Ματωμένος
Γάμος, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος
Φεγγάρι:
Είμ`
ένας κύκνος στρογγυλός μες το ποτάμι,
είμ`
ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά,
και
μες στις φυλλωσιές φαντάζω
ψεύτικο
φως της χαραυγής.
Κανείς
δε μου γλυτώνει εμένα!
Ποιος
κρύβεται;
Ποιανού
το κλάμα γροικιέται μες στο χέρσο
κάμπο;
Ένα
μαχαίρι έχω κρεμάσει μες στον ανταριασμένο
αγέρα,
που
λαχταράει, μολύβι τώρα, πόνος να γίνει
μες στο αίμα.
Σαλώμη,
Όσκαρ Ουάιλντ,
Μετάφραση: Στάθης
Σπηλιωτόπουλος
Σαλώμη:
Δε
θέλησες να μ’ αφήσεις να φιλήσω το
στόμα σου, Γιοχανάν. Καλά λοιπόν!
Τώρα θα το φιλήσω. Θα το δαγκώσω με τα
δόντια, όπως δαγκώνει κανείς τον ώριμο
καρπό. Ναι, θα το φιλήσω το στόμα σου,
Γιοχανάν. Αλλά γιατί δε με κοιτάς; Τα
μάτια σου που ήσαν τόσο τρομερά, που
ήσαν τόσο γεμάτα οργή και καταφρόνια,
είναι κλεισμένα τώρα. Άνοιξε τα μάτια
σου! Σήκωσε τα βλέφαρά σου, Γιοχανάν.
Γιατί δε με κοιτάζεις;
… Κι η γλώσσα σου, που
ήταν σαν κόκκινο ερπετό που ακοντίζει
δηλητήρια, δεν κουνιέται πια, δε λέει
τίποτα τώρα, Γιοχανάν, η κόκκινη αυτή
οχιά που ξέρασε το φαρμάκι της απάνω
μου. Δε με θέλησες, Γιοχανάν. Μ’
απόκρουσες. Μου είπες πράματα αποτρόπαια.
Μου φέρθηκες σα να ήμουν εταίρα, σα να
ήμουν πόρνη, εγώ, η Σαλώμη, η κόρη της
Ηρωδιάδας, Πριγκίπισσα της Ιουδαίας!
Ε, λοιπόν, Γιοχανάν, εγώ ζω ακόμα, αλλά
εσύ είσαι νεκρός και το κεφάλι σου μου
ανήκει. Μπορώ να το κάμω ό,τι θέλω. Μπορώ
να το ρίξω στα σκυλιά και στα πουλιά
του αέρα. Ό,τι αφήσουν τα σκυλιά, τα
πουλιά του αέρα θα το φάνε… Αχ! Γιατί
δε με κοίταξες, Γιοχανάν; Αν με είχες
δει, θα μ’ είχες αγαπήσει. Ξέρω καλά
πως θα μ’ είχες αγαπήσει, και το μυστήριο
της αγάπης είναι πιο μεγάλο απ’ το
μυστήριο του θανάτου. Μόνο την αγάπη
πρέπει να κοιτάζει κανείς. (Φιλάει
το στόμα του Γιοχανάν) Α,
το φίλησα το στόμα σου, Γιοχανάν, το
φίλησα το στόμα σου. Είχανε μια
πικρόστυφη γεύση τα χείλια σου. Να ήταν
τάχα η γεύση που έχει το αίμα;…
Όμως μπορεί να ήταν του έρωτα η γεύση.
Λένε πως ο έρωτας έχει πικρόστυφη γεύση.
Τι πειράζει όμως; Το φίλησα το στόμα
σου, Γιοχανάν, το φίλησα το στόμα σου.
