Χαμογελάω.
Το βλέπεις. Κατάμαυρο γυφτάκι, δίπλα
στη θάλασσα. Ηλικία; Αδιευκρίνιστη. Ενώ
σε όλες τις παιδικές φωτογραφίες υπάρχει
στην πίσω πλευρά με ωραία γράμματα,
σχολαστικά σημειωμένος ο τόπος, η
ημερομηνία και η ηλικία -υπολογισμένη
με ακρίβεια ημέρας- σε αυτή τίποτα.
Υπολογίζω ότι είμαι γύρω στα τρία. Βαριά
τέσσερα. Προφανώς είναι καλοκαίρι και
βρίσκομαι κάπου στην Κρήτη. Αν κρίνω
από τα κύματα και το χαμηλό ύψος που
βρίσκεται το αεροπλάνο, στο βόρειο
μέρος.
Χαμογελούσα
μόνο μπροστά στο φακό. Σπάνια σε άλλες
περιπτώσεις. Ίσως για να υπάρχουν στο
μέλλον πειστήρια μιας ευτυχισμένης
παιδικής ηλικίας. Δεν ήταν όμως. Το
θυμάμαι πολύ καλά. Όχι γιατί της έλειπε
κάτι βασικό, μα γιατί ήταν μοναχική. Πολύ
μοναχική. Θυμάμαι ακόμα τις ώρες που
έπαιζα χωρίς παρέα. Ατέλειωτες ώρες,
βουβές, στο δωμάτιό μου, χωρίς να έχω
δίπλα μου κάποιον να μοιραστώ, να παίξω. Χωρίς να έχω απένταντί μου κάποιον να
συναγωνιστώ, να μιλήσω, να τσακωθώ, και
μετά να φιλώσω.
Περίμενα
αδέλφια πώς και πώς αλλά δεν ερχόταν.
Παρακαλούσα, γονείς, πελαργό και
Παναγίτσα. Με αυτή τη σειρά. Τίποτα. Οι
γονείς, γι αυτό όπως και για όλα τα άλλα
που ζητούσα, έθεταν ως προϋπόθεση το
γενικό και αόριστο “να γίνεις πρώτα
καλό παιδί”. Οι πελαργοί πάλι, όποτε τους
συναντούσα, εκεί ψηλά που ήταν, μάλλον
δε με άκουγαν. Αλλά κι η Παναγίτσα έμενε
ασυγκίνητη στις επικλίσεις μου, στις
οκτώ ακριβώς κάθε βράδυ. Με το που
ακουγόταν και το όγδοο νταν από το ρολόι
της Αγίας Παρασκευής, άρχιζα την προσευχή
μου και στο τέλος, εκεί που έλεγε “στείλε
μου και πάλι/κοντά στο προσκεφάλι/ τον
άγγελό μου τον καλό” κολλούσα τον
καημό μου: “κι ένα αδελφάκι”. Δεν το
άκουγε; Δεν πίστευα αρκετά; Δεν έκανε
ρίμα η προσθήκη μου με τον προηγούμενο
στίχο; Δεν ήξερα τί να υποθέσω. Το
αποτέλεσμα είχε σημασία· παρέμενα
μοναχοπαίδι.
Όταν
είδα κι απόειδα, πήρα την κατάσταση στα
χέρια μου. Φαντάστηκα ότι είχα αδελφό,
δίδυμο μάλιστα, που για αδιευκρίνιστους
λόγους είχε χαθεί. Καθόλου πρωτότυπο
όπως έμαθα αργότερα. Όλα τα μοναχοπαίδια
το κάνουν. Άρχισα λοιπόν να τον ψάχνω,
αναζητώντας το σημάδι που ως δίδυμος
θα είχε, ακριβώς ίδιο με το δικό μου στο
δεξί του πλευρό. Ήταν δυο πόντους πλατύ, καμιά δεκαριά σε μήκος κι ακολουθούσε
την καμπύλη του θώρακα. Σε αυτό το τμήμα,
το δέρμα ήταν εμφανώς πιο ανοιχτό και
όταν το καλοκαίρι μαύριζα “σαν
γυφτάκι”, η διαφορά γινόταν ακόμα
πιο έντονη. Το δικό του σημάδι λοιπόν
όφειλε να είναι το ίδιο ακριβώς και
άντε, αντί στο δεξί, να ήταν στο αριστερό
πλευρό.
