεδόν τα έχει καταφέρει ο μεγάλος και έχει τραβήξει το μικρό μέχρι αυτό το οριακό σημείο, την καμπύλη που ενώνονται οριζόντια και κάθετη επιφάνεια του τραπεζιού. Σκέφτομαι ότι το μάρμαρο, τραχύ και αγυάλιστο όπως είναι, κάπως διευκολύνει τον διασώστη που δε γλιστρά όπως θα γλιστρούσε σε κάποια άλλη λεία επιφάνεια. Ωστόσο και σε αυτό ακόμα το σημείο που έχουν φτάσει, κάθε έκβαση είναι πιθανή.

Όταν όμως πέρασαν την καμπύλη και βρέθηκαν και οι δύο στην οριζόντια επιφάνεια του τραπεζιού, φάνηκε ότι η επικίνδυνη επιχείρηση διάσωσης του μικρού είχε ολοκληρωθεί επιτυχώς. Με πολύ κόπο όμως. Κι αυτό φάνηκε από το χρόνο που πέρασαν ακίνητα σε αυτό το σημείο, λίγα μόλις χιλιοστά από την άβυσσο.

Στη συνέχεια -κι αυτό ίσως σου φανεί περίεργο- ο μέρμηγκας, θεώρησε απαραίτητο να σύρει ακόμα πιο μέσα, σε πιο ασφαλές σημείο τον μικρό. Δε σταμάτησε παρά όταν έφτασαν στο μέσον περίπου του τραπεζιού, δίπλα στο πακέτο με τα τσιγάρα μου.


Ωραία ιστορία ε; Καταπληκτική αφορμή για να μιλήσεις για την αλληλεγγύη, τη φιλία, την αυταπάρνηση, την αυτοθυσία, την επιμονή, την....Κατάλαβες τι λέω; Έχεις τους ήρωες -ο δυνατός κι ο αδύνατος- έχεις το σενάριο με το απαραίτητο σασπένς, το αίσιο, σχεδόν χολιγουντιανό τέλος και κυρίως το ηθικό δίδαγμα, ή έστω ένα προφανές συμπέρασμα. Ή ακόμα καλύτερα, δε λες τίποτα μια που έτσι όπως πάει το σενάριο οι οκτώ στους δέκα, ήδη από την πρώτη σκηνή σκέφτονται έννοιες όπως αλληλεγγύη, φιλία, αυταπάρνηση, αυτοθυσία, επιμονή...




Λυπάμαι. Εδώ θα σου χαλάσω το παραμύθι. Οι εικόνες έχουν μπει με την ακριβώς αντίθετη σειρά από την οποία τραβήχτηκαν. Τα δυο μυρμήγκια ήταν αρχικά, δίπλα στο πακέτο με τα τσιγάρα. Το μεγαλύτερο επιτέθηκε στο μικρότερο, πάλεψαν, ο μικρός βγήκε γρήγορα νοκ άουτ και τότε ο μεγάλος άρχισε να τον σέρνει προς την άκρη του τραπεζιού. Όταν έφτασαν στο χείλος κι ενώ ήταν εμφανής η προσπάθειά του να ξεφορτωθεί κυριολεκτικά το μικρό, φάνηκε ότι είχαν μπλεχτεί τα πόδια τους -δεν μπορώ να πω ότι ο μικρός “κρατιόταν” ώστε αν τελικά έπεφτε να παράσυρε στην πτώση και το θύτη του- κι έτσι η πρώτη σκηνή είχε μεγάλη διάρκεια.


Μη με ρωτήσεις τι έγινε τελικά. Αν έπεσε μόνο το μικρό μυρμήγκι, ή και τα δύο μαζί. Ή αν σώθηκαν. Δεν θα πω το τέλος της ιστορίας. Δεν έχει άλλωστε καμία σημασία. Όσο για ηθικό δίδαγμα, δεν έχω. Ούτε  συμπεράσματα.  

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Βαζέχα, ένα slide and too much love.



Τη πρώτη φορά που συνάντησα τον Marcel ήταν σχεδόν μεθυσμένος.  