Ο
άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα,
Λουίτζι Πιραντέλο
Μετάφραση: Λ. Μυριβήλη
Αν
ο θάνατος, κύριέ μου, ήταν κάτι σαν αυτά
τα παράξενα και βρωμερά έντομα που
βρίσκει καμιά φορά κανείς επάνω του θα
μπορούσαμε… Περπατάμε στο δρόμο. Ένας
κάποιος τυχαίος περαστικός σας σταματά
ξαφνικά και με πολύ λεπτότητα σας λέει
τεντώνοντας το χέρι του επάνω σας:
«Συγγνώμη, κύριε, μου επιτρέπετε; Αγαπητέ
μου, έχετε το θάνατο επάνω σας». Και
παίρνει το βρωμερό έντομο απ’ το σακάκι
σας και το πετά στο δρόμο… Θα ήταν θαυμάσια
ε; Μα ο θάνατος δυστυχώς δεν είναι έτσι.
Πολλοί απ’ αυτούς που πηγαίνουν ήσυχοι
κι αμέριμνοι τον έχουν ίσως επάνω τους,
μα κανένας δεν τον βλέπει. Εγώ
παραδείγματος χάριν αγαπητέ κύριε…
να… πλησιάστε. Θα σας δείξω κάτι. Βλέπετε
εδώ, κάτω από το μουστάκι, αυτή την ωραία
βιολέτα στα πάνω χείλος; Ξέρετε πώς τη
λένε στην ιατρική; Ω, ένα όνομα πολύ
γλυκό, σαν καραμέλα: «Επιθηλίωμα»! Πέστε
το, είναι αδύνατο να μην αισθανθείτε
κάποια γλύκα στο στόμα. «Επιθηλίωμα!»
Ο θάνατος πέρασε και μού έβαλε αυτό
το λουλούδι στο στόμα: «Κράτησε αυτό
φίλε μου», μούπε, «θα ξαναπεράσω σε οχτώ
δέκα μήνες…»
Ποιός
φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ, Έντουαρντ
Άλμπι
Μετάφραση: Καίτη Κασιμάτη Μυριβήλη.
Μάρθα:
Όλοι
σας είστε αποτυχημένοι. Εγώ είμαι η
Μάννα Γη, κι εσείς, όλοι, είστε
αποτυχημένοι. Έχω σιχαθεί τον εαυτό
μου. Περνώ τη ζωή μου με τιποτένιες,
χωρίς καμιά σημασία απιστίες... δήθεν
απιστίες. Ορμάμε στην Οικοδέσποινα ;
Ωραίο αστείο. Μια παρέα από μεθυσμένους
ανίκανους ηλίθιους. Η Μάρθα τους κλείνει
το μάτι... και οι ηλίθιοι χαμογελούν σαν
χαζοί, της ρίχνουν κι αυτοί ματιές και
ξαναχαμογελούν, η Μάρθα ξερογλείφεται...
και οι ηλίθιοι ορμάνε στο μπαρ να πάρουν
λίγο κουράγιο και παίρνουν λίγο κουράγιο
και γυρνάνε πίσω στη γερο-Μάρθα. Εκείνη
τους κάνει μερικά κουνήματα που τους
ερεθίζουν... εγκεφαλικά... κι έτσι
ξαναορμάνε πάλι στο μπαρ για να πάρουν
λίγο ακόμα κουράγιο... ενώ οι γυναίκες
τους και οι αγαπημένες τους κάνουν πως
δε βλέπουν... πως τάχα κοιτάν έξω απ’
το παράθυρο... πράγμα που κάνει τους
ηλίθιους να ξανατρέξουν στην κάνουλα
για να ξαναγεμίσουν το ντεπόζιτό τους,
ενώ η Μάρθα κάθεται εκεί με ανεβασμένα
τα φουστάνια πάνω απ’ το κεφάλι της...
ασφυκτιώντας! Δεν ξέρεις
πόσο αποπνικτικό όταν έχεις το κεφάλι
σου μέσ’ στα φουστάνια σου! Ασφυξία!
Περιμένοντας ν’ αποφασίσουν οι ηλίθιοι!
Στο τέλος βρίσκουν το κουράγιο τους...
αλλά αυτό είν’ όλο, μωρό μου! Μάλιστα
φίλε μου, μερικές φορές υπάρχουν πολύ
καλές δυνατότητες, αλλά... Αλλά έτσι
έχουν τα πράγματα σε μια πολιτισμένη
κοινωνία.
