Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Μοναχοπούλι



Χαμογελάω. Το βλέπεις. Κατάμαυρο γυφτάκι, δίπλα στη θάλασσα. Ηλικία; Αδιευκρίνιστη. Ενώ σε όλες τις παιδικές φωτογραφίες υπάρχει στην πίσω πλευρά με ωραία γράμματα, σχολαστικά σημειωμένος ο τόπος, η ημερομηνία και η ηλικία -υπολογισμένη με ακρίβεια ημέρας- σε αυτή τίποτα. Υπολογίζω ότι είμαι γύρω στα τρία. Βαριά τέσσερα. Προφανώς είναι καλοκαίρι και βρίσκομαι κάπου στην Κρήτη. Αν κρίνω από τα κύματα και το χαμηλό ύψος που βρίσκεται το αεροπλάνο, στο βόρειο μέρος.

Χαμογελούσα μόνο μπροστά στο φακό. Σπάνια σε άλλες περιπτώσεις. Ίσως για να υπάρχουν στο μέλλον πειστήρια μιας ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας. Δεν ήταν όμως. Το θυμάμαι πολύ καλά. Όχι γιατί της έλειπε κάτι βασικό, μα γιατί ήταν μοναχική. Πολύ μοναχική. Θυμάμαι ακόμα τις ώρες που έπαιζα χωρίς παρέα. Ατέλειωτες ώρες, βουβές, στο δωμάτιό μου, χωρίς να έχω δίπλα μου κάποιον να μοιραστώ, να παίξω. Χωρίς να έχω απένταντί μου κάποιον να συναγωνιστώ, να μιλήσω, να τσακωθώ, και μετά να φιλώσω.

Περίμενα αδέλφια πώς και πώς αλλά δεν ερχόταν. Παρακαλούσα, γονείς, πελαργό και Παναγίτσα. Με αυτή τη σειρά. Τίποτα. Οι γονείς, γι αυτό όπως και για όλα τα άλλα που ζητούσα, έθεταν ως προϋπόθεση το γενικό και αόριστο “να γίνεις πρώτα καλό παιδί”. Οι πελαργοί πάλι, όποτε τους συναντούσα, εκεί ψηλά που ήταν, μάλλον δε με άκουγαν. Αλλά κι η Παναγίτσα έμενε ασυγκίνητη στις επικλίσεις μου, στις οκτώ ακριβώς κάθε βράδυ. Με το που ακουγόταν και το όγδοο νταν από το ρολόι της Αγίας Παρασκευής, άρχιζα την προσευχή μου και στο τέλος, εκεί που έλεγε “στείλε μου και πάλι/κοντά στο προσκεφάλι/ τον άγγελό μου τον καλό” κολλούσα τον καημό μου: “κι ένα αδελφάκι”. Δεν το άκουγε; Δεν πίστευα αρκετά; Δεν έκανε ρίμα η προσθήκη μου με τον προηγούμενο στίχο; Δεν ήξερα τί να υποθέσω. Το αποτέλεσμα είχε σημασία· παρέμενα μοναχοπαίδι.

Όταν είδα κι απόειδα, πήρα την κατάσταση στα χέρια μου. Φαντάστηκα ότι είχα αδελφό, δίδυμο μάλιστα, που για αδιευκρίνιστους λόγους είχε χαθεί. Καθόλου πρωτότυπο όπως έμαθα αργότερα. Όλα τα μοναχοπαίδια το κάνουν. Άρχισα λοιπόν να τον ψάχνω, αναζητώντας το σημάδι που ως δίδυμος θα είχε, ακριβώς ίδιο με το δικό μου στο δεξί του πλευρό. Ήταν δυο πόντους πλατύ, καμιά δεκαριά σε μήκος κι ακολουθούσε την καμπύλη του θώρακα. Σε αυτό το τμήμα, το δέρμα ήταν εμφανώς πιο ανοιχτό και όταν το καλοκαίρι μαύριζα “σαν γυφτάκι”, η διαφορά γινόταν ακόμα πιο έντονη. Το δικό του σημάδι λοιπόν όφειλε να είναι το ίδιο ακριβώς και άντε, αντί στο δεξί, να ήταν στο αριστερό πλευρό.

Ιδανική περίοδος για την αγωνιώδη αναζήτησή μου ήταν το καλοκαίρι. Ιδανικός τόπος, η παραλία. Έτσι, ανάμεσα σε κολύμπι, βουτιές και πυργάκια στην άμμο, πάντα μόνος, έριχνα κλεφτές ματιές στα άλλα παιδιά, αναζητώντας μάταια, το σημάδι· αυτό το σίγουρο στοιχείο, που θα με οδηγούσε στον αδελφό μου. Μόλις το έβλεπα, δεν υπήρχε περίπτωση, θα τον αναγνώριζα. Θα τον πλησίαζα και δεν θα χρειαζόταν να του πω απολύτως τίποτα γιατί εκείνος αμέσως θα καταλάβαινε. Γιατί δεν μπορεί, κι αυτός λογικά θα με έψαχνε.

Από τα νήπια και μετά, και ιδιαίτερα στο δημοτικό, σταδιακά άρχισα να παραμελώ την αναζήτηση. Όχι γιατί μέχρι τότε είχε αποβεί μάταιη και είχα απογοητευτεί, αλλά γιατί το κενό του χαμένου αδελφού άρχισαν να γεμίζουν συμμαθητές κι οι φίλοι στη γειτονιά, που ως μεγάλο παιδί πια μπορούσα να βγαίνω για παιχνίδι. Εκείνοι έγιναν χρόνο με το χρόνο τα αδέλφια μου. Τότε χτίστηκαν οι φιλίες που όχι μόνο αντέχουν ακόμα, μα γίνονται ακόμα πιο δυνατές. Μπήκαν από τότε γερά θεμέλια και στέρεα υλικά: Δάκρυα για ματωμένα γόνατα και τιμωρίες για αταξίες, γέλια και τραγούδια σε σκανταλιές, εκδρομές και κοπάνες, ατέλειωτες εκμυστηρεύσεις στην εφηβεία και τρελές αγωνίες σε εξετάσεις, μα πάνω από όλα, αγάπη.

Κι όταν πίστεψα πια ότι αυτές οι φιλίες είχαν καλύψει απόλυτα το κενό ενός αδελφού, έφτασαν εκείνες οι ατέλειωτες ώρες σε μια καρέκλα δίπλα σε ένα κρεβάτι εντατικής, τότε που ο χρόνος μετρούσε με τον ορό που έπεφτε σταγόνα σταγόνα. Κι ύστερα ήρθαν αυτά τα ατέλειωτα, αργά βήματα μέχρι τα μνήματα. Τότε, κι εκείνες τις ώρες μόνο, κατάλαβα πως το βάρος της απώλειας του πατέρα, θα μπορούσε να σηκώσει μαζί μου, μόνο ένας άνθρωπος βγαλμένος από την ίδια μήτρα. Κι ας ήταν οι φίλοι ουσιαστικά δίπλα μου.

