Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1863



Ἐπέστρεφε


Θάλασσα του πρωιού


Ἓνας γέρος

Φωνές

Κεριά

Μονοτονία


Τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, σε μουσική Αθανάσιου Σιμόγλου με  τη σοπράνο Σόνια Θεοδωρίδου. Την ορχήστρα Mobile διευθύνει ο Θεόδωρος Ορφανίδης



Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Ο Λίβελος




Έβαλε τελεία και μετακίνησε πίσω το κάθισμα. Άναψε τσιγάρο. Ξαναδιάβασε το κείμενο, αναζητώντας λάθη που τυχόν θα είχαν ξεφύγει. Σπάνιο να συμβεί βέβαια παρ` όλο που έγραφε μια κι έξω. Από τη στιγμή που κατέβαινε η ιδέα, ή μάλλον από τη στιγμή που άνοιγε η λευκή σελίδα στην οθόνη, ως τη στιγμή που πήγαινε πίσω το κάθισμα, το πολύ να περνούσε μια ώρα.

Αστραφτερή η έμπνευση. Χείμαρρος η γραφή. Μια δυνατή εισαγωγή για να αρπάξει το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την αρχή, μετά τα επιχειρήματα, τα προφανή βέβαια αλλά διατυπωμένα ευφάνταστα κι η κατακλείδα, βαρύ πυροβολικό, τόσο ισχυρή που δεν χρειαζόταν καν η τελεία στο τέλος. Ο λόγος ρευστός με παράλληλη χρήση αγοραίων και ακαδημαϊκών εκφράσεων σε σωστές όμως αναλογίες, με νεόδμητους όρους που ο αναγνώστης θα αναζητούσε υποχρεωτικά αν ήθελε να κατανοήσει σε βάθος. Και μερικά μπινελίκια διάσπαρτα ώστε να καταστεί πρόδηλη η μήνις. Όχι η οργή· η μήνις. Και βέβαια ένθετες οι ρήσεις κάποιων σπουδαίων, δυο τριών οπωσδήποτε σε κάθε άρθρο, όχι τόσο για την ενίσχυση των επιχειρημάτων, όσο ως απόδειξη της εκπληκτικής ευρυμάθειας που διέθετε. Έτσι ο Ηρόδοτος κι ο Ταραντίνο ή ο Βίτγκενσταϊν κι ο Χοσέ Μαρτί μπορούσαν να βρεθούν μέσα σε πεντακόσιες λέξεις, παρέα με τον Κοσμά τον Αιτωλό, το Βιτρούβιο και τον Νικ Κέιβ.

Δεν το ήξερε κανείς, αλλά τελειώνοντας πάντα τύπωνε το κείμενο. Τουλάχιστον όταν έγραφε στο σπίτι αργά το βράδυ, γιατί τις καθημερινές στο γραφείο αρκούνταν αναγκαστικά σε δυο σχολαστικές αναγνώσεις από την οθόνη. Όταν έβγαινε η σελίδα από τον εκτυπωτή, σηκωνόταν και βημάτιζε πάνω κάτω στο σαλόνι και διάβαζε δυνατά, τόσο ώστε να μην ξυπνήσει τους άλλους που ήδη κοιμούνταν. Ίσως ήταν περιττό, μια που ουδέποτε διόρθωσε οτιδήποτε, μα ήταν τρομερή η εξάρτηση από την ηδονή που ένιωθε ακούγοντας το κείμενο.

Χθες βράδυ,  άρχισε να διαβάζει τον τελευταίο λίβελο που συνέθεσε, με απόλυτη σιγουριά στη φωνή, κουνώντας αυστηρά το δάχτυλο σε ένα αόρατο μα υπαρκτό κοινό. Ακόμα και όταν στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη της εισόδου, δίπλα στον καλόγερο, δεν έβλεπε παρά μόνο τους άλλους. Μπροστά -μπροστά όσους λοιδορούσε -για πταίσματα που ανήγαγε σε κακουργήματα- κατακόκκινους από τη ντροπή και με σκυμμένα κεφάλια και πιο πίσω, τους συνήθεις χειροκροτητές. Ένα πλήθος σε έκταση. Όταν τελείωσε, αρχειοθέτησε τη σελίδα αφού σημείωσε χειρόγραφα την ημερομηνία δημοσίευσης πάνω δεξιά, σε ένα ξέχειλο φάκελο. Η ικανοποίηση  και αυτή τη φορά έφτανε μέχρι τα σπλάχνα. Γιατί δεν είναι λίγο στις μέρες μας να γίνεσαι καταγραφεύς και φορέας της Αλήθειας.


Τρίτη 23 Απριλίου 2013

Η μέρα του William


Cassius: This day I breathed first: time is come round,
And where I did begin, there shall I end; 
–Julius Caesar πράξη V, σκηνή iii


Ο William Shakespeare πέθανε στις 23 Απριλίου του 1616. Ως ημερομηνία γέννησής του θεωρείται -χωρίς όμως να είναι βέβαιο- η ίδια ημέρα: η 23η Απριλίου του 1564. Αν είναι έτσι, ο κορυφαίος Άγγλος δραματουργός, όπως και ο ήρωάς του, ο Κάσσιος στην τραγωδία Ιούλιος Καίσαρ (1599) όταν ο χρόνος έκανε τον κύκλο του, εκεί όπου η ζωή του άρχισε, εκεί τελείωσε. 



Sonnet 23
Αs an unperfect actor on the stage,
Who with his fear is put besides his part,
Or some fierce thing replete with too much rage,
Whose strength's abundance weakens his own heart;

So I, for fear of trust, forget to say
The perfect ceremony of love's rite,
And in mine own love's strength seem to decay,
O'ercharged with burden of mine own love's might.

O, let my books be then the eloquence
And dump presagers of my speaking breast,
Who plead for love, and look for recompense,
More than that tongue that more hath more expressed.

O, learn to read what silent love hath writ:
To hear with eyes belongs to love's fine wit.



Σονέτο 23

Όπως ένας αδέξιος θεατρίνος
π’ όλο ξεχνάει τα λόγια του, αγχωμένος,
και σαν το άγριο, λυσσασμένο χτήνος,
που την καρδιά του τρώει περίσσιο μένος, 

έτσι κι εγώ, που ν’ ανοιχτώ φοβάμαι,
ξεχνώ τα λόγια της αγάπης τ’ άγια·
λειωμένος απ’ το εντός μου πάθος, να με,
και με λυγούν βαριά του έρωτα μάγια. 

Άσ’, της καρδιάς μου που φωνάζει, να ’ναι
οι στίχοι μου, λοιπόν, βουβοί αγγέλοι,
κι απόκριση κι αγάπη να ζητάνε
πιότερο απ’ όσα η γλώσσα να πει θέλει. 

Μάθ’ όσα ο πόθος μου έχει να σου πει·
τα μάτια σου θ’ ακούνε στη σιωπή.



Οι εικόνες από εδώ κι από εδώ
Το σονέτο 23 σε μετάφραση Παναγιώτη Πάκου

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Μαραθώνιοι



Η Χριστίνα επέμενε στο τηλέφωνο να πάω το επόμενο Σαββατοκύριακο στη Βοστόνη. Αρνήθηκα. Ήθελα να παραμείνω στην Νέα Υόρκη για να παρακολουθήσω τρέχοντας κι εγώ, τον Μαραθώνιο της Κυριακής. Τρέχοντας, για να πετύχω τους αθλητές σε διαφορετικά σημεία της πόλης: σε γέφυρες, σε λεωφόρους, στο Central Park. “Κανένας Μαραθώνιος δεν είναι σαν τον δικό μας” τόνισε η Χριστίνα, ξερόβηξα και αναγκάστηκε να συμπληρώσει: “...εκτός βέβαια από τον κλασσικό της Αθήνας”.



