Κοντά
μια ώρα το είχε βάλει κάτω και το παίδευε.
Το παίδευε και τον παίδευε. Ποίημα; Μπα,
από φόβο μην τον πούνε ψώνιο, θα το
ανέβαζε -αν ποτέ τελείωνε- συνοδεύοντάς
το με την σεμνή ετικέτα “απόπειρες”.
Απομάκρυνε το κάθισμα, άναψε τσιγάρο
και κοίταξε την οθόνη. Άρχισε να διαβάζει
δυνατά.
Η
μπόρα της χθεσινής μέρας
σημάδεψε
ανεπανόρθωτα τη νύχτα.
Πατώντας
σε σπασμένα κλαδιά
χτυπημένα
ανελέητα από τον καιρό
σκοντάφτοντας
στα τυφλά
πάνω
στα νεκρά ζώα
που
άφησε πίσω της η καταιγίδα
αναζητούσε
διέξοδο.
Δεν
τον ικανοποιούσε. Επέλεξε για το κείμενο
“στοίχιση στο κέντρο”. Φαινόταν κάπως
καλύτερο, αλλά δεν ήταν. Οι λέξεις
“ανεπανόρθωτα”, “τυφλά”, “ανελέητα” και
ειδικά αυτό το “νεκρά” ήταν υπερβολικές.
Έπρεπε να τις αλλάξει με άλλες πιο ήπιες, λιγότερο φορτισμένες. Άσε
που δεν είχε καταφέρει ακόμα μέσα
σε αυτές τις οκτώ αράδες που έγραφε κι
έσβηνε, να χώσει κάπου τη λέξη “λόχμη”
που ήθελε να υπάρχει στο κείμενο από
τη στιγμή που ξεκίνησε. “Ο μυχός της
λόχμης” άλλωστε ήταν ο προαποφασισμένος
τίτλος κι αυτός τουλάχιστον δεν άλλαζε
με τίποτα. Έκανε προσπάθεια να συνεχίσει. “αναζητώντας διέξοδο στο σκοτεινό
μυχό της λόχμης”. Αυτό το “σκοτεινό”
πάλι τί το ήθελε; Πλεονασμός του κερατά.
Αλλά να το άφηνε σκέτο; Επέλεξε τη λέξη “σκοτεινό”,
πάτησε αποφασιστικά delete, αμέσως το
μετάνοιωσε, την επανέφερε και μετά από
λίγο την ξανάσβησε. Αδιέξοδο.
Άνοιξε
τη φωτογραφία που είχε ήδη επιλέξει για να
συνοδεύσει το ποίημα στην ανάρτηση. Την πήγε στο 150% και την κοίταξε με
όση περισσότερη προσήλωση μπορούσε,
προσπαθώντας να αποσπάσει από τις χίλιες
λέξεις που λένε ότι έχει κάθε εικόνα, καμιά εκατοστή που του χρειαζόταν για
να τις βάλει στη σωστή σειρά και να
ολοκληρώσει το...αυτό το θολό πράμα που
είχε στο μυαλό του. Βουβή η εικόνα
αρνήθηκε να του δώσει έστω και μια.
Πλήρες αδιέξοδο.
Θα
έμενε για πολλή ώρα έτσι άπραγος με το
βλέμμα στην οθόνη αν δεν χτυπούσε το
τηλέφωνο. Πριν απαντήσει είδε τον αριθμό.
Άγνωστος και μάλιστα από επαρχία. Η φωνή, τουλάχιστον στο “Έλα, καλησπέρα...” δεν του θύμιζε τίποτα. Αλλά ούτε και στη
συνέχεια που η γυναικεία -αρκετά
ανυπόμονη- φωνή κατέβασε έναν έντονο, ατέλειωτο μονόλογο για επιταγές,
λουκέτα, απλήρωτο ΦΠΑ και εξώδικα. Άκουγε
χωρίς να αντιδρά, αλλά σημείωσε μερικές
από τις λέξεις αυτού του αναπάντεχου μονολόγου
πάνω στον άδειο φάκελλο του λογαριασμού
της ΔΕΗ που ήταν μπροστά του, υπογραμμίζοντας
αυτό το “απαξάπαντως” που επανέλαβε
δυο -τρεις φορές. “Πού είσαι παιδί
μου;” ρώτησε στο τέλος η άγνωστη γυναίκα φανερά εξαγριωμένη. Πήρε ανάσα και απάντησε με φυσικότητα “Στο μυχό
της λόχμης”, χωρίς να το πολυσκεφτεί, χωρίς
να αναλογιστεί τις συνέπειες που έφτασαν
στο ακουστικό του μετά από μια μικρή
παύση.
