Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Χρόνης Μίσσιος 1930-2012



...Βαράνε, βαράνε κι έχουν λαχανιάσει. Οι ανάσες τους ακούγονται όπως των σκυλιών που σε κυνηγάνε. Κάποια στιγμή σταματάνε, ουφ κωλόπαιδα, λένε, μας βγάλατε το λάδι, ακούς οι κουφάλες; Σκύβει ο Σάβανος και ρωτάει έναν έναν-πρώτος είναι ο Παύλος- λοιπόν θα υπογράψεις; Όχι. Στη μέση είμαι εγώ. Θα υπογράψεις; Όχι. Τρίτος ο Νικόλας. Εσύ; Άει γαμήσου, μωρή κουφάλα. Μια ζωή σέρτικος...

Έρχεται η δεύτερη τριάδα, φρέσκια και ξεκούραστη, ο ίδιος χαβάς: ντάκα ντούκου. Από την ώρα που μας έχουν όρθιους, θέλω να κατουρήσω, τώρα πια δεν κρατιέμαι. Τ` αμολάω λοιπόν. Ζεστό, ζεστό το κάτουρο τρέχει στα πόδια μου. Ευτυχία που δε λέγεται. Θα κατουράω κάνα τέταρτο. Αυτοί το βιολί τους. Τελειώνω. Ανακούφιση. Λέω από μέσα μου, τώρα βαράτε χαμούρες. Όλη αυτή την ώρα, ο Παυλόσυκας στέκει στη γωνιά και μουρμουρίζει ψαλμωδίες και ρητά. Κάποια στιγμή φαίνεται πως ο δικός μου παρακουράστηκε και με παραδίδει στον Παυλόσυκα. Πού `σαι μάνα, να με δεις και να με κλάψεις! Τραβάει ο πούστης μια λεπτή βοϊδόπουτσα, που στην άκρη της κρέμονται στρογγυλά βαρίδια από μολύβι- νομίζω αυτό το λένε γάτα, γιατί όπου σε χτυπάει σε σκίζει. Αρχίζει να με κεντάει πόντο πόντο. Εγώ σφίγγω τα δόντια. Έχουν σκοτεινιάσει τα μάτια μου, αλλά κρατιέμαι ακόμα όρθιος. Κάποια στιγμή όμως, συγκεντρώνει τα χτυπήματά του στη σπονδυλική στήλη, στο ύψος της ωμοπλάτης και του σβέρκου. Νομίζω πως τα χτυπήματα πέφτουν κατευθείαν στο μυαλό και το πολτοποιούν. Ο πόνος μ` αγκαλιάζει ολόκληρον. Αυτό δεν είναι ξύλο πια, με έχουν κόψει στα δύο και με χτυπάνε από μέσα προς τα έξω. Λιποθύμησα...

Συνήλθα. Στο πρόσωπό μου νοιώθω ευεργετική την υγρασία του τοίχου, ανοίγω τα μάτια μου. Είμαι μπρούμυτα πεσμένος στο τσιμέντο. Κάνω να γυρίσω το κεφάλι μου και ουρλιάζω, νιώθω ένα πόνο μαχαιριά μέσα στο μυαλό μου. Τα πειθαρχεία είναι κτισμένα σ` ένα κατεστραμμένο ενετικό φρούριο, στην κορυφή του νησιού, και ενώ το πάνω μέρος τους γκρεμίστηκε, τα υπόγειά τους άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου. Αυτά τα διαρρύθμισαν κατάλληλα και τα έκαναν πειθαρχεία. Αυτό που μας έχουν είναι μακρόστενο ενάμισι μέτρο επί τέσσερα, με θολωτή σκεπή. Στο βάθος, στη δεξιά γωνία, έχει μια πηγή που βγάζει λίγο νερό. Με τα χρόνια σχηματίστηκε μια μικρή γούρνα απ` όπου ξεκινάει ένα ρυάκι και κυλά στην άκρη του τοίχου. Να φανταστείς πως η σκεπή του είναι ένα αμπέλι με συκιές και άλλα δεντράκια...Τέλος, συνήλθα αλλά δεν μπορώ να κουνηθώ. Η πλάτη μου με καίει σαν να είμαι φορτωμένος κανένα πυρωμένο σίδερο. Όπως μου λένε τα παιδιά, έχει ανοίξει σε δεκάδες τριγωνικά σχήματα, αλλά εκείνο που με ανησυχεί είναι ότι δεν μπορώ να κουνήσω το κεφάλι μου. Ο Παύλος κάπου βρήκε μια πετσέτα, τη μουσκεύει στο παγωμένο νερό της πηγής και μου την απλώνει στην πλάτη και στο σβέρκο. Η ευτυχία συμπληρώνεται με μια χούφτα νερό που καταφέρνει ο Παύλος να μού ρίξει στο στόμα. Κρατάει καλύτερα από τους τρεις μας- είναι γεμάτο και γερό παιδί. Είμαστε σε κακά χάλια, χωρίς καμία προοπτική. Νιώθουμε όμως μεγάλη συγκίνηση και μια περίεργη περηφάνια. Ο Παύλος κάθεται δίπλα μου και ψιλοτραγουδά ένα ερωτικό ποντιακό τραγούδι: Κορτσόπον δώδεκα χρονώ κι γω πα δεκατρία...”


Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου “Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς” εκδόσεις Νέα Γράμματα. (σελ 52-53) Ο συγγραφέας πέθανε σήμερα σε ηλικία 82 ετών.

Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε το 1930 στη Καβάλα. Οι γονείς του ήταν καπνεργάτες. Έζησε τα πρώτα του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, εργάτες και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Η οικογένεια του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου δούλευε σαν μικροπωλητής με κασελάκι στο λιμάνι . Σχολείο πήγε ως τη δευτέρα δημοτικού. Στη κατοχή, ο Ερυθρός Σταυρός στέλνει αποστολές παιδιών σε αγροτικές περιοχές για να τα σώσει από τη πείνα, έτσι βρίσκεται τσοπανόπουλο στα Γιαννιτσά, απ' όπου, με το κοπάδι του, περνάει στους αντάρτες που τον χρησιμοποιούν ως σύνδεσμο. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Εκεί οργανώνεται στο Δημοκρατικό στρατό πόλεων, και στα 17 του, συλλαμβάνεται, βασανίζεται άγρια, και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλύτωσε τον θάνατο χάρη σ` ένα τυχαίο γεγονός. Εκείνη την περίοδο όπως είπε κι ο ίδιος του έμαθε γράμματα από τον Μανόλη Αναγνωστάκη, “όταν ήμασταν θανατοποινίτες στο Γεντί Κουλέ”. Έκτοτε μέχρι και το Αύγουστο του 1973 περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες ως πολιτικός κρατούμενος. Μακρόνησος, Άι Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός. Ο Χρόνης Μίσσιος τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι με τη Ρηνιώ, τη σύντροφό του.

«Να γυρίσουμε στα χωριά μας, να ξαναδεθούμε με τη γη...» συνέντευξη του Μίσσιου απο το Car & Driver που αναδημοσιεύτηκε στο Έθνος

H κοινωνία δείχνει να έχει πάθει εγκεφαλικό! Συνέντευξη στην Κρυσταλία Πατούλη που δημοσιεύτηκε στο tvxs.

Είμαστε υπό κατοχή, από το Χρίστο Λογαρίδη 

Για το Χρόνη Μίσσιο, του Θανάση Καρτερού, δημοσιευμένο στην Αυγή, 22/11/2012


Εργογραφία

Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς. Αθήνα, Γράμματα, 1985.
Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε; Αθήνα, Γράμματα, 1988.
Τα κεραμίδια στάζουν. Αθήνα, Γράμματα, 1991.
Το κλειδί είναι κάτω απ’ το γεράνι. Αθήνα, Γράμματα, 1996.
Ντομάτα με γεύση μπανάνας Νέα Γράμματα 2001

4 σχόλια:

Theorema είπε...

Ας αναπαυθεί, αφού έτσι έπρεπε...

Σελιτσάνος είπε...

RIP.


Να συμπληρώσω:

http://www.biblionet.gr/book/69233

Σταυρούλα είπε...

Όταν πρωτοδιάβασα το "Χαμογέλα ρε συ, τι σου ζητάνε" μονοκοπανιά το ξαναδιάβασα καπάκι συγκλονισμένη.
Αυτές τις μέρες τον μνημόνευα με μια φίλη με αφορμή τη συγκυρία. Αχ...
Καλή πατρίδα του λοιπόν

Ανώνυμος είπε...

Είμαι εξοργιστική η σκατοψυχία που κουβαλάνε εκεί στον Περισσό. Διάβασε τι βρήκαν να γράψουν στις 100 λέξεις που αφιέρωσαν στο θάνατο του συγγραφέα:

"Απεβίωσε χτες, σε ηλικία 82 χρόνων, ο συγγραφέας Χρόνης Μίσσιος. Γεννημένος στην Καβάλα, από γονείς καπνεργάτες, έζησε τα παιδικά του χρόνια σε μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες. Στα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός, μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στο ΕΑΜ, ενώ πέρασε για λίγο και από το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.

Με το έργο του βεβαίως στην πορεία δε στάθηκε στο πλευρό των λαϊκών αγώνων και της δράσης των κομμουνιστών, αφού δεν πίστευε στη διέξοδο της ταξικής πάλης, ενώ βρήκε «στέγη» στη λεγόμενη «ανανεωτική» Αριστερά."