Το Mεγάλο Mήλο εκείνες τις μέρες ζούσε στο ρυθμό του Μαραθωνίου: αφίσες στους δρόμους, μεγάλα αφιερώματα σε όλες τις εφημερίδες αλλά και στις σκόρπιες κουβέντες που έπιανα στο δρόμο. Ο πυρετός των προεδρικών εκλογών της 4ης Νοεμβρίου που ανέδειξαν τον πρώτο μαύρο πρόεδρο στην ιστορία των Η.Π.Α, είχε κάπως καταλαγιάσει και τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα στον Μαραθώνιο. Γέμισα τους τοίχους στο δωμάτιό μου με σχετικά αποκόμματα και την παραμονή κατέστρωσα επί χάρτου, σχέδιο δράσης, υπολογίζοντας με ακρίβεια την ώρα που θα βρισκόταν οι πρώτοι τουλάχιστον των αθλητών σε διάφορα σημεία της διαδρομής. 


Το πρωί της Κυριακής 2 Νοεμβρίου του 2008 παρακολούθησα την εκκίνηση που δόθηκε στο State Island στην τηλεόραση. Οι εικόνες των 37.899 αθλητών που διέσχιζαν τη γέφυρα κατευθυνόμενοι βόρεια προς το Brooklyn κάτω από έναν λαμπρό φθινοπωρινό ήλιο ήταν μοναδικές. Έφυγα βιαστικά από το σπίτι και με τον υπόγειο έφτασα, σύμφωνα πάντα με το σχέδιο, στη λεωφόρο Lexington στο ύψος της γέφυρας Queensboro. Η βρετανίδα Paula Radcliffe που είχε τερματίσει πρώτη την προηγούμενη χρονιά καθώς και το 2004 χαμογελούσε σε μια αφίσα στην έξοδο του σταθμού. Λίγο αργότερα την πέτυχα να παίρνει τη στροφή κάτω από τη γέφυρα και να κατευθύνεται προς την πρώτη Λεωφόρο. Την ακολουθούσαν σε απόσταση αναπνοής η Ρωσίδα Ludmila Petrova και η Αμερικανίδα Kara Goucher· ακριβώς με τη σειρά που θα τερμάτισαν. 

  Paula Radcliffe, Kara Goucher, Ludmila Petrova


Με το μετρό πάλι, έφτασα στο Bronx. Όπως και σε όλα τα άλλα σημεία της διαδρομής τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα κόσμο που είχε συγκεντρωθεί από το πρωί και υποδεχόταν με ενθουσιασμό και ενθάρρυνε τους διερχόμενους αθλητές στην προσπάθειά τους. Έβγαλα κι εκεί μερικές εικόνες και στη συνέχεια επέστρεψα στο Manhattan. Aποβιβάστηκα στη γωνία της Lexington και της 86str και με την ψυχή στο στόμα έτρεξα προς το Central Park διανύοντας σε χρόνο ρεκόρ τα τρία γιγαντιαία νεοϋορκέζικα τετράγωνα που ορίζουν η Park Ave, η Madison και η πέμπτη Λεωφόρος. 

(δεξιά, ο Abdi) 
Για πολύ λίγο δεν κατάφερα να προλάβω τον βραζιλιάνο αθλητή Marilson Gomes Dos Santos, νικητή και του Μαραθωνίου του 2006, που μετά από λίγο θα τερμάτιζε πρώτος με χρόνο 2:08:43, αλλά χάρηκα που τουλάχιστον φωτογράφισα τον αμερικανοσομαλό Abdi Abdirahman που τερμάτισε έκτος. Συνέχισα το δικό μου μίνι μαραθώνιο διασχίζοντας το πάρκο από τα ανατολικά προς τα δυτικά ακολουθώντας μικρά δρομάκια και μονοπάτια για να βρεθώ λαχανιασμένος στην τελική ευθεία του αγώνα που ήταν το Center Drive. 


Αν σε όλα τα σημεία της μαραθώνιας διαδρομής υπήρχε πολύ κόσμος, εκεί πλέον γινόταν το αδιαχώρητο. Τόσο στις προστατευτικές μπάρες όσο και πιο πίσω στους μικρούς λόφους του περίφημου πάρκου στεκόταν μικροί -μεγάλοι και χάριζαν το χειροκρότημά τους αδιάκριτα. Σε γνωστούς, φίλους και συγγενείς που έτρεχαν αλλά και σε αγνώστους. Στους πρώτους αλλά και στους τελευταίους που τερμάτιζαν εξουθενωμένοι ώρες μετά. Το πιο δυνατό χειροκρότημα πάντως πρόσεξα ότι το κρατούσαν για τους αθλητές με αναπηρία που συμμετείχαν.