Επιστρέφοντας, αργά το βράδυ της Τετάρτης 3 Απριλίου του 1996, στο στούντιο της Βάλιας που με φιλοξενούσε στο Άμστερνταμ τον είδα χύμα, ξαπλωμένο σε ένα από τα τεράστια μαξιλάρια που υπήρχαν στο πάτωμα. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν από το μεθύσι ή είχε κλάψει δίπλα στην τηλεόραση που έπαιζε βουβά. Η Βάλια πάντως, με το που μπήκα μου έκανε νόημα “μην πεις τίποτα”.

Είχα κάθε λόγο να είμαι έξαλλος από χαρά κι ο Marcel είχε κάθε λόγο να έχει τις μαύρες του. Μόλις μία ώρα πριν, ο Παναθηναϊκός του Ρότσα με γκολ του Βαζέχα -που σημειώθηκε τρία λεπτά πριν τη λήξη του αγώνα, μετά από μια καταπληκτική επέλαση και πάσα του Δώνη- είχε κερδίσει 0-1 κάνοντας την έκπληξη, τον τότε πρωταθλητή και κυπελλούχο Ολλανδίας και πρωταθλητή Ευρώπης, Άγιαξ στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ. Για την ιστορία, αξίζει να σημειώσω ότι ήταν η πρώτη εντός έδρας ήττα του Άγιαξ μετά από 2,5 χρόνια. Αυτό το παιχνίδι μάλιστα, είχε ιδιαίτερη σημασία για την ομάδα των Ολλανδών μια που ήταν ο τελευταίος αγώνας τους στο Ολυμπιακό Στάδιο του Άμστερνταμ· την επόμενη σαιζόν ο Άγιαξ μετακόμισε στο νεόδμητο τότε Arena.


Εκείνο το βράδυ με τη Βάλια είδαμε και πάθαμε να συνεφέρουμε τον απαρηγόρητο Marcel που είχε πάρει πολύ βαριά την ήττα της ομάδας του από το αουτσάιντερ. Έφυγε τελικά αργά αφού τύλιξε περίλυπος πολλές φορές, σφιχτά γύρω από το λαιμό του  το άσπρο -κόκκινο κασκόλ του Άγιαξ. Έκανε ακόμα -ειδικά τα βράδια-  κρύο κι ας είχε μπει ο Απρίλης. Τις επόμενες μέρες τον είδα αρκετές φορές, γίναμε φίλοι και την ημέρα της αναχώρησής μου, προθυμοποιήθηκε να με πάει στο Schiphol· μάλιστα πριν αποχαιρετιστούμε μού χάρισε το κασκόλ του, ενθύμιο της νίκης της ομάδας μου- λες και υπήρχε περίπτωση ποτέ να την ξεχάσω. Το καλοκαίρι ήρθε -όπως το είχε δηλώσει άλλωστε- για διακοπές στην Ελλάδα και τον φιλοξένησα μερικές μέρες.

Ένα βράδυ, μετά από μια κουραστική τουριστική μέρα στην Αθήνα, αποφασίσαμε να μείνουμε σπίτι. Έτσι, ετοίμασα μια προβολή slides από το ταξίδι μου στην Ολλανδία. Ήταν πολύ προσεκτικά επιλεγμένα: πολλές εικόνες από το Άμστερνταμ και τις πόλεις που είχα επισκεφτεί, αρκετές από τις εξόδους μας με φίλους, καμία από αυτές που είχα βγάλει στο γήπεδο κατά τη διάρκεια του αγώνα -δεν θα διακινδύνευα να του θυμίσω την ήττα τόσο ώστε να καταρρεύσει και πάλι ή να του δώσω την ευκαιρία να με πειράξει μια που στην δεύτερη αναμέτρησή στην Αθήνα ο Παναθηναϊκός είχε ηττηθεί από τον Άγιαξ- και πάρα πολλές εικόνες προσώπων που είτε είχαν ποζάρει, είτε τους είχα βγάλει χωρίς να το πάρουν είδηση.

