Με
τόσους μήνες ανεργίας στην πλάτη της
ούτε το σκέφτηκε δεύτερη φορά: πήγε
στα φασόλια και φορτώθηκε το δεμάτι με
τα καλάμια στον αριστερό ώμο. Βήμα,
στάση, παίρνει ένα καλάμι από το δεμάτι
με το δεξί, το στηρίζει δίπλα στη ρίζα
του φυτού, επόμενο βήμα, στάση, άλλο
καλάμι και πάει λέγοντας. Από πίσω
ακολουθεί άλλος. Δουλειά του είναι να
χώνει τα στηρίγματα πιο βαθειά κι ύστερα
να τα δένει ψηλά ανά τέσσερα. Μεγαλώνουν
τα φασόλια και τυλίγονται μόνα τους.
Όλα με την ίδια φορά. Των δεικτών του
ρολογιού.
Όλη
μέρα στις βραγιές. Κάθε μέρα. Και τα Σάββατα και τις Κυριακές. όσο έχει δουλειά. Με το δεμάτι στον
ώμο. Στην αρχή φαίνεται ελαφρύ. Όσο
περνάνε οι ώρες βαραίνει κι ας λιγοστεύουν
τα καλάμια. Μόλις τελειώνει το δεμάτι,
η Ελένη παίρνει το επόμενο από τη στίβα.
Κι ύστερα το μεθεπόμενο. Οκτώ το πρωί
με επτά τ` απόγευμα. Το πρωί ψύχρα και
υγρασία από το ποτάμι. Άμα ανεβεί ο ήλιος
ψηλά, κάμα. Βράζει ο κάμπος. Κάθε που σκύβει βλέπει τον ιδρώτα της να στάζει και να βρέχει το χώμα δίπλα στη ρίζα. Ζαλίζεται
από τη ζέστη. Ζαλίζεται κάθε που πέφτει
το βλέμμα της στις ατέλειωτες καλαμιές
που αφήνει πίσω της.
Μια
ώρα διάλειμμα για φαγητό το μεσημέρι.
Στη σκιά. Όλοι μαζί οι εργάτες. Φαγητό
από το σπίτι μαγειρεμένο αποβαδίς.
Βγαίνουν τα τάπερ, ξεδιπλώνουν τα
αλουμινόχαρτα, ανοίγουν οι νάιλον
σακούλες με το ψωμί. Πριν δουν τον
διπλανό να λιγουρεύεται το φαί τους,
κερνάνε μεζεδάκι. Ένας κεφτές, μια
πιπεριά ψημένη, ένα ντολμαδάκι. Όταν
τελειώσουν ετοιμάζουν καφέ. Πάντα κρύο.
Πού να κουβαλάνε και γκαζάκι για ελληνικό
μαζί τους. Κουβέντες σκόρπιες. Για το
πόσες μέρες ακόμα έχει δουλειά σε αυτό
το χωράφι. Για το αν ζητάνε σε άλλο
εργάτες. Καμιά φορά αστεία και πειράγματα.
Και γέλια. Ύστερα, μέχρι τη στιγμή που
ξαναρχίζουν δουλειά, σιωπηλοί, βγάζουν
τις σκλήθρες από τα καλάμια, που πέρασαν
τα γάντια και καρφώθηκαν στα χέρια τους.
Τριάντα
ευρώ τη μέρα. Τα μισά λεφτά τώρα, τα άλλα
μισά κατά τον Οκτώβρη. Μετά τη σοδειά.
Τα βράδυα η Ελένη δεν μπορεί να κοιμηθεί
από τους πόνους στην πλάτη, στους ώμους,
στα χέρια. “Δυο λοναρίντ και πάλι δεν
κλείνω μάτι.” Μα δεν παραπονιέται "όσο έχει δουλειά"
στον
Thas
που βοήθησε
με τον τρόπο
του
11 σχόλια:
Υπάρχει μια λέξη στο κείμενο που είχα σχεδόν ξεχάσει: "βραγιές". Δεν είναι κανένας εύκολος συναισθηματισμός εκ του (αστικού) ασφαλούς, αλλά αυτή επαφή με τους άλλους εργάτες στο διάλειμμα, το μοίρασμα, τα πειράγματα, οι πλάκες, είναι μια σπάνια αίσθηση κοινοβίου- σπάνια για τα εργασιακά έθιμα της εποχής μας.
Και το πρωί σωρωμένες 10-15,σαν εμπόρευμα,στην καρότσα του αγροτικού που τις πάει στο κτήμα.Για κάποιο λόγο-που δεν γνωρίζω-θεωρείται γυναικεία δουλειά.Άντρα δεν βλέπεις,παρά μόνο να διατάζει,να επιβλέπει.Αλλά όσο έχει δουλειά...
πέραν της ανεργίας....παρουσίασες ακριβώς...ακριβώς όμως...όλα αυτά που βλέπαμε πολλά παιδιά από παππούδες ή μαμάδες που η δουλειά τους ήταν αυτή
τώρα αυτό όλο, έχει γίνει τρόπος ζωής για πολλούς λόγο...εποχής.
Χμ, κι εγώ καμαρώνω για δέκα ρίζες φασολάκια.....
Η καλλιέργεια της γης είναι ιερή δουλειά, μόνο που κάποιοι ανίερα, εκμεταλεύονται τον ιδρώτα της χι Ελένης.
Πολύ όμορφο κι εμένα μου θύμισε γιαγιάδες και παππούδες και τον καιρό που η επαφή μου με την "Γή" ήταν πιο στενή.
Γιώργος Κατσαμάκης: Τη λέξη 'βραγιές' την είχα κι εγώ ξεχάσει. Μα μόλις τις είδα η λέξη ξεπετάχτηκε και διεκδίκησε τη θέση από τα 'αυλάκια'.
Το αστικό ασφαλές! Τι τίτλος...
Σελιτσάνος: Το σχόλιο σας καθώς κι ένα περιστατικό που έπεσε στην αντίληψή μου με οδηγούν καρφί στο επόμενο ποστ. Σήμερα, αύριο...όταν είναι έτοιμο.
;-)
melissa lli : Η σκληρή δουλειά στα χωράφια δεν σταμάτησε ποτέ. Η ιστορία της Ελένης πάντως θα με κάνει να φάω την επόμενη φασολάδα με σεβασμό στο κόπο της.
Thalassenia: Καλή σοδειά να έχεις!
Φαντάζομαι ότι δίπλα στα φασολάκια είναι οι πιπεριές, παραδίπλα οι ντομάτες, οι μελιτζάνες και τα κολοκυθάκια.
;-)
antinetrino: Μήπως πρέπει να ετοιμάσεις ένα ποστ γι αυτή τη (μακρινή) εποχή;
;-Ρ
Όσο κι αν κάνει την ανάγκη φιλοτιμία η Ελένη κι η κάθε Ελένη, εκλείπει η ντροπή από όσους θα ΄πρεπε να ντρέπονται.
Δημοσίευση σχολίου