Έχοντας επισκεφτεί λίγες μέρες πριν την περιοχή γύρω από το Ground Zero, πέρασε από το μυαλό μου μια μαύρη σκέψη: “Με τόσο κόσμο μαζεμένο εδώ, αν...” Ήταν όμως τόσο λαμπρή η μέρα, τόσο χαρούμενα τα πρόσωπα που συναντούσα, που η σκέψη έσβησε γρήγορα και την ξέχασα.


Νωρίς το απόγευμα της ίδιας μέρας στη Central Park West έγινα μάρτυρας μια συγκινητικής στιγμής. Ένας αθλητής κατάκοπος αναζητούσε για αρκετή ώρα μετά τον τερματισμό τους δικούς του. Μέσα από τον κόσμο που είχε αρχίζει πια να αραιώνει, μια γυναίκα φώναξε το όνομά του, μια πιτσιρίκα ”μπαμπά!”. Εκείνος γύρισε, τις είδε και άνοιξε διάπλατα τα χέρια του. Σύζυγος και κόρη έτρεξαν στην αγκαλιά του, έγιναν ένα σώμα οι τρεις τους. Τότε μού φάνηκε ότι εκείνος δάκρυσε. Αλλά μπορεί να ήταν απλώς ο ιδρώτας στο πρόσωπό του που με ξεγέλασε. 


Δυο εβδομάδες αργότερα, η Χριστίνα στη Βοστόνη βλέποντας τις εικόνες κι ακούγοντας τις διηγήσεις μου για το Μαραθώνιο της ΝΥ επέμενε: “Ο δικός μας όχι μόνο είναι καλύτερος αλλά είναι και πιο παλιός από της ΝΥ. Ξέρεις ότι άρχισε να διεξάγεται το 1897, μόλις ένα χρόνο μετά από τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς αγώνες;” Με τη σειρά της, άρχισε να μού διηγείται πως κάθε χρόνο μαζεύονται όλη η οικογένεια στο πατρικό της έξω από την πόλη, και στήνουν ένα τραπέζι με αναψυκτικά για να προσφέρουν στους αθλητές που περνάνε από εκεί. Το βράδυ της ίδια μέρας, μετά από ατέλειωτη περιπλάνηση στη Βοστόνη κάποια στιγμή μού έδειξε ένα κτήριο: “Να το γραφείο που δουλεύω. Και εκεί, στο μεθεπόμενο είναι ο τερματισμός του μαραθωνίου. Μια φορά θέλω, αντί να μείνω στο σπίτι με τους άλλους, να έρθω εδώ να παρακολουθήσω τον τερματισμό.” 

Όταν έσκασε η είδηση για τις εκρήξεις στο φετινό Μαραθώνιο της Βοστόνης, φυσικά το πρώτο που σκέφτηκα ήταν αυτή η κουβέντα. Ευτυχώς όμως την προηγούμενη Δευτέρα, η Χριστίνα δεν πραγματοποίησε την επιθυμία της και ήταν με όλους τους άλλους στο πατρικό της, πολύ μακριά από το σημείο του τερματισμού,  συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση. 




Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Προς Αλεξέι Σουβόριν


Μόσχα, 27 Οκτωβρίου 1888 

Για να μιλήσω πάλι κατά συνείδηση, παρά το γεγονός ότι έχω πάρει βραβείο, δεν άρχισα ακόμα πραγματικά τη λογοτεχνική μου δραστηριότητα. Στο κεφάλι μου παιδεύονται τα θέματα για πέντε νουβέλες και δύο μυθιστορήματα. Το ένα μυθιστόρημα το συνέλαβα από καιρό, έτσι που μερικά από τα πρόσωπα έχουν ήδη γεράσει πριν προλάβουν να πάρουν σάρκα. Μέσα στο κεφάλι μου έχω ολόκληρη στρατιά από ανθρώπους που παρακαλούν να βγουν έξω και να πάρουν διαταγές. Όλα όσα έγραψα μέχρι τώρα είναι ανοησίες σε σύγκριση μ` εκείνα που θα ήθελα να γράψω και θα έγραφα με ενθουσιασμό. [...] Τα θέματα που έχω στο μυαλό μου αγανακτούν ζηλότυπα γι` αυτά που έχω ήδη γράψει. Είναι λυπηρό που τα ασήμαντα προχωρούν και τα καλά είναι αποθηκευμένα σε σωρό, σαν απούλητα. Σε όλα αυτά, βέβαια, υπάρχει μεγάλη υπερβολή, είναι πολλά που αποτελούν μόνο προϊόν της φαντασίας μου, άλλα ένα μερτικό αλήθειας υπάρχει, και μεγάλο μάλιστα. Τί ονομάζω καλά πράγματα; Τις εικόνες εκείνες που μού φαίνονται οι πιο καλές, τις οποίες αγαπώ και φυλάω ζηλότυπα, ώστε να μην τις σπαταλήσω και τις χαραμίσω σε επείγουσες υποχρεώσεις. Αν η αγάπη μου είναι λάθος, τότε έχω άδικο, αλλά, βλέπετε μπορεί και να μην είναι! Ή είμαι βλάκας και ξιπασμένος ή είμαι πραγματικά από τη φύση μου ικανός να είμαι καλός συγγραφέας. Ό,τι γράφεται τώρα δε μ` αρέσει και μού φέρνει πλήξη, αλλά ό,τι έχω στο μυαλό μου μ` ενδιαφέρει, με συγκινεί και με αναστατώνει. Από αυτό βγάζω το συμπέρασμα ότι όλοι κάνουν αυτό το οποίο δε χρειάζεται, και μόνο εγώ ξέρω το μυστικό για να το κάνω. Το πιο πιθανόν είναι ότι όλοι αυτοί που γράφουν νομίζουν το ίδιο. Εξάλλου, ακόμα και ο σατανάς θα έσπαγε το κεφάλι του με τέτοιες ερωτήσεις. 




Άντον Τσέχωφ, Η τέχνη της γραφής, εκδόσεις Πατάκη 2007 (σελ 80-81)
(Απόσπασμα επιστολής του Τσέχωφ στον εκδότη του Αλεξέι Σουβόριν)

Στην φωτογραφία, ο Τσέχωφ στο Μελίχοβο το 1897


Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Feeding an elephant



Στο κάτω επίπεδο στέκεται ο ελέφαντας με το αφεντικό του καθισμένο στη ράχη. Στο πάνω, δυο μέτρα και βάλε πιο ψηλά, εγώ· κοντά στο προστατευτικό πεζούλι. Δίπλα στην πύλη του παλατιού κάποιου νεκρού από χρόνια μαχαραγιά, μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Τζαϊπούρ. Έχω ένα μήλο στο σάκο. Το έχω βουτήξει από το πρωινό του ξενοδοχείου. Το βγάζω και το σηκώνω ψηλά. Ο ελέφαντας το παίρνει με την προβοσκίδα κι αντί να το φάει,  το δίνει στο αφεντικό του. Κι εκείνος σε μένα. Επιχειρώ δεύτερη και τρίτη φορά. Το αποτέλεσμα είναι ακριβώς το ίδιο. Το μήλο από το χέρι μου πάει στην άκρη της προβοσκίδας, από εκεί στα χέρια του αφεντικού και τέλος πάλι στο δικό μου χέρι. “Αν θέλεις να το φάει, πρέπει να το πετάξεις μέσα στο στόμα του” μού λέει.

