Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Ιταπαρίκα*


Υπάρχει μια παραλία στην Ιταπαρίκα, ένας ανοιχτός κόλπος με λευκή, πάλευκη άμμο, πράσινα νερά και πίσω του φουντώνει μια συστάδα με φοίνικες, μπανανιές και άλλη βλάστηση που δεν αναγνώριζα. Ο ορισμός της εξωτικής παραλίας. Έτσι όπως κανείς δεν βρισκόταν εκεί όταν έφτασα, ένιωσα αμέσως Κρούσος. Ροβινσώνας Κρούσος. Βούτηξα για να δροσιστώ και έπειτα άραξα για λίγο στην άμμο. Για λίγο γιατί ήταν καταμεσήμερο στα τέλη  Γενάρη -κατακαλόκαιρο του νοτίου ημισφαιρίου- και η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Ωστόσο ο χρόνος ήταν αρκετός για να θαυμάσω, όχι μόνο το σύνολο -αυτό το μοναδικό τοπίο- αλλά κυρίως την άμμο που ωραιότερη και λευκότερη δεν είχα ξαναδεί. Καθώς όμως είμαι αυστηρός στην κριτική μου όταν πρόκειται για παραλίες, σκεφτόμουν ότι αν το πλάτος της συγκεκριμένης ήταν λίγο μεγαλύτερο, θα είχε τις ιδανικές αναλογίες.  Θα μπορούσα βέβαια με την κατάλληλη γωνία λήψης να διορθώσω το μοναδικό της “ελάττωμα”.  Εκείνη η ώρα όμως με το εκτυφλωτικό φως και τις αντανακλάσεις του στην λευκή επιφάνεια της άμμου, δεν ήταν κατάλληλη για φωτογραφίες.

Έφυγα κι όταν επέστρεψα αργά το ίδιο απόγευμα, νόμιζα ότι είχα βρεθεί σε άλλο τόπο. Στη θέση της παραλίας, υπήρχε κυριολεκτικά μια έρημος και στο βάθος -ίσως ένα χιλιόμετρο πιο πέρα- μόλις που διακρίνονταν η θάλασσα: μια μικρή, ελάχιστη μπλε γραμμή κάτω από τον ουρανό όπου ένα μεγαλειώδες ηλιοβασίλεμα βρίσκονταν στο αποκορύφωμά του. Δεν έβγαλα καμία φωτογραφία. Περπάτησα αρκετά προς το μέρος της θάλασσας, χωρίς όμως να τη φτάσω, γελώντας με την άμπωτη που σαν να είχε ακούσει την αυστηρή κριτική μου για τις αναλογίες της παραλίας, πήγε να τις διορθώσει μα το παράκανε.


*Νησί στην είσοδο του κόλπου Bahia todos os santos, όπου βρίσκεται το Salvador, η πρώτη πρωτεύουσα της Βραζιλίας

(της άμμου)

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Το δαχτυλίδι



Είχε αδυνατίσει και της έπλεε. Την ώρα που γλίστρησε από το δάχτυλό της και  έπεσε στη θάλασσα, το κατάλαβε αμέσως. Ήταν στα ρηχά, για αυτό, σίγουρη ότι θα το έβρισκε αμέσως. Αμμουδιά όμως ο βυθός, έκανε δυο βήματα αναζητώντας το και ανακατεύτηκε το σύμπαν. Άφαντο το δαχτυλίδι.  Του γάμου δαχτυλίδι· όχι η βέρα, άλλο, χρυσό με μια πέτρα κατακόκκινη και μέσα, στο εσωτερικό του, είχε ζητήσει ο άντρας της να χαράξουν  δυο λέξεις: Ζωή μου”.  Μάρθα την έλεγαν. Έσκασε. Δεν πέρασε μέρα που να μην της λείψει. Μέρα που να μην το αναζητήσει στο  δάχτυλο της που της φαίνονταν γυμνό χωρίς αυτό.  Μετά από 20 και βάλε χρόνια, όχι στην παραλία που το είχε χάσει, μα σε άλλο μέρος, είδε μια γυναίκα να το φοράει. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ήταν το δικό της. Η άλλη πρόσεξε πώς το κοίταζε και περίμενε. “Ζωή μου;” της είπε σιγανά. Με ερωτηματικό όμως στο τέλος, διστακτικά.  Δε χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα·  το έβγαλε αμέσως η άλλη  και της το έδωσε πίσω. 