Το σημάδι στο δεξί μου πλευρό έσβησε στην εφηβεία. Χάθηκε  όπως ακριβώς είχε εμφανιστεί στη βρεφική ηλικία: ανεξήγητα. Σήμερα ακόμα ψάχνω για αδέλφια, αναζητώντας όμως άλλα σημάδια. Με άλλους τρόπους. Κάποτε λαθεύω, νομίζω ότι βρέθηκαν, μα μετά διαπιστώνω ότι έπεσα έξω. Προσωρινά απογοητεύομαι αλλά δε σταματάω την αναζήτηση γιατί ξέρω με σιγουριά ότι τα χαμένα μας αδέλφια, αυτά που φέρουν τα ίδια με μας σημάδια, υπάρχουν και μας ψάχνουν κι εκείνα.



Το σημερινό ποστ είναι η συμμετοχή του τσαλαπετεινού στο διαδικτυακό αφιέρωμα στις παιδικές μας φωτογραφίες, κατόπιν παρακίνησης του κυρίου Κατσαμάκη. Συμμετέχουν:
Σημειωματάριο: Μια παλιά φωτογραφία
Τσαλαπετεινός: Μοναχοπούλι


Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Be happy! It`s an order


The political authority which bans 
people`s music, culture, life style 
was always been caught bizarre against life. 



Σενάριο, σκηνοθεσία, Sinan Çetin

Η εικόνα από εδώ 

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Η Κλειώ της Οιχαλίας



Το μήνυμα φίλης που έλαβα σήμερα, μεταξύ των άλλων έλεγε: “...Χθες είδα την Κλειώ, την ταινία μικρού μήκους των παιδιών του Γυμνασίου Οιχαλίας Τρικάλων. Το θέμα της; Τα παιδιά των μεταναστών που μεγαλώνουν με τους παππούδες στην ελληνική ύπαιθρο. «Η μάστιγα και η κατάρα των ελληνικών σχολείων της φτωχής περιφέρειας», τη δεκαετία του '60, ίσως και αρχές του ’70, όπως θυμάμαι να λέει η μάνα μου, τότε που προσπαθούσε να μάθει σ’ αυτά τα παιδιά πέντε γράμματα, αλλά κυρίως να τα κρατήσει σε μια στοιχειώδη ψυχική ισορροπία...Η Οιχαλία Τρικάλων -Νεοχώρι όπως λεγόταν παλιότερα- είναι πρωταθλητής στη μετανάστευση. ”

Αναζήτησα αμέσως την Κλειώ κι ευτυχώς τη βρήκα. Όπως θα διαπιστώσετε κι εσείς πρόκειται για μια δυνατή ταινία μικρού μήκους. Η περιπέτεια της δημιουργίας της, για τους μαθητές της κωμόπολης του νομού Τρικάλων με το ιδιαίτερο όνομα, άρχισε με το ξεκίνημα της σχολικής χρονιάς τον περασμένο Σεπτέμβριο. Δε νομίζω ότι υπήρξε δεύτερη σκέψη για την επιλογή του θέματος. Όπως αναφέρουν στους τίτλους τέλους της ταινίας:”Σήμερα στην Οιχαλία Τρικάλων πάνω από 550 οικογένειες είναι μετανάστες σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Περισσότερα από 60 παιδιά μεγαλώνουν μακριά από τους γονείς τους.” 

Το σενάριο ανέλαβε η Άννα – Μαρία Σακελλαρίου που στη συνέχεια επωμίστηκε  το ρόλο της κεντρικής ηρωίδας που ζει με τη γιαγιά της αφού οι γονείς της έχουν μεταναστεύσει στη Γερμανία. Στο σενάριο, αλλά και στην ερμηνεία της η νεαρή μαθήτρια, κατάφερε να συμπυκνώσει και να αναδείξει την άγρια μοναξιά της εγκατάλειψης -που η έφηβη ηρωίδα θεωρεί ότι υπέστη από τους γονείς της- με όλες τις συναισθηματικές μεταπτώσεις που αυτή συνεπάγεται. Αυτό όμως που ουσιαστικά κατάφερε, ήταν να αναδείξει τις αθέατες πλευρές ενός προβλήματος που οι επίσημες στατιστικές της κρίσης αδυνατούν να συλλάβουν· τις παράπλευρες απώλειες. 

Υπό την καθοδήγηση του καθηγητή τους κ. Θωμά Φωτόπουλου, με έτοιμο το σενάριο, η ενθουσιώδης όπως φαντάζομαι, κινηματογραφική ομάδα των παιδιών του Γυμνασίου Οιχαλίας, ξεκλέβοντας χρόνο από τις σχολικές υποχρεώσεις, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Έγιναν τα γυρίσματα -και είναι μάλλον περιττό να αναφέρω πόσο πενιχρά ήταν τα προσφερόμενα μέσα- έγινε και το μοντάζ. Κατάφεραν τελικά, αν και ερασιτέχνες να ολοκληρώσουν με επαγγελματική ευσυνειδησία ένα δύσκολο εγχείρημα. Το άρτιο αποτέλεσμα της συλλογικής τους δουλειάς, έδρεψε δάφνες. Πριν από λίγες μέρες στο Χατζηγιάννειο Πνευματικό Κέντρο της Λάρισας, η ταινία τους απέσπασε το πρώτο βραβείο στο 5ο Νεανικό Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Λάρισας Artfools. 

Υποψιάζομαι όμως ότι αυτό το 1ο βραβείο ήταν απλώς...το πρώτο κι ότι θα ακολουθήσουν κι άλλα. Η Κλειώ θα συμμετάσχει στον πανελλήνιο μαθητικό διαγωνισμό ταινιών μικρού μήκους “Ένας πλανήτης...μια ευκαιρία” που συνδιοργανώνουν η Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Σερρών, το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας και η ΕΡΤ. Επί πλέον με τους αγγλικούς και γερμανικούς υπότιτλους που σε λίγο θα έχει, η ταινία των παιδιών της Οιχαλίας, ανοίγει φτερά και για διεθνή φεστιβάλ.