Κατεβαίνω τα σκαλιά, φτάνω στο κάτω επίπεδο και στέκομαι μπροστά στον ελέφαντα. Από κοντά φαίνεται ακόμα πιο μεγάλος. Το δέρμα του είναι ξερό και ζαρωμένο. Σκύβει και με κοιτάζει. Γύρω από τα μάτια του φυτρώνουν ακανόνιστα μαύρες τρίχες. Ανοίγει τα αυτιά του κι ένα σύννεφο μύγες, ξεβολεύονται και σκορπίζουν. Ύστερα σηκώνει την προβοσκίδα και ανοίγει το στόμα του με ένα τρομερό ήχο. Βλέπω μια γλώσσα ταψί, γεμάτη πηχτό άσπρο σάλιο. Το χνώτο του είναι ό τι πιο βρώμικο έχω μυρίσει ποτέ. Πετάω το μήλο στοχεύοντας τον οισοφάγο. Το μήλο χτυπάει πάνω στην σκοτεινή επιγλωττίδα, την κάμπτει και εξαφανίζεται στο εξωτερικό. Σαν ψίχουλο. Μετά την επιτυχημένη βολή, χωρίς να το καταλάβω, έχω υποχωρήσει δέκα μέτρα. Σε απόσταση ασφαλείας. Εκεί που δεν με πιάνει η μπόχα κι ο φόβος του μεγέθους. Το αφεντικό πάνω στη ράχη του ελέφαντα γελάει κι ανάβει τσιγάρο.  

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

σημείωση


Πίσω δε γυρίζει
ο λόγος, η πέτρα
κι ο χρόνος.  



εικόνα

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Είμαστε όλοι Γαλάτες

.
 Αν πιστεύεις ότι μια χώρα  είναι Γαλατικό Χωριό

να θυμάσαι πάντα ότι υπάρχει και  το μαγικό φίλτρο. 

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Σημειωματάριο Νυκτός




Τα βράδια, την ώρα που κοντεύει να με πάρει ο ύπνος έρχεται ουρανοκατέβατη μια ιδέα. Φαίνεται λαμπρή και ολοκληρωμένη, τόσο που νομίζω ότι αν σηκωθώ και καθίσω να γράψω, θα έχω ένα εξαιρετικό κείμενο. Επειδή όμως νυστάζω, παραμένω στο κρεβάτι προσπαθώντας να απομνημονεύσω τα βασικά της στοιχεία ώστε την επόμενη να μπορέσω να την καταγράψω. Αν για την κεντρική ιδέα υπάρχει μια πιθανότητα να τα καταφέρω, είναι εντελώς αδύνατον να συγκρατήσω τις σκόρπιες φράσεις που συχνά τη συνοδεύουν και φαντάζουν ιδανικές.

Όταν ξυπνάω την επόμενη δε θυμάμαι τίποτα. Μόνο αργά το μεσημέρι μπορεί η ιδέα να εμφανιστεί και πάλι, αλλά είναι λειψή και μίζερη, χωρίς ίχνος της βραδινής της λάμψης· και φυσικά μόνη της, χωρίς τις φράσεις. Στην καλύτερη περίπτωση θα κρατήσω σε ένα χαρτί μια βιαστική σημείωση που όταν θα τη δω μετά από καιρό, δε μού θυμίζει τίποτα κι έτσι αρχίζω να πιστεύω ότι κάποιος άλλος, με το δικό μου γραφικό χαρακτήρα, αφήνει σκόρπια ακατανόητα σημειώματα στο γραφείο μου.

Λίγες φορές ενέδωσα στη γοητεία της νυκτερινής επιφοίτησης, σηκώθηκα από το κρεβάτι και άνοιξα τον υπολογιστή. Όσο κι αν παιδεύτηκα τελικά αποδείχτηκε μικρή κι ανάξια της ξαγρύπνιας μου. Ένιωσα σαν τους ψαροντουφεκάδες που κυνηγούν ένα μεγάλο ψάρι στο βυθό μα όταν βγουν στην επιφάνεια, στο καμάκι τους αντί του κήτους που λογάριαζαν υπάρχει μια μικρή γόπα. Τελικά ίσως η νύχτα είναι όπως το νερό: μέσα τους όλα μοιάζουν μεγαλύτερα.

Μια φορά όμως τα κατάφερα και το ξημέρωμα πια, είχα ένα ικανοποιητικό κείμενο. Αυτή η μία και μοναδική φορά δε με αφήνει να ησυχάσω και δε με παρηγορεί καθόλου αυτό που λένε, ότι δηλαδή οι επίμονοι ήρωες -και προφανώς και οι ιστορίες που κουβαλάνε- σε τραβάνε διαρκώς από το μανίκι μέχρι να τους βάλεις στο χαρτί. Για τους άλλους, αυτούς που εμφανίζονται μια φορά και μετά χάνονται, δεν είναι να ανησυχείς· δεν αξίζουν τον κόπο. 

