Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Τα ακριβά αυγά



Παραμάσχαλα πήρα το σκαμνάκι μου. Στο άλλο χέρι, το καλάθι με τα αυγά. Εβδομήντα σίγουρα. Ίσως και περισσότερα. Με δυσκολία τα κουβάλησα μέχρι την αγορά, όμως τα κατάφερα μια χαρά: όλα έφτασαν ανέπαφα. Φτάνοντας στο μαγαζί του θείου Χαρίλαου, αντί να μπω μέσα όπως έκανα συνήθως - όχι μόνο γιατί μού έδινε πάντα γενναιόδωρο χαρτζιλίκι αλλά γιατί ήταν έξω καρδιά αυτός ο πανύψηλος συγγενής- τον χαιρέτησα κι έστησα στο πεζοδρόμιο το μαγαζάκι μου.

Βγήκε παραξενεμένος και με ρώτησε τί παιχνίδι έπαιζα. Τού εξήγησα ότι ήμουν πλέον μεγάλος και από εκείνη τη μέρα, ξεκινούσα δουλειά. Θα πουλούσα τα αυγά που μού έδωσε ο πατέρας μου την προηγούμενη όταν του ανακοίνωσα την απόφασή μου να αρχίσω να εργάζομαι. “Άντε ανιψιέ, καλές δουλειές!” μου ευχήθηκε και μπαίνοντας στο μαγαζί του κοντοστάθηκε και συμπλήρωσε. “Μεγάλη Τρίτη σήμερα και παζάρι, θα ξεπουλήσεις γρήγορα.”

Έτσι όπως ήταν χρόνια έμπορος αλλά και γιος και εγγονός εμπόρων η τελευταία του κουβέντα είχε μεγάλη βαρύτητα. Κάθισα στο σκαμνάκι μου, έβαλα μπροστά στα πόδια μου το καλάθι με τα αυγά και περίμενα ανυπόμονα, όχι τον πρώτο πελάτη, αλλά τη στιγμή που η τσέπη μου θα ήταν γεμάτη από τις εισπράξεις και το καλάθι άδειο από την πραμάτεια.

Έχοντας δει στο παζάρι τους μπαξεβάνηδες κυρίως, να ξελαρυγγίζονται διαλαλώντας τα ζαρζαβάτια τους, αποφάσισα να ακολουθήσω άλλη πολιτική πωλήσεων, λιγότερο επιθετική. Έτσι παρέμεινα αμίλητος αλλά πότε πότε έβγαζα από το καλάθι ένα αυγό, το κρατούσα επιδεικτικά, ψηλά, θαυμάζοντας το μέγεθος και την ποιότητά του που ναι μεν δε φαινόταν, αλλά ήταν αδιαμφισβήτητη: οι κότες μας έκαναν πεντανόστιμα αυγά.

Λογικά, αν το καταναλωτικό κοινό ήξερε το συμφέρον του, έπρεπε πολύ σύντομα να δημιουργηθεί ουρά στο μαγαζάκι μου και τα αυγά να γίνουν ανάρπαστα. Αυτό όμως δε συνέβη. Ήταν Μεγάλη Τρίτη, ο κόσμος χρειαζόταν αυγά για να βάψει για το Πάσχα και για να κάνει τσουρέκια, αλλά είχε περάσει ήδη μισή ώρα κι εγώ δεν είχα κάνει ακόμα σεφτέ.

Σκέφτηκα ότι τελικά οι μπαξεβάνηδες ίσως δεν είχαν άδικο που ξελαρυγγιζόνταν. Εκείνοι ήξεραν τον ενδεδειγμένο τρόπο πώλησης κι εγώ έκανα λάθος. Δοκίμασα να φωνάξω, μα μόλις και ακούστηκε η φωνή μου να λέει σχεδόν ψιθυριστά: “Αυγά, εδώ τα καλά αυγά”. Ήταν η πρώτη φορά που είχα βγει να πουλήσω κάτι στη ζωή μου και κατάλαβα μια και καλή, ότι δεν μπορούσα να το κάνω.