Οι συντελεστές της ταινίας: Άννα-Μαρία Σακελλαρίου (ΚΛΕΙΩ), Θοδωρής Λουκάς (ΑΧΙΛΛΕΑΣ), Αποστόλης Ζαμζαράς (ΛΕΥΤΕΡΗΣ), Ανθή Χαλού (ΜΑΙΡΗ), Δήμητρα Φίλιου (ΘΑΛΕΙΑ), Ρούλα Χατζή (ΕΛΛΗ), Μαρίου Γαρίτου (ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ), Νίκος Κυρίτσης (ΜΑΘΗΤΗΣ 1), Γιώργος Σταμουγιαννόπουλος (ΜΑΘΗΤΗΣ 2), Βαγγελιώ Σκαρίμπα (ΓΙΑΓΙΑ ΚΛΕΙΩΣ), Αποστόλης Νίκου (ΜΠΑΜΠΑΣ ΦΩΝΗ), Πένυ Παπαχρήστου (ΜΑΜΑ ΦΩΝΗ), Θωμάς Γκουγκουστάμος (ΧΡΗΣΤΟΣ), Ρωξάνη Λακιάρα ( ΕΛΕΝΗ), Φώτης Καψάλης (ΣΤΈΛΙΟΣ), Σωτήρης Σπίντζιος (ΗΧΟΛΗΠΤΗΣ), Αλέξανδρος Χαλός & Βένια Ρίζου (ΚΑΜΕΡΑ), Θωμάς Φωτόπουλος & Παρασκευή Μπελόγια (ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ). 

η φωτογραφία καθώς και οι πληροφορίες, από εδώ κι από εδώ


Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Καπνός





Ένωνα με συρραπτικό τα άδεια πακέτα των τσιγάρων. Ήθελα να φτιάξω ένα φιδάκι τόσο μακρύ που όταν θα το άπλωνα στο δρόμο, ξεκινώντας από το σπίτι, να φτάνει μέχρι το περίπτερο του Γιώργου και της Ντίνας. Το σενάριο έλεγε ότι όταν θα τα κατάφερνα, θα έκοβα το κάπνισμα. Μακροπρόθεσμο σχέδιο αν σκεφτεί κανείς ότι για να το πετύχω θα έπρεπε να καπνίσω γύρω στα 3.000 πακέτα. Πέντε πόντους το πακέτο. Με το σταθερό μου ρυθμό, ενάμισι με δυο πακέτα την ημέρα, σε μερικά χρόνια θα εγκατέλειπα οριστικά τη βλαβερή συνήθεια. 

Πριν λίγο καιρό βρήκα το περίπτερο κλειστό. Κλειστό ήταν και την επόμενη και τη μεθεπόμενη. Κατάλαβα. Τα παιδιά τελικά δεν άντεξαν· έγιναν καπνός. Το “δε βγαίνουμε, δε βγαίνουμε με τίποτα” το έλεγαν άλλωστε από το καλοκαίρι. Ακριβό το ενοίκιο, πεσμένη εδώ και πολύ καιρό η κατανάλωση, οι εταιρείες δεν έδιναν πια καθόλου πίστωση και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, είχαν και συχνές μικροκλοπές. 

Πέρυσι είχε πιάσει στα πράσα ο Γιώργος δυο πιτσιρικάδες, αδέλφια. Δε φώναξε αστυνομία. Κράτησε τα ποδήλατά τους και τους είπε να έρθουν να τα πάρουν με τους γονείς τους. Ήρθαν με τον πατέρα τους, που όταν άκουσε τί έγινε έβαλε τις φωνές. “Ξέρεις ρε ποιος είμαι εγώ; Που θα πεις τους γιους μου κλέφτες!” Άλλη φορά πάλι, πέρασε χρυσοχέρα τσιγγάνα και με ταχυδακτυλουργικά βούτηξε από την Ντίνα ένα κατοστάρι. Έτυχε να περάσω λίγο μετά και τη βρήκα κλαμένη. 

Ήταν πάντα γελαστοί κι οι δυο τους. Όταν έπαιρνα κούτα συνήθως με κερνούσαν καφέ, εσπρεσάκι παγωμένο σε κουτί. Μάπα ήταν, ετοιματζήδικο μα το χαιρόμουν. Το έπινα εκεί, ανοίγαμε κουβέντες, άνοιγα και την κούτα και με το πες πες με τα παιδιά μα και με άλλους πελάτες, έφτανα στη μέση το πρώτο πακέτο. Στέκι κανονικό το περίπτερό τους για τη γειτονιά, ειδικά άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο. Μικροί μεγάλοι περνούσαν και έμεναν πολύ περισσότερο από όσο χρόνο απαιτούσε μια τυπική συναλλαγή. 

Δεν ξέρω τί απέγιναν τα παιδιά. Ίσως να έφυγαν. Το λέω γιατί στην αρχή της κρίσης η Ντίνα, ανέφερε ότι “αν ζόριζαν τα πράγματα” θα πήγαιναν στη Γερμανία, σε μια θεία της που βρισκόταν χρόνια εκεί. Από τον τρόπο πάντως που το έλεγε, καταλάβαινα ότι η πιθανότητα μιας τέτοιας εκδοχής της φαινόταν μηδαμινή. Όπως και στους περισσότερους άλλωστε. Θέλω να ελπίζω ότι έφυγαν τελικά, γιατί δεν μπορώ να τους σκέφτομαι εδώ και τους δυο άνεργους. Βλέπεις πριν δυο χρόνια όταν κάναμε το αφιέρωμα στο ΦΟΒΟ, ο Γιώργος ήταν που είχε γράψει χωρίς δεύτερη σκέψη, με κεφαλαία γράμματα: “ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΗΝ ΑΝΕΡΓΙΑ & ΤΗΝ ΑΝΕΧΕΙΑ” 



Από τότε που έκλεισαν τα παιδιά, σταμάτησα να θρέφω το φιδάκι. Πήγα αναγκαστικά σε ένα άλλο περίπτερο, δεν είχαν τη μάρκα μου, είπα να δοκιμάσω καπνό και σιγά σιγά τον συνήθισα. Διαπίστωσα μάλιστα ότι κάπνιζα λιγότερο -τουλάχιστο μέχρι να εξοικειωθούν τα δάχτυλα με το στρίψιμο- ήταν και οικονομικότερος σε σχέση με τα τσιγάρα, έμεινα στον καπνό. Και όχι, δε σκέφτομαι να  κόψω το κάπνισμα. Μάλιστα τώρα δα, έπιασα να στρίβω ένα ακόμα...

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Τιμή και Αξιοπρέπεια




Boiko Borisov: “Κάθε σταγόνα αίματος είναι ντροπή για μας. Δεν θα συμμετέχω σε μια κυβέρνηση, υπό την οποία η αστυνομία χτυπάει τον κόσμο. Μετά την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου σήμερα, θα υποβάλω την παραίτηση της κυβέρνησης μου...Έχουμε αξιοπρέπεια και τιμή. Ο λαός μας έδωσε την εξουσία και σήμερα του την επιστρέφουμε.” 