Γύρνα πίσω! Γύρισε στην προηγούμενη εικόνα!” μου είπε ξαφνικά ενώ ήμασταν πια στο τελευταίο σετ, σε αυτό με τα πορτραίτα. Νόμιζα ότι τυχαία είχα φωτογραφίσει κάποιο γνωστό του και επιστρέφοντας στην προηγούμενη εικόνα όπως μου είχε ζητήσει, σκεφτόμουν “Κοίτα να δεις τώρα σύμπτωση...”. Όμως τελικά είχα πέσει έξω: απλώς, η κοπέλα στο προηγούμενο slide τον είχε εντυπωσιάσει. Όντως ήταν όμορφη. Σκούρα καστανά μαλλιά – κάπως σπάνιο για Ολλανδέζα- πολύ εκφραστικά μάτια, λευκή επιδερμίδα που τόνιζε ακόμα περισσότερο το μαύρο πουλόβερ που φορούσε και το σκοτεινό φόντο πίσω της. Πάντως εκείνο που μού είχε τραβήξει την προσοχή και προκάλεσε το κλικ – που στην προ ψηφιακή εποχή ήταν πολύ πιο επιλεκτικό από όσο είναι σήμερα- ήταν η κίνηση που έκανε για να απομακρύνει τα μαλλιά της από το πρόσωπο, όπου τα έφερνε ο αέρας. Μια όμορφη, ντελικάτη κίνηση που επανέλαβε αρκετές φορές και τελικά στην εικόνα, το χέρι της έκρυβε ένα μέρος του προσώπου της.

Φυσούσε πολύ εκείνη την ημέρα στο Waterlooplein στην υπαίθρια αγορά αγορά με τα μεταχειρισμένα ρούχα, που την είχα προσέξει και την είχα φωτογραφήσει από μακριά. Δυστυχώς, παρά τις επίμονες και συνεχείς ερωτήσεις του Marcel, δεν κατάφερα να τού δώσω περισσότερες πληροφορίες για την κοπέλα που τον είχε ξεσηκώσει για τα καλά· τόσο που δυο -τρεις φορές τις επόμενες μέρες τον έπιασα να κρατάει το slide και να το κοιτάζει κόντρα στο φως. Τον πείραζα για τον αναπάντεχο έρωτα που τον χτύπησε κατακέφαλα κι εκείνος με ρωτούσε πάλι και πάλι αν μπορούσα να του πω κάτι περισσότερο από όσα -ελάχιστα είναι αλήθεια- του είπα ήδη πει.

Μετά έφυγε “για τα νησιά”, επέστρεψε για μερικές ώρες στην Αθήνα, τον πήγα με τη σειρά μου στο αεροδρόμιο και στη συνέχεια ανταλλάσσαμε πότε πότε κανένα γράμμα και τηλεφωνιόμασταν τακτικά. Πρέπει να ήταν Γενάρης ή το αργότερο Φλεβάρης της επόμενης χρονιάς, ο Άγιαξ έπαιζε ήδη στο καινούριο του γήπεδο, όταν μου τηλεφώνησε ένα βράδυ και χωρίς να προηγηθεί ούτε ένα “γεια σου κάνεις;” ή έστω μια “καλησπέρα” άκουσα τη φωνή του ενθουσιασμένη όπως δεν την είχα ακούσει ποτέ πριν, να μου λέει: “Τη βρήκα! Ξέρω, δεν θα το πιστέψεις, αλλά τη βρήκα. Και θέλω μια χάρη από σένα...” Αν δε μου εξηγούσε στη συνέχεια για ποια μου μιλούσε, ούτε που θα πήγαινε ποτέ το μυαλό μου στην άγνωστη κοπέλα του Waterlooplein.