Οιδίποδας
Τύραννος, Σοφοκλής
Μετάφραση: Φώτος
Πολίτης
Άγγελος:
Κι
ως μπήκε, με ορμή κλείνοντας τις πόρτες,
το
Λάιο, το νεκρό από χρόνια, κράζει,
κι
αναθυμάται το παλιό του σπέρμα,
που
από κείνο σκοτώθη, αφήνοντας τη
με
το γιό του γενιά να σπείρη ανόσια.
Και
θρηνούσε την κλίνη, όπου η έρμη εγέννα
απ'
τον άντρα άντρα, παιδιά απ' το παιδί τη
ς.
Πώς
υστέρα απ' αυτά ε χάθη, δεν ξ έρω,
γιατί
χύμησε με άγριο βόγγο ο Οιδίπους
και
πια κανείς δεν είδε τη θανή της,
μα
κείνον όλοι, που εδώ εκεί πλανιούνταν.
Τρέχει
τρελά, ζητώντας μας μαχαίρι,
και
τη γυναίκα — όχι! τη μάννα του, όπου
νά
'ναι, τη μάνα αυτού και των παιδιών του.
Στη
λύσσα του, είχε, λες, θεό οδηγό του,
τι
δεν του έδειξε τίποτα κανείς μας.
Και
με ούρλιασμα άγριο, ως να τον σπρώχνη
κάποιος,
στις
διπλές πόρτες πέφτει. Στους αρμούς τους
τα
μάνταλα λυγούν, κι όρμα στο δώμα.
Και
είδαμε την Ιοκάστη κρεμασμένη
με
πλεχτό βρόχο, από σκοινί που σειούνταν.
Σαν
τη θωρεί εκείνος, βαριά μουγκρίζει
και
λύνει τη θηλειά. Κι άμα σωριαστή
χάμω
η φτωχή, ποιαν αντικρύζω φρίκη !
Σπάζει
αυτός τις χρυσές πόρπες, πού εκράτουν
το
φόρεμα της, τις άρπα και μπήγει
τις
βελόνες στι ς κόγχες των ματιών του
σκούζοντας:
«Να μη δήτε πια ποτέ σας
τα
όσα έπαθα φριχτά, κι όσα έχω κάνει,
σε
σκοτάδι να βλέπω όσους δεν πρέπει,
να
μη νιώθω όσους ποθούσα να ξέρω».
Ο
Γλάρος, Άντον Παύλοβιτς Τσέχοφ,
Μετάφραση: Λυκούργος Καλέργης
Νίνα:
Είμαι
τόσο κουρασμένη! Αν μπορούσα να ξεκουραστώ…
Αν μπορούσα να ησυχάσω!... Είμαι γλάρος…
Όχι, άλλο ήθελα να πω… Είμαι ηθοποιός…
Ω, μάλιστα! Είναι κιαυτός εδώ!… Καλά…
Ας είναι… Δεν πειράζει. Δεν επίστευε
στο θέατρο, πάντα γελούσε με τα όνειρά
μου, ώσπου σιγά – σιγά έπαψα κι εγώ να
πιστεύω, έχασα το θάρρος μου… Έπειτα
οι αμφιβολίες για την αγάπη του, η ζήλια,
ο φόβος κι η αγωνία για το παιδί μου…
Έγινα ποταπή, ασήμαντη, έπαιζα κουτά..
Δεν ήξερα τι να κάνω τα χέρια μου, δεν
ήξερα να σταθώ στη σκηνή, δεν μπορούσα
να κανονίσω τη φωνή μου. Εσύ δεν μπορείς
να φανταστείς τι νοιώθει εκείνος που
ξέρει πως παίζει ελεεινά. Είμαι ένας
γλάρος. Όχι, δεν είν’ αυτό… Θυμάσαι που
σκότωσες κάποτε ένα γλάρο; Ένας άνθρωπος
πέρασε κατά τύχη, τον είδε, και μη έχοντας
τίποτα άλλο να κάνει τον κατάστρεψε…
Ένα θέμα για μικρό διήγημα…
Όνειρο
καλοκαιριάτικης Νύχτας, Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Μετάφραση: Βασίλης Ρώτας
Πουκ:
Το ’βρες, μπράβο. Εγώ’ μαι αυτός
ο
πρόσχαρος ο γυρολόγος της νυχτός
που
κάνω χωρατά για να γελάει ο Όμπερον.