Bulgarian government resigns over protests

εικόνα από εδώ
Διαδηλώσεις στη Βουλγαρία βίντεο

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Το κίτρινο σακάκι

Μια σοπράνο τραγουδά συνοδεία εκκλησιαστικού οργάνου το Ave Maria τη στιγμή που ο Charley Partanna γυρίζει τυχαία και κοιτάζει ψηλά. Το βλέμμα του πέφτει πάνω μια εκθαμβωτική άγνωστη και το ύφος του δεν αφήνει καμία αμφιβολία: κεραυνοβόλος έρωτας με την πρώτη ματιά. Τη δεύτερη φορά που γυρίζει από το στασίδι του για να τη δει, εκείνη αντιλαμβάνεται το ενδιαφέρον του και η στάση της είναι ενδεικτική για το αμοιβαίο του πράγματος.

Στο τέλος της γαμήλιας τελετής ο Charley αρχίζει να την αναζητά απεγνωσμένα. Το ίδιο και στη δεξίωση που ακολουθεί. Την εντοπίζει τελικά σε ένα από τα ακριανά τραπέζια και πάει προς το μέρος της με κίνηση αγριμιού που ετοιμάζεται να επιτεθεί στη λεία του. Εκείνη που τον έχει αντιληφθεί, περιμένει ατάραχη την προσέγγισή του κι όταν της ζητάει να χορέψουν την ταραντέλα που ήδη παίζει η ορχήστρα, απαντά καταφατικά και του χαρίζει ένα απαστράπτον χαμόγελο.

 Ο χορός τους όμως πολύ σύντομα διακόπτεται· ένα αγόρι της λέει ότι τη ζητάνε στο τηλέφωνο. Φεύγει πριν καν προλάβουν να συστηθούν και δεν επιστρέφει. Ο Charley Partanna αργότερα στο σπίτι του κάνει ό τι μπορεί για να μάθει τουλάχιστον το όνομα της άγνωστης: επικοινωνεί με φωτογράφο που ήταν στο γάμο και, ναι, την έχει φωτογραφίσει όμως δεν ξέρει ποιά είναι. Τηλεφωνεί ξημερώματα, με την ελπίδα να μάθει κάτι, ακόμα και στην πρώην του, την Maerose που ήταν κι εκείνη στο γάμο,  αλλά όπως ήταν αναμενόμενο η Maerose τον διαολοστέλνει και το κλείνει.

Τη στιγμή που φαίνεται ότι ο Charley έχει πλέον απελπιστεί, χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η Irene Walker, η άγνωστη της εκκλησίας και της δεξίωσης που του ζητάει συγνώμη για την εξαφάνισή της. Εκείνος δεν χρονοτριβεί καθόλου: της ζητάει να συναντηθούν αμέσως. “Επέστρεψα ήδη στην Καλιφόρνια” του απαντά μα εκείνος δεν πτοείται και κανονίζει να γευματίσουν εκεί την επόμενη μέρα.

Στη σκηνή που ακολουθεί στην ταινία Prizzi's Honor ένα αεροπλάνο διασχίζει την οθόνη από δεξιά που είναι η Νέα Υόρκη, προς τα αριστερά που βρίσκεται η Καλιφόρνια κι αμέσως μετά βλέπουμε το εσωτερικό του Bel Age Hotel στο West Hollywood. H Irene κομψή και λαμπερή βαδίζει προς την πρώτη συνάντησή τους και τότε σηκώνεται από το τραπέζι που ήδη περιμένει ο Charley. Με κατακίτρινο σακάκι!

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο John Huston είχε στήσει με μαεστρία την αρχή ενός love story και στο 25ο λεπτό της ταινίας, αποφασίζει να τινάξει όλη την ρομαντική ατμόσφαιρα στον αέρα. Παρακολουθώντας την ταινία την πρώτη φορά, ενθουσιάστηκα με το κίτρινο σακάκι. Πίστεψα ότι ήταν ένα κορυφαίο εύρημα του Donald Lee Feld, του ενδυματολόγου της ταινίας, που πέτυχε να σαρκάσει  την ερωτική ιστορία και βέβαια να τονίσει τη διαφορά ανάμεσα στον μπρουτάλ χαρακτήρα που ενσάρκωνε ο Jack Nicholson και στην αδιαμφισβήτητη κομψότητα της Irene που υποδυόταν η Kathleen Turner.

Μερικά χρόνια αργότερα κι έχοντας δει στο μεταξύ την ταινία 2-3 φορές ακόμα, έπεσε στα χέρια μου ένα αθλητικό περιοδικό. Ξεφυλλίζοντάς το στάθηκα σε μια καταπληκτική φωτογραφία: ο Nicholson, βρισκόταν σε μια κατάμεστη κερκίδα σε κάποιον αγώνα των Lakers του Los Angeles, ομάδα της οποίας ως γνωστόν είναι φανατικός οπαδός, φορώντας το ίδιο ακριβώς κίτρινο σακάκι! 
Από τότε μέχρι και σήμερα που έτυχε να ξαναδώ την ταινία, αναρωτιέμαι αν ο ίδιος ο Nicholson είχε επιβάλει στον ενδυματολόγο της Τιμής των Πρίτζι το σακάκι που είχε το χρώμα της ομάδας του ή αν μετά τα γυρίσματα της ταινίας το κράτησε ώστε να το φοράει στους αγώνες των Lakers που συνεχίζει με φανατισμό να παρακολουθεί.




Η πρώτη εικόνα από το γήπεδο βρέθηκε εδώ, ενώ η δεύτερη εκεί.
Εδώ θα βρείτε την ταινία.
Bonus: Το Ave Maria και TarantellaNapolitana από τον Νονό. 


Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Πληξαύρα η Ατμοημιολία


-Πάμε τώρα να χαιρετίσουμε και τη γιαγιά Πληξαύρα;

Ήμουν στην αγκαλιά της μητέρας μου τη στιγμή πού άκουσα αυτό το φοβερό όνομα. Έστριψα αμέσως το κεφάλι προς την κατεύθυνση που μού έδειχνε και αντίκρισα το ακόμα πιο φοβερό πρόσωπο μιας άγνωστης. Το "Πληξαύρα" είχε φτάσει στα αυτιά μου σαν το όνομα ενός τρομερού τέρατος που είχε σίγουρα κάτι από “σαύρα”, μα και κάτι άλλο, αδιευκρίνιστο -εκείνο το “πληξ” της αρχής- γι αυτό και πολύ ανησυχητικό. Η δε όψη της, μού φάνηκε ότι ήταν η συνισταμένη όλων των κακών μαγισσών που είχα ως τότε συναντήσει σε εικονογραφημένα παραμύθια ή είχα απλώς φανταστεί στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων.