Ίσως
η άγνωστη γυναίκα είχε ταλέντο στη
σύνθεση πρωτότυπου υβρεολόγιου, ίσως
η οργή της για την απρόσμενη απάντησή
του να δημιούργησε εκ του μηδενός αυτές
τις ευφάνταστες φράσεις -αντίδραση στο
αδιανόητο που είχε ξεστομίσει- ίσως και
τα δύο μαζί. Το θέμα ήταν ότι ένα δεύτερος,
μοναδικός, ανεπανάληπτος, πρωτότυπος μονόλογος
έρεε ακατάπαυστα με πρωτοφανή ένταση
στο αυτί του -χωρίς όμως ούτε ένα
“απαξάπαντως” αυτή τη φορά- κι αυτός
δεν προλάβαινε να σημειώνει. Γέμισε τη
μια πλευρά του φακέλλου, γύρισε από την
άλλη κι κόντευε να γεμίσει κι αυτή
η πλευρά, όταν η φωνή κατέληξε ουρλιάζοντας:
“...που θα μου πεις εσύ στο μυχό
της λόχμης!” και
έκλεισε το τηλέφωνο φτύνοντας ένα τετριμμένο, ένα κοινό “Μαλάκα!” που τον απογοήτευσε ως φινάλε, αλλά επειδή ειπώθηκε σε χαμηλότερο από όλα τα προηγούμενα
τόνο, το ερμήνευσε ως ξεκάθαρο σημάδι ότι η άγνωστη γυναίκα αλλά κι η έμπνευσή
της εξαντλήθηκαν.
Κρατώντας
χωρίς να κλείσει το τηλέφωνο, συνέχισε
να γράφει πυρετωδώς τις τελευταίες
φράσεις πριν το κοινότοπο “μαλάκα”, με το φόβο
μήπως και κάτι ξεχάσει. Ύστερα γύρισε κι όπου είχε αφήσει κενά, τα συμπλήρωσε
σχολαστικά. Ευτυχώς δεν είχε ξεχάσει τίποτα. Όταν τελείωσε, έκλεισε το
τηλέφωνο, άναψε τσιγάρο κι άρχισε να
διαβάζει τις σημειώσεις πάνω στο φάκελο
πίνοντας τις τελευταίες γουλιές καφέ που είχαν απομείνει στο φλιτζάνι
του.
Έσβησε
το τσιγάρο, πριν καν τελειώσει και γύρισε
στον υπολογιστή. Αντέγραψε κι επικόλλησε
την εικόνα στο word, έσωσε
το κείμενο -φυσικά με τον τίτλο “Ο
μυχός της λόχμης”- στον
παραφουσκωμένο φάκελο “Ημιτελή”.
Ύστερα ισορρόπησε τις σημειώσεις πάνω στο πληκτρολόγιο, άνοιξε ένα νέο
έγγραφο κι έγραψε πάνω -πάνω με στοίχιση στο κέντρο
“Το
Τηλεφώνημα”
26 σχόλια:
πραγματικά το απόλαυσα! :)
Μη φοβάσαι τις υπερβολικές λέξεις, μόνο ο λυρισμός σκοτώνει.
Ωραίο, το ς λείπει ή όχι; το σκεφτόμουν...
gasireu
Καλησπέρα.
Με ξανάστειλες πάλι στο λεξικό.
Σκεφτόμουν βέβαια, ο μυχός έχει να κάνει με τα μύχια; πως λέμε τα μύχια της ψυχής,
η λόχμη τι είναι; ρώτησα δεν ήξεραν, μπήκα στη Βικιπαίδεια
Εξαιρετικό!!!
ΥΓ Δεν πρόλαβα να σου αφήσω σχόλιο για το Μάρτη σου και την πρωτομηνιά, καλό μήνα και Καλή Ανοιξη γενικώς έστω και καθυστερημένα.
Καλό βράδυ
Ελπίζω να τα δούμε δημοσιευμένα και τα δυο εδώ κάποια στιγμή ;)
Προτείνω μουσική:"Δώδεκα κι ούτ' ένα τηλεφώνημα".
Μέσα στης λόχμης τις σκιές
στα τρίσβαθα του δάσους
είν'ένα λεβεντόπουλο
με τοξοτό το φρύδι
είναι και μία πέρδικα
μ'ανθρώπινη φωνούλα
"-τι θέλεις, τι αποθυμάς,
τι κυνηγάς στους ίσκιους;"
"-το δίκιο μου αποζητώ,
της άξιας γενιάς μου
μου'παν εδώ το έθαψαν
μεσ'τα ριζά των δέντρων
και μοιάζει φλόγα κόκκινη,
φωτιά που δεν εσβήνει"
"-όλο τον κόσμο γύρισες
ρουμάνια κι αγριοτόπια
για κοίτα και στα μάτια μου
και πες μου τι να βλέπεις"
"-βλέπω λιβάδι ξέφωτο
με χίλιες παπαρούνες
βλέπω και φλόγα θαυμαστή
που λάμπει μα δεν καίει"
"-το στέρνο σου είναι που κοιτώ
κι αντιφεγγάει τον ήλιο
κι έχει ψυχή στο μέσα του,
φωνή μαλαματένια"
;-)
Η ώρα είναι προχωρημένη, είδα και μεγάλο κείμενο και είπα άσε αύριο. Όμως μετά λέω ας διαβάσω λίγο την αρχή.. και δεν σταμάτησα έως το τέλος. Ευτυχώς, γιατί γέλασα με τη ψυχή μου και όπως λέει η παροιμία "γέλιο χαρά που μου ‘φερες και λύπη που μου πήρες" :-)
Πολυ ωραίο κείμενο!!