Με τη σειρά Μαρσέλ, πες μου τα με τη σειρά...” του είπα, βάζοντας φρένο στον ενθουσιασμό του. Πήρε τα πράγματα από την αρχή και ομολόγησε ότι για μήνες, αμέσως μετά την επιστροφή του από την Αθήνα στο Άμστερνταμ, περνούσε καθημερινά από την υπαίθρια αγορά με την ελπίδα ότι θα την συναντούσε. Κι εκείνη, ήταν η τυχερή του μέρα. Λογικά πρέπει να την εντυπωσίασε πολύ όταν την πλησίασε, της είπε το όνομά του και αμέσως μετά, της εξομολογήθηκε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της από το προηγούμενο καλοκαίρι! Για την ακρίβεια από τη στιγμή που είδε την εικόνα της τεράστια, πάνω σε έναν λευκό τοίχο στην Ελλάδα. Μα επειδή τον ήξερα καλά, επειδή ήξερα πόσο μεσόγειος ήταν στην έκφραση των συναισθημάτων του, ίσως και να τη φόβισε αυτή η τόσο πρωτότυπη προσέγγισή του. Η ουσία πάντως - έλεγε και ξανάλεγε - ο Marcel ήταν ότι εκείνη ήθελε να δει την φωτογραφία της για να πειστεί. Αν πραγματικά υπήρχε αυτή η εικόνα και δεν ήταν η ιστορία που της ξεφούρνισε, ένας ευφάνταστος τρόπος για να της την πέσει τότε θα δεχόταν. Θα δεχόταν να βγει μαζί του και ίσως ακόμα να πιστέψει ότι αυτή η τρομερή σύμπτωση ήταν ένα αλάνθαστο σημάδι ότι η μοίρα τους ήθελε μαζί. Αυτή λοιπόν ήταν η χάρη που ήθελε να μου ζητήσει ο Marcel.

Την επόμενη πήγα και από το περίφημο slide, τύπωσα σε μεγάλο μέγεθος την εικόνα της κοπέλας και την έστειλα express στο Marcel. Για κανένα μήνα, ίσως και περισσότερο δεν είχα καθόλου νέα του. Η αλήθεια ήταν ότι με έτρωγε η περιέργεια· ήθελα πολύ να μάθω πώς θα εξελισσόταν αυτή η ιστορία που ξεκίνησε από ένα τυχαίο κλικ, ωστόσο δεν τον ενόχλησα, κυρίως γιατί – για να είμαι ειλικρινής- φοβόμουν ότι στην περίπτωση που δεν είχε αίσιο τέλος, θα μου κλαιγόταν κυριολεκτικά και μεταφορικά με τις ώρες στο τηλέφωνο.

Πρέπει να ήταν πια Απρίλης – και αυτό το λέω με σιγουριά γιατί εκείνες τις μέρες είχαν ανθίσει οι τουλίπες που τού είχα παραγγείλει και μού είχε στείλει το προηγούμενο φθινόπωρο- όταν χτύπησε το τηλέφωνο και μια εντελώς άγνωστη γυναικεία φωνή μου είπε: Thank you... Thank you for the photo, thank you for everything... ”. Δεν είχα αναγνώριση, δε θυμάμαι καν αν είχαμε τότε, έτσι δεν κατάλαβα ότι η κλίση ήταν από την Ολλανδία και μάλιστα από το σπίτι του Marcel. Όταν μετά από αρκετή ώρα κλείσαμε το τηλέφωνο, δεν μπορούσα να συνέλθω από την έκπληξη που μού προκάλεσαν τα νέα του. Ή μάλλον για να είμαστε ακριβείς, τα νέα “τους”. Τα πράγματα όχι απλώς πήγαν καλά μεταξύ τους, αλλά ήδη εκείνη είχε μετακομίσει στο σπίτι του και ζούσαν – όπως έλεγαν και ήταν φως φανάρι- έναν "απίστευτο έρωτα".


Τα επόμενα χρόνια, μου έστελναν κυρίως κάρτες -όπως αυτή με τις ανθισμένες τουλίπες- τηλεφωνιόμασταν σε γιορτές και γενέθλια, αλλά δυστυχώς και τις δύο φορές που πέρασαν από την Αθήνα “στο δρόμο για τα νησιά” έτυχε να λείπω, οπότε δεν τους ξανασυνάντησα. Εδώ και δυο τρία χρόνια έχω χάσει τα ίχνη τους. Μετακομίσεις, χαμένες ατζέντες...δε θέλει και πολύ. Τώρα όμως σκέφτομαι ότι θα προσπαθήσω να τους βρω. Ελπίζω -είμαι σχεδόν σίγουρος- ότι θα είναι ακόμα μαζί, θα είναι καλά, το ίδιο ερωτευμένοι όπως τότε που πρωτοβρέθηκαν την άνοιξη του 97, ένα χρόνο μετά από εκείνο το τυχαίο κλικ στην υπαίθρια αγορά του Waterlooplein. Τότε που ο Παναθηναϊκός είχε νικήσει τον Άγιαξ.