Λες και δεν ήταν αρκετά εκρηκτικός ο συνδυασμός ονόματος και όψης, η μακρινή συγγένισσά μας -που υπολογίζω ότι τότε πλησίαζε ακάθεκτη τα εκατό ή μπορεί να τα είχε ήδη περάσει- θέλησε να με αποτελειώσει με μια απειλητική κίνηση, κίνηση που ούτως ή άλλως μού προκαλούσε απέχθεια: άπλωσε το χέρι της για να μού τσιμπήσει το μάγουλο, χαμογελώντας μάλιστα, έτσι ώστε να μού αποκαλύφθεί σε όλο του το μεγαλείο και ένα τρομαχτικό στόμα με μια οδοντοστοιχία που είχε σοβαρές ελλείψεις. Δεν είχα  πλέον καμία αμφιβολία ότι αυτή η κακιά μάγισσα, που ήταν  μισή σαύρα, ήταν έτοιμη να με αρπάξει από την αγκαλιά της μάνας μου και με κατασπαράξει αργά και βασανιστικά με τα λειψά της δόντια. Όπως ήταν φυσικό ξέσπασα σε γοερά κλάματα.

Τη “γιαγιά” Πληξαύρα δεν την ξανασυνάντησα. Ή ήταν ανήμπορη ώστε να παρίσταται στις ευρείες οικογενειακές συγκεντρώσεις που ακολούθησαν μέχρι τον θάνατό της ή οι γονείς μου δεν με έπαιρναν μαζί τους σε αυτές, φοβούμενοι ότι θα είχαν πάλι τα ίδια. Πολλά χρόνια αργότερα περιεργαζόμουν παλιές φωτογραφίες, κορνιζωμένες και τοποθετημένες εν σειρά στο σαλόνι  θείας μου, όταν ανάμεσα σ` αυτές διέκρινα το πορτραίτο μιας επιβλητικής γυναίκας με ολοστρόγγυλο πρόσωπο, μάλλον όμορφης, ντυμένης με  παραδοσιακή φορεσιά. Εντυπωσιακά στολισμένη με σειρές από φλουριά στο στήθος. Δεν μού θύμιζε τίποτα. Ρώτησα λοιπόν τη θεία κι εκείνη μού εξήγησε ότι  η άγνωστη της φωτογραφίας ήταν η πεθερά της, “η γιαγιά Πληξαύρα” τη μέρα του γάμου της. Και συμπλήρωσε γελώντας: “...αυτή που σε έκανε να κλαις. Θυμάσαι βρε πόσο είχες τρομάξει τότε με τα δόντια που της έλειπαν; Βλέπεις, την κακομοίρα, την είχε χτυπήσει η μασέλα της και δεν τη φορούσε εκείνη τη μέρα”.

Κουβέντα στην κουβέντα, έμαθα την καταπληκτική ιστορία του ονόματός της μακαρίτισσας. Είχε λέει ο πατέρας της -εποχή οθωμανικής αυτοκρατορίας ακόμα- ένα γκαρδιακό φίλο που έκανε εμπόριο με Κωνσταντινούπολη. Καθώς τον αποχαιρετούσε λοιπόν για ένα ακόμα ταξίδι, τού έταξε ότι το επόμενο παιδί του, αυτό που ήδη ετοιμαζόταν στην κοιλιά, θα το βάφτιζε εκείνος μόλις γύριζε με το καλό. Έτσι όπως τότε τα ταξίδια  ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα, τα βαφτίσια καθυστέρησαν πάρα πολύ. Όταν επιτέλους επέστρεψε ο νονός από την Πόλη η μικρή ήταν ήδη τριών χρόνων. «Λίγο ακόμα να αργούσες, θα κάναμε και το γάμο της μαζί με τα βαφτίσια» πείραξε το νονό ο πατέρας τη ώρα που ετοιμαζόταν να μπουν στην εκκλησία.

Λίγο αργότερα, όταν ο παπάς ρώτησε το νονό -που σημειωτέον εκείνη την εποχή ήταν στην απόλυτη δικαιοδοσία του η επιλογή του ονόματος- “...και το όνομα αυτής;” ο άρτι αφιχθείς απάντησε με βροντερή φωνή: “Πληξαύρα!”. Κανείς από τους παριστάμενους δεν είχε ξανακούσει αυτό το παράξενο όνομα, ίσως γιατί η μικρή μας πόλη βρισκόταν πολύ μακριά ακόμα και από την πιο κοντινή θάλασσα ώστε οι κάτοικοί της να θυμούνται τα ονόματα των θυγατέρων του Ωκεανού και της Τηθύος. Ή  εκείνων του Νηριέα και της Δωρίδας.

Οι απαραίτητες εξηγήσεις στους έκπληκτους συγγενείς και φίλους για το πρωτάκουστο όνομα, δόθηκαν στη διάρκεια του τραπεζώματος που ακολούθησε. Ο νονός κατά την παραμονή του στην Πόλη είχε την τύχη να παραβρεθεί στην καθέλκυση ενός υπερωκεάνιου προορισμένου να εκτελεί τη διαδρομή Κωνσταντινούπολη- Νέα Υόρκη. Το υπερωκεάνιο ονομάστηκε Πληξαύρα και καθώς φαίνεται, τόσο πολύ  είχε εντυπωσιάσει τον μέλλοντα νονό, το μέγεθος του ποντοπόρου πλοίου αλλά και το ιδιαίτερο όνομά του, που αποφάσισε να το χαρίσει στην  αναδεξιμιά του. Η παραστατική αφήγησή του τελικά στάθηκε ικανή να ανασκευάσει τις δυσάρεστες εντυπώσεις που δημιούργησε στην βάφτιση το άκουσμα αυτού του παράξενου – κι ίσως κάπως κακόηχου- ονόματος και να τους κάνει, με βαριά καρδιά είναι αλήθεια, να το αποδεχτούν. Έτσι κάθε φορά που τα επόμενα χρόνια κάποιος ρωτούσε, τού έλεγαν την ιστορία  του υπερωκεάνιου, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του εκκεντρικού νονού.


Αν είχα πρόχειρη τη γαμήλια φωτογραφία της γιαγιάς Πληξαύρας, ίσως η ανάρτηση να τελείωνε σε αυτό το σημείο. Δεν την είχα όμως κι έτσι αναζήτησα -χωρίς πολλές ελπίδες επιτυχίας- μια φωτογραφία ή έστω ένα σκίτσο αυτού του περίφημου υπερωκεάνιου. Όμως ούτε φωτογραφία, ούτε σκίτσο και δυστυχώς ούτε η ελάχιστη πληροφορία προέκυψε από την αναζήτηση με τις λέξεις κλειδιά: “υπερωκεάνιο”, “Κωνσταντινούπολη”, “τέλη του 19ου αιώνα”. Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δεν υπήρξε ποτέ σκαρί με τέτοιο όνομα όταν μετά από ώρες αναζήτησης έπεσα σε ένα Ναυτικόν διήγημα του Παπαδιαμάντη που αγνοούσα, με τίτλο “Ο ΠΑΝΤΑΡΩΤΑΣ”.