(Της άμμου) 

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Συγνώμη Γιάννη Μπεχράκη







Έβλεπα χθες για πολλή ώρα την πρόσφατη φωτογραφία του Γιάννη Μπεχράκη που εικονίζει τουρίστες ξαπλωμένους σε παραλία στην Κω ενώ στην ακτή πλησιάζει ένα μικρό φουσκωτό με πρόσφυγες από τη Συρία και την Αφρική. Παρ' όλο που δεν με εξέπληξε η στάση τους, μού φάνηκε αδιανόητη η αδιαφορία τους. Αφόρητη.

Έκλεισα την οθόνη, αλλά συνέχισα να σκέφτομαι αυτή την εικόνα όλη μέρα χθες αλλά και σήμερα. Πριν λίγο, την κατέβασα και την έκοψα στη μέση. Στο ένα τμήμα της, αυτό με τους πρόσφυγες, φαντάζομαι τώρα που το βλέπω, ότι στην ακτή που δε φαίνεται πλέον, υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι να συνδράμουν, όπως ξέρω ότι συμβαίνει καθημερινά σε όλα τα νησιά που προσεγγίζουν οι κατατρεγμένοι. Στο δε άλλο τμήμα της φωτογραφίας, στη θάλασσα που δε φαίνεται, δεν υπάρχει τίποτα που να χαλάει τις διακοπές των τουριστών. Τίποτα που να τους κάνει ανάλγητα να στρέψουν το βλέμμα αλλού.


Μπορεί να είναι κάπως παρήγορο το αποτέλεσμα του crop και η αφελής ομολογουμένως σκέψη ότι αυτές οι δυο ομάδες ανθρώπων δεν συναντήθηκαν ποτέ, ωστόσο πρέπει να ζητήσω συγνώμη από τον Γιάννη Μπεχράκη που έκανα τέτοια επέμβαση στη φωτογραφία του.


Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Είκοσι, από τα δύο χιλιάδες




Είκοσι τραγούδια από τα περισσότερα από δύο χιλιάδες που έγραψε ο στιχουργός Κώστας Βίρβος που πέθανε χθες 6 Αυγούστου σε ηλικία 89 ετών. 


Ρίξε μια ζαριά καλή


Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω


Η Αγία Κυριακή


Καράβι με σημαία ξένη 


Γεννήθηκα για να πονώ


Εγνατίας 406


Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα


Θα κάνω ντου ρε πονηρή


Νανούρισμα


Ο αρκουδιάρης


Ο φωτογράφος


Παράπονα και κλάματα


Σάντα Μαρία


Σού `χω έτοιμη συγνώμη


Στου Μπελαμί το ουζερί 


Ανέβα στο τραπέζι μου


Μια γυναίκα πέρασε 


Η προξενήτρα


Ο κυρ Θάνος πέθανε


Στις φάμπρικες της Γερμανίας




update, με μερικά τραγούδια ακόμα κι ας ακυρώνουν το μισό τίτλο 

Τα τελευταία τα σκαλιά 


Πάρε τα χρυσά κλειδιά

Ίσως


Ο Λόγος (Παραμύθι, από το Θεσσαλικό Κύκλο)


Χρήστου Λεοντή- Κώστα Βίρβου "Καταχνιά"

Κωστας Βίρβος, συνέντευξη στον Γιώργο Λιάνη 2001

Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

Our beloved Louis

με τη μητέρα και την αδελφή του, το 1922

A kiss to bild a dream on



I will wait for you 




Hello Dolly




Mack the knife




When the saints go marching in 




What a wonderful word




La vie en rose 

με τον Γουόλτ Ντισνεϊ

The Bare Necessities




All that meat and no potatos


με τον πρόεδρο Νίξον


Black and blue




με τη γυναίκα του, την Λουσίλ, στη Ρώμη το 1949

I get Ideas


με την Λουσίλ, στην Αίγυπτο το 1961



West end Blues


με την Έλα Φιτζέραλντ


Summertime




Cheek to Cheek



"My whole life, my whole soul, my whole spirit is to blow that horn. When I go to the Gate, I'll play a duet with Gabriel. Yeah, we'll play Sleepy Time Down South and Hello, Dolly!.' Then he can blow a couple that he's been playing up there all the time" 

Ο  Λούις Άρμστρονγκ, γεννήθηκε σαν σήμερα 4 Αυγούστου του 1901 στην Νέα Ορλεάνη. 


Το ποστ αφιερώνεται στην Margo 

Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Ἒστω καὶ μία φορά

Ἐσεῖς ποὺ βρίσκεστε παρά θῖν' ἁλὸς
κι ἔχετε
μια θάλασσα στα μάτια σας,
μια παραλία ν᾿ ἀκουμπᾶτε το σῶμα σας,
ἓνα ἡλιοβασίλεμα νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,
μία σελήνη να τρελαίνει τις νύχτες σας,
κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;


Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους τῶν ἄστεων;



Πειράζοντας το ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, “Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή”