Το καφέ της γωνίας, είναι το στέκι της γειτονιάς. Τη δεύτερη φορά που θα περάσεις το κατώφλι του, θα σε καλωσορίσουν με το όνομά σου, που ρώτησαν να μάθουν από την πρώτη.
Εκεί
θα βρεις τον πληθωρικό Λένι, Ιταλό
δεύτερης γενιάς, συνταξιούχο οδηγό
τραίνου - “και
πεζοναύτης”
όπως τονίζει- που θυμάται και διηγείται
και ξαναδιηγείται την τελευταία του
διαδρομή στο τιμόνι που κατέληξε στον
Grand
Central.
Πάντα
στη γωνία κάθεται η γλυκιά Φατιμά
από την Ιορδανία. Σε κερνάει καφέ
και σου εξιστορεί με αμεσότητα την
πολυτάραχη ζωή της. Άλλοτε βουρκώνει,
άλλοτε χαμογελά κι άλλοτε σοβαρεύει.
Και σαν να διαβάζει τη σκέψη σου, καταλήγει
εμπιστευτικά: “Έχω αρχίσει να τα γράφω
ξέρεις...”
Η
Ελένη, γέννημα θρέμα της γειτονιάς, θα
απλώσει στα λιγοστά τραπέζια και θα μας
δείξει παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
της περιοχής, από εκείνη τη μακρινή
εποχή που πρωτοήρθαν Έλληνες στην
Αστόρια και τους κοίταζαν με μισό μάτι
οι Ιρλανδοί που ήταν ήδη εγκαταστημένοι
εδώ.
Ο
Ζαν, ο νεαρός μαύρος χορευτής που πρόσφατα
έφτασε από το Παρίσι κι εγκαταστάθηκε
σε ένα δωμάτιο δυο δρόμους πιο πάνω, θα
φτάσει καθυστερημένος. Τον ρωτάνε όλοι
“πώς πήγε;” και καθώς βγάζει παλτό,
γάντια, κασκόλ και σκουφί, μας λέει
ενθουσιασμένος για την πρώτη του οντισιόν
επί αμερικανικού εδάφους. Κανείς δεν
έχει αμφιβολία ότι ο Ζαν θα πάρει τη
δουλειά.
Μετά
θα γυρίσουμε όλοι το βλέμμα μας στην
είσοδο για να κοιτάξουμε τη μικροκαμωμένη
Ασιάτισσα με τον πανύψηλο Εβραίο με το
καπελάκι που μόλις μπήκαν, όχι γιατί
είναι παράξενο ζευγάρι-το σκέκι είναι
ήδη μια ωραία Βαβέλ- μα γιατί περνάνε
πρώτη φορά από εδώ. θα κάνουμε ησυχία
και θα περιμένουμε να ακούσουμε τον
Φρεντ που έχει βάρδια το απογευμα, να
τους φωνάζει να πάρουν από το μπαρ τα
ροφήματά τους: “Χανάκο καπουτσίνο,
Ααρών εσπρέσο” .
Ύστερα
θα
μείνουμε
αμίλητοι κοιτάζοντας έξω από τη τζαμαρία.
Η
χιονοθύελλα έχει ξεκινήσει ακριβώς την
ώρα που είχαν προβλέψει τα δελτία καιρού
και οι περαστικοί που λιγοστεύουν,
γίνονται ολοένα και πιο βιαστικοί.
Το
σταυροδρόμι μετατρέπεται
σε σκηνή κι εμείς στα ζεστά -όλοι μια
παρέα- θεατές.
Στο
στέκι της γειτονιάς, που από τη δεύτερη
φορά που θα περάσεις το κατώφλι του,
όλοι θα σε καλωσορίσουν με το όνομά σου,
ακούγεται μόνο η μηχανή του καφέ να
ξεφυσάει κι από τα ηχεία ο
Willie
Nelson να εξομολογείται: "My
Baby's Gone".
2 σχόλια:
τόσες σκέψεις και το στόμα μου έχει μείνει αμίλητο.
Θα καταθέσω σιωπή λοιπόν, ίσως με ένα χαμόγελο και μερικές νότες.
happypepper: Αυτά παθαίνεις αμα είσαι στα ζεστά και κοιτάς το χιόνι να πέφτει.
Να κι άλλο ένα τραγούδι:
http://www.youtube.com/watch?v=MGDXUhpZ7-Y
Δημοσίευση σχολίου