Έλεγε λοιπόν ο Σκιαθίτης: “...Ερέθη ες τό πέλαγος, ν τ μέσ το Εβοϊκο στενο, ες σην πό τς πείρου καί πό τς νήσου πόστασιν. ρχετο πό τούς ρεούς κι πλεε διά τό Θρόνιον. Εχεν μικρόν φορτίον πό στάμνες καί κανάτια, καί μισείαν δωδεκάδα βαρέλια ντοπίων μικρών φύων.   μπάρμπ' λέξης το μέριμνος ς πάντοτε, κι κάθητο ες τήν πρύμνην κυβερνν τό σκάφος καί θύνων τό στίον... Αφνης βλέπει βασιλικόν πλοον ρχόμενον ντίπρωρα ατού. το  Σαλαμινία πιθανς. σως να το και  Πληξαύρα   φρόεσσα... “


Υπήρξε λοιπόν πλοίο με αυτό το όνομα! Δεν επρόκειτο βέβαια για το λαμπρό υπερωκεάνιο του οικογενειακού μύθου που αναζητούσα μα για μια ατμοημιολία· ένα από τα πρώτα σιδερένια ελικοφόρα σκάφη. Ναυπηγήθηκε κατόπιν παραγγελίας μαζί με άλλα τρία, που έφεραν τα ονόματα Πανόπη Ι, Αφρόεσσα και Σφενδόνη για την ενίσχυση του στόλου, στο ναυπηγείο Reid & Co. της Γλασκώβης το 1855-1856 υπό την επίβλεψη του Έλληνα ναυπηγού Σπ. Αθανασίου. Η Πληξαύρα, κατέπλευσε στην Ελλάδα με αγγλικό πλήρωμα τον Ιούνιο του 1857. Είχε μήκος 32,2 μέτρα, πλάτος 6,7 εκτόπισμα 220 τόννων και ανέπτυσσε ταχύτητα 9,5 κόμβων. Το πλήρωμά της αποτελούσαν ένας αξιωματικός, 4 υπαξιωματικοί και 27 ναύτες. Έφερε δε ένα πυροβόλο όπλο Krupp των 8,7 εκατοστών.

Χρησιμοποιήθηκε από το κόμμα των Ορεινών του οποίου ηγείτο ο ναύαρχος Κανάρης κατά τη μεταπολίτευση του 1862, ενώ στη διάρκεια της Κρητικής επανάστασης το 1866 μετέφερε αμάχους. Αργότερα εκτελούσε δρομολόγια μεταξύ Πειραιώς και Ναυστάθμου για να εκποιηθεί τελικά το 1926. Επί της Πληξαύρας όμως το 1886 συνέβη κι ένα τραγικό περιστατικό: ο κυβερνήτης της Ανδρέας Γαρουφαλιάς, διαπρεπής αξιωματικός του ελληνικού ναυτικού που είχε εκπαιδευτεί με υποτροφία στον αγγλικό στόλο, αυτοκτόνησε κόβοντας τον λάρυγγά του με ξυράφι, απελπισμένος καθώς τα αλλεπάλληλα υπομνήματά του στο υπουργείο Ναυτικών, όπου επεσήμανε την άμεση ανάγκη διοργάνωσης σχολής πυροβολητών στο ναυτικό, όχι μόνο έπεφταν στο κενό, αλλά τον έφερναν αντιμέτωπο με το φθόνο και τη χλεύη των ανωτέρων του.


Τα ευρήματα της αναζήτησής έπληξαν ανεπανόρθωτα την αύρα του οικογενειακού μύθου, αλλά η αρχική  απογοήτευση για το περίφημο υπερωκεάνιο που δεν υπήρξε ποτέ, καθώς κι η εύλογη απορία μου για το πώς αυτός ο μύθος επικράτησε τελικά από γενιά σε γενιά, εξανεμίστηκαν από χαρά της καθ` όλα θαλασσινής περιπέτειας που έζησα αναζητώντας την απαρχή του. Μαργαριτάρια τα ευρήματα της αναζήτησης· και το διήγημα του Παπαδιαμάντη αλλά και η ξεχασμένη ιστορία της ατμοημιολίας που ναυπηγήθηκε στη Γλασκώβη πριν από 157 ολόκληρα χρόνια. Μαργαριτάρια; Μάλλον  θα ήταν καλύτερα να πω: κοράλλια. Γιατί βλέπετε, υπάρχει  ένα είδος μαύρου κοραλλιού που ονομάζεται κι αυτό πληξαύρα. Φέρει μάλιστα εντελώς τυχαία την επωνυμία “η αντιπαθής” που νομίζω ότι ταιριάζει γάντι στη δικιά μας Πληξαύρα· όχι βέβαια σε αυτή την μάλλον όμορφη της γαμήλιας φωτογραφίας, αλλά στην εκατόχρονη χωρίς μασέλα, που τόσο πολύ με είχε τρομάξει στα τέσσερά μου.


Η ιστορία αφιερώνεται στη Margo που της αρέσουν "τα παράξενα και σπάνια ονόματα", στην Bubu Rantanplis που έλεγε τις προάλλες "πόσο μαγικό είναι το διαδίκτυο" και στον βιβλιοθηκάριο που αδημονούσε για μια "βιωματική ιστορία".



Μουσική: The Crave, σύνθεση του Jelly Roll Morton που περιέλαβε ο Ennio Morricone στο soundtrack της ταινίας, The Legend Of 1900 



Στη φωτογραφία που βρήκα εδώ, εικονίζεται η ατμοημιολία Σφενδόνη




Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Tου λυχναριού που απόσβησε


"...ἀλλ’ ἄγε μοι μέλποντι μίαν συνάειδε τελευτὴν λύχνου σβεννυμένοιο καὶ ὀλλυμένοιο Λεάνδρου"*                 





Μια φορά κι ένα καιρό, σε ένα πύργο δίπλα στη θάλασσα, στην ακτή της Σηστούς, κατοικούσε ολομόναχη η Ηρώ. Ήταν μια πεντάμορφη βασιλοπούλα, παρθένα, ιέρεια της Αφροδίτης. Κάποτε σε μια μεγάλη γιορτή προς τιμήν της θεάς μαζεύτηκε κόσμος πολύς από μακρινά μέρη. Έφθασαν εκεί από την Ήπειρο, την Κύπρο, από τα Κύθηρα, ακόμα κι από το Λίβανο. Αλλά κι από τη γειτονική Φρυγία μα και την Άβυδο που βρισκόταν στην άλλη όχθη του Ελλησπόντου πήγαν προσκυνητές. Γυναίκες και άντρες. Κι οι γυναίκες μπορεί να πήγαν για να τιμήσουν τη θεά, μα οι άντρες όπου ακουστεί γιορτή, είναι πάντα πρώτοι, όχι τόσο τα πρόσφορα να πάνε στους αγίους, όσο για των ομορφονιών τα μαζωμένα κάλλη"(1).