Πότε καβαλάω κάνα άλογο καλοθρεμμένο
χλμιντρώντας
σαν φοράδα. Πότε γίνομαι
ψητό
καβούρι και λουφάζω στο ποτήρι
καμιάς
γλωσσούς κυράτσας· καθώς πάει να πιει
χτυπάω
στα χείλια της και χύνει το κρασί της
στο
ζαρωμένο της προγούλι. Η θεια η πολύξερη
κάποτε,
εκεί που λέει το πιο φρικιαστικό της
παραμύθι,
με παίρνει για σκαμνάκι. Τότε
εγώ
γλιστρώ π’ τον πισινό της, πέφτει αυτή,
σκούζει
«φτου, διάολε», και τηνε πιάνει βήχας.
Όλη
ή παρέα τότε γελούν κρατώντας τα πλευρά
τους
και
δώσ’ του γέλια, ξόρκια και φτερνίσματα,
φαιδρότερη
ώρα δεν περάσανε άλλοτε.
Τρωάδες, Ευριπίδη
Μετάφραση: Θρασύβουλος
Σταύρου
Εκάβη:
Σκληρός
σε βρήκε θάνατος, γλυκό μου.
Για
την πατρίδα αν έπεφτες στη μάχη,
αφού
τα νιάτα πρώτα θα χαιρόσουν,
το
γάμο, την ισόθεη βασιλεία,
θα
σε καλοτυχίζανε, αν υπάρχει
σ'
αυτά καλοτυχιά. Τώρα όλα τούτα
τα
'δες αλλά δεν τα 'νιωσες, μπροστά σου
τα
'χες, μα δεν τα χάρηκες, παιδί μου.
Γλυκό
μου στόμα εσύ, που 'ξερες τόσα
περήφανα
λογάκια, εχάθης, κι ήταν
ψέματ'
αυτά που μου 'λεγες στο στρώμα,
όταν
κοντά μου ερχόσουνα. «Κυρούλα,»
φώναζες,
«σαν πεθάνεις, για τιμή σου
θα
κόψω τα μαλλιά μου, στην κηδεία
θα
φέρω και τους φίλους μου, με λόγια
θα
σ' αποχαιρετήσω πονεμένα.»
Κι
αντίς, εγώ η γριά σε θάβω, γιε μου,
έρμη
κι από παιδιά κι από πατρίδα.
Περιμένοντας
τον Γκοντό, Σάμουελ Μπέκετ
Μετάφραση:
Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου
Βλαδίμηρος:
Μήπως
κοιμόμουν, όταν οι άλλοι υπόφεραν; Μήπως
κοιμάμαι τώρα; Αύριο, άμα ξυπνήσω, ή θα
νομίζω πως ξύπνησα, τι θα πω για τούτη
τη μέρα; Ότι εγώ κι ο φίλος μου ο Εστραγκόν
καθόμασταν σε τούτο το μέρος, μέχρι να
νυχτώσει, και περιμέναμε τον Γκοντό ;
Ότι πέρασε ο Πότζο με τον αχθοφόρο του
και μας μίλησε; Μάλλον. Πόση όμως αλήθεια
θα υπάρχει σ’ όλα αυτά; Αυτός δε θα
ξέρει τίποτα. Θα μου πει για τις κλωτσιές
που έφαγε κι εγώ θα του δώσω ένα καρότο.
(Παύση) Καβάλα σ’ ένα τάφο και δύσκολη
γέννα. Στον πάτο του λάκκου, με το πάσο
του, ο νεκροθάφτης βάζει μπρος τον
εμβρυουλκό. Έχουμε καιρό να γεράσουμε.
Ο αέρας αντιλαλεί τις κραυγές μας. Αλλά
η συνήθεια είναι σπουδαίος σιγαστήρας.