Ιδανική
περίοδος για την αγωνιώδη αναζήτησή
μου ήταν το καλοκαίρι. Ιδανικός τόπος,
η παραλία. Έτσι, ανάμεσα σε κολύμπι,
βουτιές και πυργάκια στην άμμο, πάντα
μόνος, έριχνα κλεφτές ματιές στα άλλα
παιδιά, αναζητώντας μάταια, το σημάδι·
αυτό το σίγουρο στοιχείο, που θα με
οδηγούσε στον αδελφό μου. Μόλις το
έβλεπα, δεν υπήρχε περίπτωση, θα τον
αναγνώριζα. Θα τον πλησίαζα και δεν θα
χρειαζόταν να του πω απολύτως τίποτα
γιατί εκείνος αμέσως θα καταλάβαινε.
Γιατί δεν μπορεί, κι αυτός λογικά θα με
έψαχνε.
Από
τα νήπια και μετά, και ιδιαίτερα στο
δημοτικό, σταδιακά άρχισα να παραμελώ
την αναζήτηση. Όχι γιατί μέχρι τότε
είχε αποβεί μάταιη και είχα απογοητευτεί,
αλλά γιατί το κενό του χαμένου αδελφού
άρχισαν να γεμίζουν συμμαθητές κι οι
φίλοι στη γειτονιά, που ως μεγάλο παιδί
πια μπορούσα να βγαίνω για παιχνίδι.
Εκείνοι έγιναν χρόνο με το χρόνο τα
αδέλφια μου. Τότε χτίστηκαν οι φιλίες
που όχι μόνο αντέχουν ακόμα, μα γίνονται
ακόμα πιο δυνατές.
Μπήκαν από τότε γερά θεμέλια και στέρεα
υλικά: Δάκρυα για ματωμένα γόνατα και
τιμωρίες για αταξίες, γέλια και τραγούδια
σε σκανταλιές, εκδρομές και κοπάνες,
ατέλειωτες εκμυστηρεύσεις στην εφηβεία
και τρελές αγωνίες σε εξετάσεις, μα πάνω
από όλα, αγάπη.
Κι
όταν πίστεψα πια ότι αυτές οι φιλίες
είχαν καλύψει απόλυτα το κενό ενός
αδελφού, έφτασαν εκείνες οι ατέλειωτες
ώρες σε μια καρέκλα δίπλα σε ένα κρεβάτι
εντατικής, τότε που ο χρόνος μετρούσε
με τον ορό που έπεφτε σταγόνα σταγόνα. Κι ύστερα ήρθαν αυτά τα ατέλειωτα, αργά
βήματα μέχρι τα μνήματα. Τότε, κι εκείνες
τις ώρες μόνο, κατάλαβα πως το βάρος της
απώλειας του πατέρα, θα μπορούσε να
σηκώσει μαζί μου, μόνο ένας άνθρωπος
βγαλμένος από την ίδια μήτρα. Κι ας ήταν
οι φίλοι ουσιαστικά δίπλα μου.
Το
σημάδι στο δεξί μου πλευρό έσβησε στην
εφηβεία. Χάθηκε όπως ακριβώς είχε
εμφανιστεί στη βρεφική ηλικία: ανεξήγητα.
Σήμερα ακόμα ψάχνω για αδέλφια, αναζητώντας
όμως άλλα σημάδια. Με άλλους τρόπους.
Κάποτε λαθεύω, νομίζω ότι βρέθηκαν, μα
μετά διαπιστώνω ότι έπεσα έξω. Προσωρινά
απογοητεύομαι αλλά δε σταματάω την αναζήτηση γιατί
ξέρω με σιγουριά ότι τα χαμένα μας
αδέλφια, αυτά που φέρουν τα ίδια με μας
σημάδια, υπάρχουν και μας ψάχνουν κι
εκείνα.
Το
σημερινό ποστ είναι η συμμετοχή του
τσαλαπετεινού στο διαδικτυακό αφιέρωμα
στις παιδικές μας φωτογραφίες,
κατόπιν παρακίνησης του κυρίου Κατσαμάκη.
Συμμετέχουν:
Κυνοκέφαλοι: Τα
καλοκαίρια ακόμα κόβονται στα τρία
Σημειωματάριο: Μια παλιά φωτογραφία
AnnaSilia: Παυλάκης
ο Τρομερός
Deva Aleema: Μια παιδική φωτογραφία
Το Ερυθρό Καγκουρώ: Μια (όχι και τόσο) παιδική φωτογραφία
Deva Aleema: Μια παιδική φωτογραφία
Το Ερυθρό Καγκουρώ: Μια (όχι και τόσο) παιδική φωτογραφία
Polyanna: Το
γαϊτανάκι μας- μια παιδική
φωτογραφία
Κidscloud: Απόκριες, κάποια χρόνια πριν...
Mambo Tango: Κοίτα το πουλάκι
amother`s day: Παιδική φωτογραφία
Κidscloud: Απόκριες, κάποια χρόνια πριν...
Mambo Tango: Κοίτα το πουλάκι
amother`s day: Παιδική φωτογραφία
Τσαλαπετεινός: Μοναχοπούλι