Πήρα
τους δρόμους χθες τ` απόγευμα. Όχι βόλτα,
αυτοάμυνα. Εκεί που λες “αντέχω”,
εκεί που νομίζεις ότι με όλα αυτά που
φάγαμε και τρώμε κατάψυχα τα χρόνια της
κρίσης, ένα-δυο ακόμα θα μας περνούσαν
ξώφαλτσα, εκεί που λες ότι η ψυχή σου
έγινε πετσί πια, αδιαπέραστη, τσακίζεις.
Και παίρνεις τους δρόμους.
Χιλιόμετρα
βάδην, γοργό, με τα μάτια ανοιχτά, μπας
και πετύχω κάτι, μπας και να συναπαντήσω
κάποιον που θα επουλώσει τη
λύση της συνέχειας στο
τάχα πετσί- Ίαμα για τα αθέατα τραύματα μια που δεν αρκούσε ο γλυκός Οκτώβρης που
ανηφορίζει ακάθεκτος προς τον Άη Δημήτρη
κι εκείνο το παλιό, το τελευταίο ΟΧΙ που
προφέραμε.
-Τρώγεται!
Κουράστηκα
αναζητώντας μάταια γιατρειά στο βάδην,
έκοψα ταχύτητα και στάθηκα στα κάγκελα
μιας μάντρας που κάλυπτε αναρριχώμενο.
Αφηρημένος κοίταζα το φυτό και τα
εντυπωσιακά λουλούδια του που δεν είχα
ξαναδεί, όταν η πόρτα της αυλής άνοιξε
και βγήκε μια γυναίκα που επανέλαβε
έντονα, μια που προηγουμένως δεν την
είχα ακούσει: “Τρώγεται. Ο καπουτσίνος
τρώγεται!”.
Πρέπει
να ήταν γύρω στα εξήντα -βαριά εξήντα πέντε-
λεπτή και γλυκιά σαν Οκτώβρης. Γέλασε
στο απορημένο βλέμμα μου και έκοψε ένα
πορτοκαλί λουλούδι. Μού το πρόσφερε κι
αμέσως μετά, έκοψε άλλο ένα. “Τα βάζω
στις σαλάτες. Έχουν πολύ ιδιαίτερη
γεύση”, είπε και με προέτρεψε να
δοκιμάσω, ενώ εκείνη ήδη μασουλούσε το
δικό της.
Δίστασα,
όχι τόσο γιατί δεν είχα ξαναφάει ποτέ
πριν λουλούδι, μα γιατί έτσι όμορφο που
ήταν λυπόμουν να το μασήσω. Το κοίταζα
και δεν ήξερα, αν έπρεπε να το βάλω όλο
στο στόμα, ή έπρεπε να μαδήσω ένα ένα τα
πέταλα, όταν πρόσεξα στο εσωτερικό του
ένα ζούδι να γευματίζει αμέριμνο.
“Φιλαράκο, σειρά μου” σκέφτηκα και
φύσηξα δυνατά. Το ζούδι τινάχτηκε έξω.
Έκοψα
ένα πέταλο -πιστεύοντας ότι αυτός είναι
ο πιο ευγενικός τρόπος να φας λουλούδι-
και το έβαλα στο στόμα. Το μάσησα αργά
και αν εξαιρέσεις την αρχική βελούδινη
αίσθηση, η γεύση του ήταν συγγενική της
κάππαρης. Ξιδάτη, να σε ξαφνιάζει με την αψάδα της. Έκοψα
ένα πέταλο ακόμα και μετά έβαλα στο
στόμα όλο το υπόλοιπο. “Λοιπόν; Πώς
σου φαίνεται;” με ρώτησε η κυρία.
Είχα
ενθουσιαστεί με τη γεύση του καπουτσίνου,
ήδη φανταζόμουν να κοσμεί κυριολεκτικά σαλάτες με μαρούλι ή ρόκα, οπότε αντί
άλλης απάντησης, ζήτησα οδηγίες
καλλιέργειας. “Περίμενε να σου δώσω
λίγο σπόρο που μάζεψα, για να τον φυτέψεις
την άνοιξη” μού είπε η κυρία με
δικαιωμένο ύφος και μετά από λίγο έπαιρνα
το δρόμο για το σπίτι με ένα μικρό κουτάκι γενναιόδωρα γεμάτο σπόρους και με τη πιπεράτη γεύση
του λουλουδιού ακόμα στο στόμα μου.
Αργότερα
έψαξα στο διαδίκτυο για το Tropaeolum
majus -όπως είναι η
επιστημονική ονομασία του φυτού- από
την Νότιο Αμερική. Διάβασα αυτό που
γνώριζα με τη δοκιμή, ότι δηλαδή τα
άνθη, αλλά και τα φύλλα
του είναι βρώσιμα και
πλούσια σε βιταμίνη C καθώς
και ότι περιέχει
ουσίες με αντιβακτηριακές, αντιμυκητιακές
και αντιβιοτικές ιδιότητες. Στο
Μεξικό και στο Περού μάλιστα το
χρησιμοποιούσαν εδώ και αιώνες σαν
αντισηπτικό και επουλωτικό. Έχοντας πολύ καλύτερη διάθεση, θα
πρόσθετα στις ιδιότητές του ότι ανακουφίζει έστω και προσωρινά και τα αθέατα τραύματα. Αυτά που έχουμε φάει κατάψυχα.
η
φωτο της σαλάτας από εδώ
8 σχόλια:
Κάτι επουλωτικό έχουν και οι ιστορίες σου! Θέλω σπόρο, μη με ξεχάσεις, καθώς πετάς την άνοιξη, να σπείρεις και σ' εμάς λίγο...
Εύη Βουλγαράκη-Πισίνα : Έποψ ο Ιαματικός ή Έποψε ο σπορέας;
;-)
Έποψ ο σπορέας ιαματικών ή ο ιαματικός σπορέας ;)
Σταυρούλα: Σπορέας σίγουρα, ιαματικός δεν ξέρω. ;-)
...ιαματικός λέμε , ρώτα και τις άλλες ψυχές !
Ναι, ναι ιαματικός.....
alex_m : Μην ανησυχείς, το επόμενο καλοκαίρι θα έχουμε παραγωγή, για όλες τις ψυχές
;-)
marimar: Για την ώρα, θα βολευτώ με κάπαρη ;-)
Δημοσίευση σχολίου