στη Margo
που με το σχόλιό της
στο ποστ The New Yorkers II.
μου θύμισε την ιστορία



Μουσική: Prisoner of Love, με το κουαρτέτο των Lester Young και Teddy Wilson από το άλμπουμ Pres and Teddy.






Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

μικρό μουσικό διάλειμμα

.

κλείσε το Sam και άκουσε τη Lillian Boutti 




καλό σαββατοκύριακο!
;-) 

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

The New Yorkers II.

Δε φαντάζεσαι πόσο με παίδεψε! Μετά από τα τρία τέσσερα πρώτα κλικ, ζήτησε να δει τις εικόνες. Στην οθόνη της μηχανής δε διέκρινε καλά το καμάρι του. “Μπορείς να κάνεις zoom στην εικόνα;” Μπορούσα. Δεν έμεινε ικανοποιημένος: το απειροελάχιστο μούσι του στολισμένο με πέντε έξι λευκές χάντρες, δεν φαινόταν ξεκάθαρα. Στήθηκε και πάλι φροντίζοντας να γυρίσει λίγο το κεφάλι. Πάλι δεν του άρεσαν καμία. Τις διέγραψα όλες για να του κάνω το χατήρι. Φαινόταν στεναχωρημένος. Πρότεινα να επιχειρήσουμε προφίλ. Αρνήθηκε. “Δεν έχω καλό προφίλ” μου εξήγησε. Καταλήξαμε μετά από αρκετή ώρα, πάρα πολλά κλικ και άλλες τόσες διαγραφές, σε αυτή εδώ την εικόνα. Με παίδεψε σου λέω, με παίδεψε πολύ... 

Είχα μπει στο Dean&Deluca, στο SoHo για ένα κολατσό στα όρθια και πραγματικά ξεχάστηκα και ξέχασα την πείνα μου. Μετά από αρκετή ώρα και έχοντας χαζέψει τα τρόφιμα, όχι ως τρόφιμα αλλά ως εκθέματα, τους πελάτες και τους υπαλλήλους ως performers μιας μεσημεριάτικης χορογραφίας, αποφάσισα να βγω και να συνεχίσω το δρόμο μου. Εκείνη τη στιγμή, την είδα να μπαίνει. Δεν ξέρω γιατί, σκέφτηκα ότι θα διάλεγε να φάει Spring Kitchen Autumn Rolls. Αυτά με την παραδοσιακή βιετναμέζικη συνταγή. Εγώ πάλι, ξεγέλασα την πείνα μου με ένα hot dog από τον πλανόδιο στην επόμενη γωνία. Με ένα δολάριο.


 Ο “Francis” περίμενε να αρχίσει η υπαίθρια συναυλία και είχε κάπως εκνευριστεί με τις δοκιμές που διαρκούσαν υπερβολικά πολλή ώρα. Εντάξει, το ξέρω! Ο πατέρας της Σοφίας, είναι πιο μεγάλος, πιο γεμάτος, το μούσι του είναι πιο πλούσιο και τώρα πια που στράφηκε στην αμπελουργία, κατάλευκο. Αλλά με έναν περίεργο τρόπο μου τον θύμισε και αποφάσισα ότι μια από τις επόμενες μέρες θα ξανάβλεπα το Coton Club. Ίσως και τον Νονό.



 Γωνία 34 st και Broadway, μόλις ένα τετράγωνο μακριά από τον Penn Station. Αναχώρηση ή άφιξη; Δύσκολη επιλογή προορισμού ή απολογισμός ενός ταξιδιού που μόλις είχε τελειώσει; Το ίδιο βράδυ ακούγοντας τους Felice Brothers στο Penn Station πρόσεξα τους στίχους : And i know on track number seven, There’s a train to take me to heaven, lord..." και μόνο τότε παρατήρησα πόσο θλιμμένη ήταν.

Ο Esau, προτιμάει να παίζει τα απογεύματα στο δρόμο, παρά στο στούντιο που έχει για πρόβες στο QUEENS. “Είναι πιο απολαυστικό από μια συναυλία”, μου λέει κι ας είναι τα έσοδα πολύ μικρότερα. “Αντί πινακίου φακής” -για να θυμηθούμε και τον βιβλικό συνονόματό του. Εκείνος θυμήθηκε και ανέφερε το πείραμα του Joshua Bell πριν από μερικά χρόνια κι ευτυχώς είχα σχετικά πρόσφατο το ποστ και τον βοήθησα στις λεπτομέρειες. Τώρα πώς η κουβέντα μας, από τη μουσική κατέληξε στην κολύμβηση δεν καλοθυμάμαι. Πάντως μέχρι τα 17 ήταν πρωταθλητής, αλλά μετά παράτησε το κολύμπι για το μπάσκετ. 