Και μένα με κοιτάζει κάποιος τώρα, και
για μένα υπάρχει κάποιος που λέει,
Κοιμάται, δεν ξέρει τίποτα, άσ’ τον
να κοιμηθεί. Δεν μπορώ να συνεχίσω.
(Παύση) Τι είπα;
Λεωφορείο
ο Πόθος, Τένεσι Ουίλιαμς,
Μετάφραση: Γεράσιμος Σταύρου
Μπλανς:
«Φλαμίνγκο»; Ποτέ, «Ταραντούλα» λεγότανε το
ξενοδοχείο που έμενα. «Τα χέρια τής
Ταραντούλα», το λέγανε. Ναι, «Ταραντούλα».
Είναι μια μεγάλη αράχνη! Εκεί οδηγούσα
τα θύματά μου. Ναι, είχα πολλές γνωριμίες
με περαστικούς. Μετά το θάνατο του Άλλαν,
οι γνωριμίες με τους περαστικούς νόμιζα
πως ήταν το μόνο που μ’ απόμενε για να
γεμίζω την άδεια μου καρδιά. Θαρρώ πως
μ’ είχε πιάσει κάτι σαν πανικός, ένας
πανικός που μ’ έσπρωχνε από τον ένα
στον άλλον. Ζητούσα προστασία εδώ κι
εκεί, στα πιο απίθανα μέρη! Ακόμα τώρα
τελευταία μ’ ένα παιδί δεκαεφτά χρονών.
Αλλά κάποιος έγραψε στον επιθεωρητή:
αυτή η γυναίκα είναι ηθικώς ακατάλληλη
για δασκάλα. Να ήταν αλήθεια; Έτσι μου
φαίνεται. Από μια πλευρά - ήμουνα βέβαια,
ακατάλληλη... Γι’ αυτό ήρθα εδώ. Δεν είχα
πουθενά αλλού να πάω. Ήμουνα ένα κουρέλι.
Ξέρεις τι θα πει να ’σαι κουρέλι; Τα
νιάτα μου σβύσανε ξαφνικά και τότε
γνώρισα εσένα. Μου είπες πως είχες ανάγκη
από κάποιον. Είχα κι εγώ ανάγκη από
κάποιον. Ευχαριστούσα το Θεό που σ’
έφερε κοντά μου, γιατί φαινόσουνα τόσο
καλός – ένα άνοιγμα στο βράχο τού κόσμου,
για να μπορέσω να κρυφτώ. Αλλά το νοιώθω,
είχα πολλά ζητήσει κι είχα ελπίσει πάρα
πολλά...
Βασιλιάς
Ληρ, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
Μετάφραση: Βασίλης
Ρώτας.
Ληρ:
Φύσηξε, αγέρα, σκάσ’ τ’ ασκιά σου
! Λύσσα ! Φύσα !
Νεροποντές
και καταρράχτες, σεις, χυθείτε,
ως
να ποτίσετε πυργιά κι ανεμοδείχτες !
Σεις,
φλόγες θειάφινες και σαν τη σκέψη
γλήγορες
προδρόμοι
του δρυκόπου αστραποπέλεκου,
τ’
άσπρα μαλλιά μου καψαλιάστε !
Και
συ, που σύμπαντα ταράζεις, κεραυνέ,
χτύπα
της γης τον στρόγγυλο όγκο, κάν’ τον
πλάκα !
Της
φύσης σύντριψε τις μήτρες, λυώσε μονομιάς
όλους
τούς σπόρους πού γεννούν αχάριστους
ανθρώπους.
Χύσου,
βροχή ! Η βροχή, ο αγέρας, η βροντή,
η
αστραπή δεν είναι κόρες μου. Μαζί σας,
στοιχειά
μου, δεν τα βάζω για την ασπλαχνιά σας.
Σε
σας δε μοίρασα βασίλειο, δε σας είπα
παιδιά
μου, εσείς δε μου χρωστάτε υποταγή.
Λοιπόν,
ας πάψει το φριχτό σας γλέντι· εδώ
σκλάβος
σας στέκω, ένας φτωχός σακατεμένος,
ανήμπορος
και καταφρονεμένος γέρος.
