Αγαπημένο από τη στιγμή που το πρωτάκουσα – άργησα είναι αλήθεια, μάλλον γιατί δεν είναι από τα πιο γνωστά τραγούδια του Μάρκου- έπαιζε χθες χαλί, όλη μέρα στο μυαλό μου. Αναδύθηκε το πρωί, με αυτό το μυστήριο τρόπο των τραγούδιων να βγαίνουν στην επιφάνεια και να σε συντοφεύουν εμμονικά. Ατόφιο: η μουσική, οι στίχοι του, ακόμα κι αυτό το νοσταλγικό γρέζι της παλιάς ηχογράφησης.
Το απόγευμα πια υπέκυψα στις νοερές επαναλήψεις και το άκουσα κανονικά, στην πρώτη ηχογράφηση του 1947 με τη μοναδικά λιτή και βαθειά ζεστή φωνή της Στέλλας Χασκίλ. Αναζήτησα και τους στίχους, αν και τους θυμόμουν πολύ καλά. Το άκουγα και διάβαζα προσπαθώντας να φανταστώ τα γράμματα του Βαμαβακάρη στα τετράδια που σημείωνε τα “στιχάκια” του όπως τα έλεγε σεμνά ο ίδιος. Ή σε κομμάτια χαρτί, ή σε πακέτα τσιγάρων.
Αν για την Φραγκοσυριανή ξέρουμε πώς γράφτηκε, για το Χασαπάκι μπορούμε μόνο να εικάσουμε ότι το ερέθισμα τουλάχιστον ανάγεται στα χρόνια που δούλεψε ο ίδιος στα σφαγεία, αρχής γενομένης το 1925 σε ηλικία είκοσι χρονών. Έχει ενδιαφέρον ότι το πρώτο πρόσωπο, ο αφηγητής, αποδίδεται σε γυναικεία φωνή και όχι σε ανδρική, στη δικιά του όπως συμβαίνει με το σύνολο των ερωτικών του τραγουδιών. Ευσεβής πόθος; Ποιός μπορεί να ξέρει με σιγουριά;
Και αυτό το τραγούδι όπως και τα άλλα του Μάρκου διακρίνεται για τη στιχουργική του οικονομία. Σε δώδεκα μόλις στίχους καταφέρνει να περιγράψει τη γέννηση ενός έρωτα, τη φούντωσή του, το σκηνικό χώρο αλλά και το αντικείμενο του πόθου της γυναίκας- αποκλειστικά και μόνο. Για την ίδια, δεν υπάρχει κανένα εξωτερικό στοιχείο παρά μόνο η δήλωση του συναισθήματός της υπο μορφήν εξομολόγησης.
Σε κάθε ένα από τα τρία τετράστιχα, ένας στίχος περιγράφει τον νέο, το χασαπάκι, ξεκινώντας από το μέρος “την ελίτσα και τα φρύδια τα σμιχτά”, για να περάσει από το κοκκίνισμα στα μάγουλα και να καταλήξει στο σύνολο: “ένα μπόι λεβεντιά σα την λαμπάδα”. Αυτή η περιγραφή χρησιμεύει σαν υφάδι και δικαιολογία συνάμα για να αναπτυχθεί σε όλους τους άλλους στίχους το στιμόνι της εξομολόγησης. Και τα δύο μαζί περιπλέκονται αριστοτεχνικά σε μια αδιάσπαστη ενότητα.
Η έκφραση των συναισθημάτων όμως δεν ακολουθεί σταδιακή κορύφωση όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Αρχίζει με μεγάλη ένταση “μ` έχει κάνει σα τρελή”, στη συνέχεια αναλύεται ή ανιχνεύεται “με γοητεύει, με μαγεύει, με παιδεύει” για να συρρικνωθεί σε εκείνο το σεμνό “τον εσυμπάθησα μανούλα μου πολύ”. Με αυτόν τον τρόπο εισάγει, έστω και σε δεύτερο πλάνο το μητρικό πρόσωπο, δέκτη της εξομολόγησης που όμως φαίνεται να αντιδρά με επικριτικό βλέμμα στην έκρηξη του πάθους της κόρης. Κι αυτό ακριβώς το επικριτικό βλέμμα προσπαθεί να κάμψει στο τέλος όπου επανέρχεται όχι μόνο η ξεκάθαρη δήλωση της αγάπης αλλά και η έσχατη απειλή “ γι'αυτόνε, μάνα μου, στη μαύρη γη θα μπώ” ικανή να κάμψει κάθε αντίσταση.
Με αυτές οι σκέψεις για τα “στιχάκια” του Μάρκου κατάλαβα τελικά χθες γιατί το Χασαπάκι ήταν και παραμένει ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια.
Και το άκουσα μια ακόμα φορά.
Μεσ'στη χασάπικη αγορά ένα χασαπάκι,
με την ελίτσα και τα φρύδια τα σμιχτά,
όταν με βλέπει και περνάω από μπροστά του,
τη μαχαιρίτσα του στο κούτσουρο κτυπά.
Τα μαγουλά του κοκκινίζουν και με σφάζουν,
η ομορφιά του μ'έχει κάνει σαν τρελλή,
με γοητεύει, με μαγεύει, με παιδεύει,
τον εσυμπάθησα, μανούλα μου, πολύ.
Εχει ένα μπόι λεβεντιά σαν τη λαμπάδα,
να ξέρεις, μάνα μου, τρελλά τον αγαπώ
και όπως πάω, αν δεν τον πάρω, θα χτικιάσω,
γι'αυτόνε, μάνα μου, στη μαύρη γης θα μπω.