Ωστόσο, κάποιος περαστικός -από τους πολλούς εκείνης της μέρας- σταμάτησε και με ρώτησε πόσο κάνουν τα δεκαπέντε αυγά. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ένα ακόμα τεράστιο πρόβλημα που είχα να αντιμετωπίσω: ημουν μαθητής της πρώτη δημοτικού και δεν ήξερα ακόμα πολλαπλασιασμό. Επομένως ήταν αδύνατον να υπολογίσω το δεκαπέντε επί 0,65 της δραχμής, που μού είχε πει ο πατέρας μου ότι έκανε το κάθε αυγό.

Κοίταξα τον μοναδικό μου πελάτη απελπισμένος χωρίς να μπορώ να τού δώσω απάντηση. “Πόσο κάνουν λοιπόν;” με ξαναρώτησε και τότε, κάτω από την πίεση, αναγκάστηκα να στρογγυλέψω το ποσόν -προς τα πάνω βέβαια- οπότε του είπα θαρρετά: “Δεκαπέντε αυγά, δεκαπέντε δραχμές”. Γέλασε, είπε “Μικρέ, πολύ ακριβά τα πουλάς!” και έστριψε να φύγει.

Ναι, ακριβά τα δίνει, αλλά αυτά τα αυγά δεν είναι σαν τα άλλα” φώναξε ο θείος Χαρίλαος μέσα από το μαγαζί του. Ωστόσο ο πελάτης δεν μεταπείστηκε και έφυγε. Τις επόμενες τρεις ώρες, κανένας δε σταμάτησε και κανένας δεν έδειξε ενδιαφέρον για την πραμάτεια μου. Καθόμουν εκεί, στο σκαμνάκι μου, στο πεζοδρόμιο, χωρίς να φωνάζω, χωρίς να κρατάω επιδεικτικά όπως στην αρχή τα αυγά στα χέρια, με σκυμμένο το κεφάλι, προσπαθώντας χωρίς τις στοιχειώδεις απαιτούμενες γνώσεις να λύσω το μέγα μαθηματικό πρόβλημα που προέκυψε: πόσο κάνουν τα δεκαπέντε αυγά;

Το μεσημέρι πια, με πλήρη συναίσθηση της παταγώδους αποτυχίας μου και μάλιστα στο ξεκίνημα της εμπορικής μου σταδιοδρομίας, σηκώθηκα, πήρα παραμάσχαλα το σκαμνάκι μου, στο άλλο χέρι το γεμάτο καλάθι και έκανα ένα θλιμμένο νόημα στο θείο ότι κατεβάζω ρολά. “Έλα μέσα” μού φώναξε. “Η θεία σου μού παράγγειλε να της πάω αυγά σήμερα”.

Αναθάρρησα και μπήκα στο μαγαζί του. “Ξέρεις να μετράς μέχρι το εκατό;” με ρώτησε. Ήξερα. Μού έδωσε ένα άλλο καλάθι και μού είπε: “Μέτρησε τα αυγά, καθώς τα βάζεις στο άλλο καλάθι”. Το έκανα πολύ σχολαστικά για να μην τον απογοητεύσω. Βγήκαν ογδόντα έξι. “ Λοιπόν ανιψιέ, έχουμε και λέμε. Τα ογδόντα έξι αυγά, με μια δραχμή το ένα, κάνουν ογδόντα έξι δραχμές...” είπε ενώ τον κοίταζα έκπληκτος.