Με
τα δόντια, Θόρντον Ουάιλντερ
Μετάφραση: Μίνως Βολανάκης
Σαβίνα:
Αυτό
είναι ένα πολύ ωραίο
σπίτι.. και..και...όλοι είμαστε πολύ
ευτυχισμένοι και... και... Δεν μπορώ να
βγάλω λόγια απ' το κεφάλι μου γι’ αυτό
το έργο και χαίρομαι που δεν μπορώ. Το
σιχαίνομαι και το έργο
και τα λόγια του. Όσο για μένα, δεν
καταλαβαίνω ούτε λέξη απ’ ότι λέει,
πάντως όλο για τις συμφορές
που πέρασε ή ανθρώπινη ράτσα και πως
πάντα κρατιόταν με τα δόντια στη ζωή,
και αν βγάλετε εσείς λέξη, χάρισμά σας.
Μετά αυτός ό σαχλός ό σνγγραφέας δεν
μπορεί να πάρει μιαν απόφαση, αν
βρισκόμαστε σε σπηλιές προϊστορικές
πριν από χιλιάδες χρόνια, ή σε μια
σύγχρονη πολιτισμένη πόλη, κι έτσι πάει
ως το τέλος. Αχ ! Γιατί να μην έχουμε ένα
έργο σαν και κείνα που είχαμε άλλοτε —
τόν Αρχισιδηρουργό και η καρδιά μου
είναι δική σου και... τι διασκεδαστικά,
και που είχαν κι ένα νόημα που τόβαζες
στην τσέπη σου και το πήγαινες και σπίτι.
Τον δέχτηκα αυτόν τον απαίσιο ρόλο
γιατί, τι θέλατε να κάμω ; Δύο χρόνια
πέρασα στο δωμάτιό μου με σάντουιτς κι
ένα φλυτζάνι τσάι την ημέρα, περιμένοντας
ν’ ανοίξει η τύχη μου στο Θέατρο. Και
κυττάξτε με τώρα: Εγώ... εγώ που έπαιξα
στις «Δύο Ορφανές» και στο «Ήτανε όλοι
τους Παιδιά μου». Κύριε των δυνάμεων !
27
Μαρτίου
Παγκόσμια
Ημέρα Θεάτρου
Ο
εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου
καθιερώθηκε το 1962 από το Διεθνές
Ινστιτούτο Θεάτρου. Το Εκτελεστικό του
Συμβούλιο επιλέγει κάθε χρόνο μια
αναγνωρισμένη προσωπικότητα του θεάτρου
για να γράψει μήνυμα, το οποίο διαβάζεται
σε όλα τα θέατρα και μεταδίδεται από τα
Μ.Μ.Ε σε όλον τον κόσμο. Το μήνυμα για
την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου έχουν γράψει
μεταξύ άλλων οι: Ζαν Κοκτώ, Άρθουρ
Μίλλερ, Λώρενς Ολίβιε, Ζαν Λουί Μπαρώ,
Πήτερ Μπρουκ, Πάμπλο Νερούδα, Ευγένιος
Ιονέσκο, Λουκίνο Βισκόντι, Μάρτιν Έσλιν,
Ιάκωβος Καμπανέλλης, Αριάν Μνουσκίν,
Ρομπέρ Λεπάζ, Αουγκούστο Μποάλ, Τζούντι
Ντεντς κ.ά. Φέτος το μήνυμα
έγραψε ο Αμερικανός
ηθοποιός, παραγωγός, σεναριογράφος,
συγγραφέας και σκηνοθέτης John Malkovich.
Εικόνες: Ματωμένος
Γάμος , Σαλώμη,
Ο
άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα,
Ποιος
φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, Οιδίπους
Τύραννος , Ο
Γλάρος , Όνειρο
Καλοκαιριάτικης Νύχτας, Τρωάδες,
Περιμένοντας
τον Γκοντό, Λεωφορείοο Πόθος , Βασιλιάς
Ληρ,
Με
τα δόντια