Σε εκείνη τη γιορτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά η Ηρώ στο πλήθος. “Κι άστραψε φως η όψη της η τρισχαριτωμένη, καθώς η λευκοπρόσωπη Σελήνη που προβαίνει και τα χιονάτα μάγουλα ν' εροδοκοκκινίζαν σα ρόδο, σαν τριαντάφυλλον, ακράνοιχτο και δίχρο"(1). Όλοι θαμπώθηκαν από την ομορφιά της. Μα καθώς ήταν ιέρεια της Αφροδίτης κανένας δεν τόλμησε ούτε καν να σκεφτεί να την πλησιάσει· κανένας εκτός από τον Λέανδρο. "Ο ερωτικός Λέανδρος, όμορφος και νέος -τη θεία τραγωδία του οποίου τραγούδησε ο Μουσαίος- κατοικούσε στην Άβυδο· και από τότε δεν κατοίκησε εκεί κανένας τον οποίον τα χρόνια που ακολούθησαν, να θρήνησαν πιο πολύ.” (2)


Evelyn de Morgan (1885) Hero holding beacon for Leander εικόνα
 

Ο Λέανδρος που τον συνεπήρε ο Έρωτας, νίκησε τη συστολή του και την ώρα που ο ήλιος έδυε κι ανέτειλε ο αποσπερίτης, πλησίασε την Ηρώ, της έπιασε το χέρι και κεντρωμένος βαριά από τις σαϊτιές του μικρού θεού, άρχισε να αναστενάζει. Όντας σεμνή εκείνη τον απέκρουσε αμέσως και με το σώμα, που τραβήχτηκε απότομα απ` τ` άγγιγμά του, αλλά και με λόγια αυστηρά. “Μα σαν άκουσ' ο Λέανδρος τα τόσα πείσματά της, ένιωσε τα καμώματα των κορασιών που θέλουν, γιατί όταν ομορφόπαιδα μαλώνουν οι γυναίκες, φιλιά είναι τα μαλώματα και χάδια είν' οι φοβέρες” (1)


Τοιχογραφία από την Πομπηία 1ος μ.Χ αιώνας (4)

Άρχισε λοιπόν να της μιλά επιστρατεύοντας όλη τη ευγλωττία του παράφορα ερωτοχτυπημένου και σιγά σιγά “τα λόγια αγάπη γέννησαν και πήρε την καρδιά της”(1). Έτσι η Ηρώ αν και θεραπαινίδα της Κύπριδας που έπρεπε να μείνει παρθένα, ενέδωσε: δέχτηκε να τον παντρευτεί. Όμως τού είπε ότι ο γάμος τους έπρεπε να μείνει κρυφός. Τότε εκείνος την καθησύχασε λέγοντας: “Κόρη, για την αγάπη σου περνώ και τ' άγριο κύμα κι ούτε φουρτούνα ούτε βοήν της θάλασσας τρομάζω.”(1)
 


Νόμισμα της Αβύδου της εποχής του Σεπτίμιου Σεβήρου. Στην μια πλευρά εικονίζεται ο αυτοκράτορας και στην άλλη ο Λέανδρος που διασχίζει τον Ελλήσποντο   ενώ η Ηρώ τον περιμένει πάνω σε ένα πύργο. εικόνα

Της υποσχέθηκε λοιπόν ότι κάθε βράδυ από τις ακτές της Αβύδου θα έπεφτε -ερωτοκάραβον σωστό- στη θάλασσα και θα διέσχιζε  τον Ελλήσποντο και θα έφτανε μέχρι απέναντι στη Σηστό για να βρεθεί στην αγκαλιά της. Μόνος οδηγός του σε αυτή τη ρότα της αγάπης, δεν θα ήταν ούτε η Πούλια, ούτε τα άλλα άστρα του ουρανού, μα ο λύχνος που θα κρατούσε εκείνη για να τού δείχνει το δρόμο μέχρι τον όρμο όπου υψώνονταν ο πύργος της εύπλοιας(4) Αφροδίτης. Αλλά θα έπρεπε να έχει το νου της στους δυνατούς ανέμους “μήν τόνε σβήσουν και με μιας χάσω κι εγώ τη νιότη, το λύχνο σου, της δόλιας μου ζωής το φωτοδότη”(1)





Αφού συμφωνήσανε να κρυφοπαντρευτούνε, “και στην κρυφή τους τη χαρά και στο κρυφό του γάμου το λύχνο βάλαν μαρτυριά ως βάζει ο κόσμος άστρο”(1) με δυσκολία αποχωρίστηκαν ο ένας απ` τον άλλον. Ο Λέανδρος επέστρεψε στην Άβυδο με τους άλλους προσκυνητές και την επόμενη νύχτα, την πρώτη που θα περνούσαν μαζί, περίμενε μεσ` το σκοτάδι μπροστά στη θάλασσα να διακρίνει τον λύχνο απέναντι. Κι όταν είδε να τον καλεί, αψηφώντας τη λύσσα του αέρα και την παραφορά των κυμάτων γδύθηκε και ξεκίνησε· αυτός κουπί, αυτός πανί, αυτός ταχύ καράβι. (1) 


John Gibson The Meeting of Hero and Leander, 1822 εικόνα 


Κι απέναντι η Ηρώ, καρτερούσε με το λύχνο στα χέρια και κάθε φορά που ο αέρας πήγαινε να τον σβήσει, έστηνε απάγκιο την ποδιά της πλάι στη φλόγα του. Με χίλια βάσανα κατάφερε να βγει ο Λέανδρος στην άλλη όχθη. Και σαν ακόμ' αφρόσταζε και σαν αγκομαχούσε, τον πήγε μες στο νυφικό παρθενοθάλαμό της και το κορμί του το `λουσε και μοσχομύρισέ τον με λάδι, με ροδόλαδο και του `σβησε την άρμη. (1)

William Etty  The Parting of Hero and Leander 1827 εικόνα


Εκείνη τη νύχτα έσμιξαν για πρώτη φoρά. Ενάντια στο νόμο της Κύπριδας, χωρίς τις πρέπουσες γαμήλιες τιμές στην Ήρα, κρυφά κι από τους γονείς τους. Χωρίς ευχές, χωρίς χορούς, χωρίς τραγούδια. Κρυφά, στα σκοτεινά· ανεύλογη χαρά. Μόνο το φως του λύχνου -παραστάτης και μάρτυρας,  φάρος της αγάπης τους. Και την αυγή πάλι κατά την Άβυδον εξανακολυμπούσε και μύριζε ο αχόρταγος νυχταγκαλιές ακόμα. (1) Για να επιστρέψει την επόμενη. Κι όλες τις νύχτες στη σειρά. 