Εκείνη η μέρα είχε ξεκινήσει με λιακάδα, το απόγευμα όμως, ξαφνικά μαζεύτηκαν σύννεφα, που έφεραν μια δυνατή καλοκαιρινή μπόρα και στο τέλος εμφανίστηκε ένα τεράστιο ουράνιο τόξο πάνω από την Steinway st που όλοι, πρώτα φωτογράφησαν και μετά θαύμασαν. Λίγα λεπτά αργότερα, δυο δρόμους πιο κάτω, την πρόσεξα. Λίγο μεγάλη για μαμά, κάπως μικρή για γιαγιά και πολύ τρυφερή για νταντά. Δεν έκανε βόλτα, δεν περίμενε κανέναν, στεκόταν ήρεμη για αρκετή ώρα σε αυτό το σημείο και την έβλεπα από την ανοιχτή τζαμαρία ενός fast food. Απαντήσεις στα ερωτηματικά που γεννήθηκαν, δεν μπόρεσα τελικά να δώσω, αλλά αν έχεις μόλις δει το ουράνιο τόξο ακόμα και για άλλα, πιο σοβαρά ερωτήματα οι απαντήσεις δεν είναι απαραίτητες.


Όχι μόνο δέχτηκε να τον φωτογραφήσω -το είχα κάνει βέβαια ήδη κρυφά από απόσταση με τον διακοσάρη- αλλά ήταν πρόθυμος να λύσει τα μαλλιά του για να δω ότι έφταναν σχεδόν μέχρι τη μέση. Αν του το ζητούσα, δεν υπήρχε περίπτωση: θα τραγουδούσε a cappella το Three Little Birds κι ας ήμουν μόνος. Το απέφυγα μόνο και μόνο γιατί μετά θα έπρεπε με τη σειρά μου να σκαρώσω στα γρήγορα διασκευή με τίτλο I "Shot" Τhe Traffic Policeman.


Η Stephanie, στο Harlem. Ακριβώς μια βδομάδα μετά το γάμο της με την Theresa στο Δημαρχείο της Νέας Υόρκης. Στη διάρκεια αυτής της βδομάδας το τηλέφωνό της χτυπούσε συνέχεια· φίλοι και γνωστοί για τις ευχές αλλά και πολλοί δημοσιογράφοι που ήθελαν συνεντεύξεις. Η metro πάντως ήδη τις είχε κατατάξει στα δέκα πιο καλοντυμένα γκέι ζευγάρια νεονύμφων. Έμαθα ότι ακολούθησε και ένα δημοσίευμα του People Magazine το οποίο όμως δεν είδα. 


Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να συναντήσεις τον ίδιο άνθρωπο σε μια πόλη σαν την Νέα Υόρκη, δύο φορές, σε δύο διαδοχικά ταξίδια; Προφανώς ελάχιστες. Αν όμως πρόκειται για τον Louis Mendes, σίγουρα δεν υπάρχει περίπτωση να έχεις ξεχάσει το βλέμμα του. Η πρώτη φορά ήταν σχεδόν πριν από τρία χρόνια στο Harlem στις 4 Νοεμβρίου του `08, ημέρα των Αμερικανικών εκλογών που ανέδειξαν τον πρώτο μαύρο πρόεδρο της ιστορίας των Η.Π.Α. Στην 9η λεωφόρο η δεύτερη φορά, φέτος, μια μέρα τέλη Ιουλίου που δεν έγινε τίποτα άλλο σημαντικό εκτός από αυτή τη συνάντηση. Και για του λόγου το αληθές, να και η παλιά φωτογραφία.  





Μουσική: Softly, As In A Mornings Sunrise, με τους Wynton Kelly Wynton Kelly Piano, Paul Chambers Double Bass και Jimmy Cobb – Drums, από ηχογράφηση του 1959.