Έβγαλε από τη τσέπη του ένα μάτσο χαρτονομίσματα -τακτικά βαλμένα “κεφάλι με κεφάλι”- ξεχώρισε ένα κολλαριστό κατοστάριο και μού το έδωσε. “Δεν έχω ρέστα θείε” του είπα. “Άμα βρεις πόσα είναι τα ρέστα, δικά σου!”. Άρχισα να υπολογίζω πυρετωδώς με τα δάχτυλα, δυο φορές για σιγουριά και όταν κατέληξα, τού είπα: “Δεκατέσσερις δραχμές;”

Μού έπιασε τη μύτη με δείκτη και μέσο, μού την τράβηξε λίγο, έτσι όπως συνήθιζε να κάνει όποτε μού έδινε χαρτζιλίκι και μού είπε: “Άντε, καλό Πάσχα ανιψιέ!” Τεντώθηκα να τον φτάσω κι ο πανύψηλος θείος Χαρίλαος έσκυψε και με σήκωσε ψηλά. Τον αγκάλιασα και τον φίλησα, με τόση ευγνωμοσύνη που ήταν μάλλον περιττό να του πω κι το ευχαριστώ που διέσωσε την επιχείρησή μου από την καταστροφή. Όταν με κατέβασε, έβαλα το κατοστάρικο στη τσέπη, πήρα τα συμπαράγκλά μου και κουρασμένος από μιας μέρας σκληρή δουλειά, ξεκίνησα για το σπίτι. Στο δρόμο αποφάσισα ότι την επόμενη χρονιά, θα ξέρω νεράκι την προπαίδεια.

η φωτο από εδώ. 

Τα ακριβά αυγά στο buzz 
Αναδημοσίευση στο toportal 

6 σχόλια:

Evi Voulgaraki είπε...

Καταπληκτικό! {Ξέρω δεν πρέπει να λέω τέτοια, αλλά πάντα κάνω αυτό που δεν πρέπει. Μέχρι του χρόνου ίσως μάθω κι εγώ υπολογισμούς.)

Τσαλαπετεινός είπε...

Εύη Βουλγαράκη-Πισίνα: Του χρόνου λοιπόν, λίγο πριν το Πάσχα, θα ανεβάσω ένα κουίζ με δύσκολους υπολογισμούς -κάτι σαν πρόχειρο διαγώνισμα- για να τσεκάρουμε την πρόοδο.

;-)

Ανώνυμος είπε...

Η πολυαγαπημένη εποχή της παιδικής μας ηλικίας, το χωριό μας, οι συγγενείς μας, τα κομμάτια της ζωής μας! Τί απόμεινε από όλα αυτά? Μόνο οι αναμνήσεις! Νάσαι καλά που τις βγάζεις στη επιφάνεια! Καλή Ανάσταση! (Η Ανάσταση είναι ένα από τα πράγματα που αποφάσισα να ΜΗΝ ξανακάνω στο χωριό μου ΠΟΤΕ, για να έχω μόνο τις αναμνήσεις).

Unknown είπε...

Πόσο με συγκίνησες, για άλλη μια φορά...
Σαν να έβλεπα τον πιτσιρίκο μπροστά μου, αναψοκοκκινισμένο και θολωμένο από τις αριθμητικές πράξεις...
Να΄σαι καλά Τσαλαπετεινέ...
Να έχεις Καλή Ανάσταση και Καλό Πάσχα με υγεία και χαρές!!
Τα φιλιά μου...
**Αννιώ**

Τσαλαπετεινός είπε...

Ανωνυμε: Στα ζόρια, γυρίζουμε για λίγο στην παιδική ηλικία, μαζεύουμε δυνάμεις και επιστρέφουμε δριμύτεροι. Και ζούμε βέβαια το σήμερα για να έχουμε και από αυτό αναμνήσεις στο μέλλον.

;-)

Τσαλαπετεινός είπε...

Tis Annios: Πού να τον έβλεπες στη συνέχεια τον πιτσιρίκο -την επόμενη χρονιά αν θυμάμαι καλά- να παιδεύεται να μάθει νεράκι την προπαίδεια. Ειδικά το επτά...

Να σαι καλά Αννιώ!