Οι λέξεις που κόβονται στη διαδρομή είναι όλη η ομορφιά του κειμένου που απομένει.
Αυτός ο φάκελος με τον τίτλο "Ημιτελή" πολύ με συγκίνησε. Σαν σκάλα τον είδα, που από την κορυφή της διακρίνεται μια υπέροχη θέα ;)
Είδες, που η ίδια η ζωή δίνει λύσεις;
Καμιά φορά τα ποιήματα σε παίρνουν τηλέφωνο φίλε. Ειδικά την ώρα που τα ψάχνεις στο χαρτί ή στην οθόνη. Καλά το έφτιαξες το πράγμα. Εύγε :)
Karagiozaki: Δόξα να χει ο από μηχανής θεός!
(διαφορετικά ποστ δεν έβγαινε)
gasireu: Δεν τις φοβάμαι απλώς τις υπερβολικές λέξεις, τις τρέμω.
Το ς, το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα -στο μεταξύ δε χτύπησε καθόλου το τηλέφωνο- κι έτσι τελικά το συμπλήρωσα.
ippoliti_ippoliti: Εγώ πάλι ξύπνησα με τη λέξη λόχμη. Πώς ξυπνάς με ένα τραγούδι και το μουρμουρίζεις όλη μέρα. Το ίδιο πράγμα. Αλλά μετά το ποστ, την ξεφορτώθηκα. ;-)
Καλή Άνοιξη να έχουμε!
renata: Με τίποτα! Το ποίημα είναι φρικτό -δεν πιστεύω να πίστεψες ότι θα έγραφα στα σοβαρά κάτι τέτοιο- αλλά έγινε για τις ανάγκες του ποστ. Όσο για το τηλεφώνημα...μμμ, μπορεί αλλά όχι γι αυτό.
Σελιτσάνος: Στις λόχμες μού ταιριάζουν λάμιες, οπότε αν έμπαινε, θα ήταν αυτό: http://www.youtube.com/watch?v=d8CIDo_oCDY
xtina: Ένα ευχαριστώ είναι πάρα πολύ λίγο για το ποίημα που έγραψες και για την ιστορία του Κυάνιππου και της Λευκονόης...Και δεύτερο να πω, πάλι δε φτάνει.
;-)
Margo: Σαν να σε βλέπω μισονυσταγμένη να κοντοστέκεσαι και να λες “μόνο λίγο, την αρχή...” Χαίρομαι πολύ που γέλασες!
Αυτή την παροιμία πρώτη φορά την ακούω -σε ευχαριστώ που την έγραψες.
Takis X: Σε ευχαριστώ ;-)
Theorema : Κι αυτές τις κομμένες λέξεις ξέρετε δεν τις πετάμε, ειδικά τώρα. Αν τις διατηρήσουμε σε ιδανικές συνθήκες είναι έτοιμες για επανάχρηση.
Ο φάκελος...αχ αυτός ο φάκελος. Ασήκωτος πια. Καμιά ώρα θα τον βάλω πάνω στη σχεδία και θα τον αφήσω στην ανοιχτή θάλασσα. Κι όπου πάει...
kanaliotis: Μη μου λες τέτοια γιατί είμαι ικανός να κάθομαι και να (την) περιμένω!
;-)
Γιώργος Κατσαμάκης: Όπως και να έρχονται τα “ποιήματα” είναι καλοδεχούμενα, ειδικά όταν δεν τα περιμένεις, ειδικά αν είναι από αυτά που υπερασπίζονται τα σύνορα ετούτης της λευκής σιωπής στους αιώνες...
Εξαιρετικό όμως το κείμενο και δεν έχω να πω τίποτα άλλο.
Χαμένο Επεισόδιο: Τότε κι εγώ να απαντήσω μόνο με ένα χαμόγελο
από τα πλατιά. :-)
Γι' αυτό έρχομαι εδώ. Γιατί συναντώ τις λέξεις της πρότερης ζωής μου.
Έπρεπε "απαξάπαντως" να το διαβάσω το κείμενο, αλλά δεν είχε σήμα εκεί που τρύπωσα "εις τον μυχό της λόχμης".
Τι μου'κανες. Την ξεφορτώθηκες εσύ, θα την κουβαλάω όλη μέρα εγώ.
Καλή σου μέρα, στο ξέφωτο :-)
marimar: Σήμερα, είδα μια εικόνα του εγγονού του Αλή Πασά καθισμένος στον οντά του, καλοντυμένος. Πρόσεξα τις κάλτσες που φορούσε. Πολύ ωραίες. Και ξεπήδησε η λέξη "τσουράπια".
Αν είναι κι αυτή λέξη της πρότερης ζωής σου, θα ήθελα απαξάπαντως να την πάρεις γιατί συνέχεια τη σκέφτομαι ;-)
Καλό σου βράδυ!
Δημοσίευση σχολίου