Joseph Mallord William Turner - The Parting of Hero and Leander (1837) εικόνα 


Έτσι η Ηρώ κοράσι ήταν ολημερίς κι ολυνυχτίς γυναίκα(1). Κι οι δυο τους παρακαλούσαν κάθε μέρα να βασιλέψει ο ήλιος, να πέσει το σκοτάδι, να ανάψει ο λύχνος, να ριχτεί στη θάλασσα ο Λέανδρος για να πάει να ανταμώσει τη γυναίκα του που τον καλούσε: Εμπρός, τον ίδρο σου άφησε μες στους δικούς μου κόρφους. Και πριν το ξημέρωμα να πάρει πάλι το θαλασσινό δρόμο της επιστροφής. 




Έφτασε όμως η βαρυχειμωνιά που ξεσέρνει τα καράβια στις αμμουδιές για να γλυτώσουν κι αυτά κι οι ναύτες τους απ` τ' αγριόκαιρα και τες ανεμοζάλες(1). Κι αντί να μείνουν χωριστά μέχρι να καλοσυνέψει πάλι ο καιρός, έσπρωξε η μοίρα κι η αγάπη - γιατί δεν εξαρτάται από τη δύναμή μας να αγαπούμε ή να μισούμε(2) – το χέρι της κι άναψε το λύχνο. Τον είδε ο Λέανδρος κι ο φόβος της ανταριασμένης θάλασσας δεν τον κράτησε στην Άβυδο, γιατί της είχε τάξει “ούτε φουρτούνα ούτε βοήν της θάλασσας τρομάζω”, μόνο ρίχτηκε και πάλι στα νερά του Ελλησπόντου.


Victor Janssens. Hero and Leander εικόνα

Τότε πηδούσε το νερό, κύμα στο κύμα εκύλα κι ο ουρανός κι η θάλασσα τότε γινήκαν ένα κι από παντού σηκώθη αχός που μάχονται οι ανέμοι(1). Παρασυρμένος ο Λέανδρος από το ρεύμα, παρακαλούσε την ποντιάδα(4) Αφροδίτη, τον Ποσειδώνα που ορίζει τα πελάγη και τον Αίολο να τον συνδράμουν. Κανείς τους δεν τον άκουσε, μα ούτε ο Έρωτας έτρεξε να τον σώσει. Κι έφτασε στην απελπισία του, βλέποντας πως σίγουρα αφανίζεται, να εκλιπαρεί τα κύματα: “Αφήστε με να φτάσω εκεί και στο γυρισμό η οργή σας, ας πάρει τη ζωή μου.”(3) 

 Keller Ferdinand Hero Finding Leander εικόνα
Μα ούτε τα κύματα έστρεξαν. Τον έδερναν, τον έπαιρναν κι η δύναμή τους θεριεμένη έσβηνε τη δική του. Άξαφνα εχύθη και νερό καμπόσο στο λαιμό του, κι ήπιε ποτόν ανώφελο, ποτόν άρμη γεμάτο, κι άνεμος έσβησε πικρός τον άπιστο το λύχνο και την ψυχή κι αγάπη του του θλιβερού Λεάνδρου.(1)

Jean-Joseph Taillasson Hero and Leander 1800 εικόνα

Η Ηρώ άγρυπνη, γεμάτη αγωνία τον περίμενε όλη τη νύχτα και κοίταζε τον πόντο με την ελπίδα να της φέρει τον αγαπημένο της. Την αυγή πια, μόλις τον αντίκρισε άψυχο να χτυπιέται στα βράχια, έσχισε το χιτώνα της και ρίχτηκε από τον πύργο. Κι απάνω απέθαν' η Ηρώ στον άψυχό της άντρα, κι απόμειναν αγκαλιαστά τα δυό τα λείψανά τους.(1)


Domenico Fetti - Hero and Leander εικόνα



(Η τραγική ιστορία του Λέανδρου και της Ηρώς εντάσσεται στις Αλεξανδρινές παραδόσεις που περιέχουν θέματα που δεν τα συναντούμε στο μυθολογικό υλικό παλιότερης εποχής. Τα θέματα των αλεξανδρινών παραδόσεων είναι συχνά νεοπλασίες πάνω σε γνωστά μυθικά θέματα ή διασκευές τους και φορτίζονται με συμπιλήματα από λαϊκά παραμυθικά στοιχεία. Κατά το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα, αποτελούν λογοτεχνικές κατασκευές, που οι δημιουργοί τους εκμεταλλεύονται ποιητικά ένα μυθικό στοιχείο και το αναπτύσσουν περίπου μυθιστορηματικά, συνθέτοντας μια ερωτική ιστορία. Η ιστορική σημασία των Αλεξανδρινών παραδόσεων βρίσκεται στο γεγονός ότι χρησίμευσαν σαν αφετηρία ενός λογοτεχνικού είδους, της μυθιστορίας, που η ανάπτυξή της έφτασε ως τους νεότερους χρόνους. (4, σελ331)

Ο συγκεκριμένος μύθος φαίνεται ότι είναι επίνοια της ρομαντικής διάθεσης του ελληνιστικού κόσμου που αρεσκόταν να πλάθει διηγήσεις για ιδανικά ζευγάρια που ριχνόταν σε τρομερές περιπέτειες ώσπου να ευοδωθεί το πάθος τους. Όπως δείχνουν πολυάριθμες παραστάσεις σε ανάγλυφα, σε ζωγραφιές, και σε νομίσματα, ο μύθος πρέπει να ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στην αρχαιότητα. Στα νεότερα χρόνια ενέπνευσε αρκετούς ποιητές, δραματουργούς και ζωγράφους.
 (4, σελ346) 






*Έλα θεά, τραγούδα μου, να πούμε το 'να τέλος
του λυχναριού που απόσβησε και του παιδιού που εχάθη.




1 Μουσαίος, “Τα καθ’ Ηρώ και Λέανδρον “ μετάφραση Σίμος Μενάρδος
το πρωτότυπο κείμενο εδώ, η μετάφραση εδώ 
2 Christopher Marlowe, Hero and Leander 
3 Garcilaso de la Vega Soneto XXIX
4 Ελληνική Μυθολογία, Οι ήρωες, τόμος 3ος Εκδοτική Αθηνών


George Frideric Händel Ero e Leandro 

Ο Λέανδρός σου, Κώστας Καζης και χορωδία 1924




Αναδημοσίευση στο toportal.gr και στο people & ideas