Εγώ πάλι ανησυχώ και τους “άλλους” ήρωες γιατί σκέφτομαι ότι μπορεί απλώς να είναι  διακριτικοί κι όχι ανάξιοι, ή να ντρέπονται και να μην θέλουν να σε ενοχλούν κάθε τόσο με τις νυκτερινές εμφανίσεις τους, δίνοντάς σου την ευχέρεια να επιλέξεις αν, πότε και πόσο θα ασχοληθείς μαζί τους. Αν δεν το κάνεις, η τύχη τους είναι προδιαγεγραμμένη. Χάνονται οριστικά στην ανυπαρξία.

Κατέληξα ότι η λύση στο πρόβλημά μου είναι το Σημειωματάριο Νυκτός: ένα τετράδιο που θα έχω μονίμως στο προσκεφάλι μου, έτσι ώστε κάθε φορά που θα έρχεται ουρανοκατέβατη μια ιδέα, χωρίς να ανάβω το φως, θα το ανοίγω και θα κρατάω τις απαραίτητες σημειώσεις, έστω κι αν η μια σειρά, στα σκοτεινά, θα είναι γραμμένη πάνω στην άλλη. Με αυτόν το τρόπο, ούτε οι ιδέες  θα χάνονται μα ούτε κι εγώ θα χάνω τον ύπνο μου.


Ιδανικό για την περίπτωση θα ήταν ένα τετράδιο με σκληρό εξώφυλλο και λευκές- χωρίς γραμμές σελίδες- μα δεν ήθελα να μείνω κι άλλες νύχτες χωρίς το απαραίτητο σημειωματάριο, αναζητώντας το πλέον κατάλληλο. Έτσι θυμήθηκα και ανέσυρα από ένα συρτάρι όπου βρισκόταν ξεχασμένο καιρό τώρα, το τετράδιο που μού είχε φέρει δώρο η φίλη μου η Λήδα  από το ταξίδι της στην Γκάνα. Είναι από αυτά που όπως μού είπε, μοιράζουν στην αρχή της σχολικής χρονιάς στους μαθητές του δημοτικού. Έχει γραμμές και το εξώφυλλό του είναι ευτελές μα νομίζω ότι μια χαρά θα κάνει τη δουλειά του.


Σάββατο 6 Απριλίου 2013

A Weather Walked In




Η πτήση ήταν ατελείωτη. Ο Charlie έριξε μια ματιά στους επιβάτες· καθόταν όλοι σιωπηλοί. Έσκυψε και κοίταξε αφηρημένα το φάκελο που είχε στα πόδια του. Κάποια στιγμή παρατήρησε ότι η ταινία που τον έκλεινε, σε κάποιο σημείο είχε ξεκολλήσει. Τον κοίταζε για αρκετή ώρα πριν αποφασίσει τελικά να τον ανοίξει. Φυλλομέτρησε τα έγραφα που περιείχε κι ύστερα, σαν να μην αφορούσαν τον ίδιο, τα διάβασε και τα ξαναδιάβασε. Ενώ ετοιμαζόταν να τα βάλει στη θέση τους και να σφραγίσει προσεκτικά το φάκελο, σταμάτησε. Γύρισε στο διπλανό του και ζήτησε ένα στυλό. Έπειτα πέρασε από την αρχή τα έγραφα ένα- ένα κι όταν βρήκε αυτό που ζητούσε, τράβηξε μια γραμμή διαγράφοντας τις λέξεις “Υπάλληλος σε κατάστημα” και στη συνέχεια, ακριβώς από πάνω, συμπλήρωσε με σίγουρα γράμματα: “Φωτογράφος”.

Αν όπως λένε στη ζωή του κάθε ανθρώπου έρχεται  μια κρίσιμη μέρα, μια κρίσιμη στιγμή, που πρέπει να πάρει μια δύσκολη απόφαση, για τον 24χρονο Charlie Haughey, αυτή ήταν σίγουρα  η στιγμή: όταν αποφάσισε να αλλάξει το  επάγγελμά του σε ένα από τα έγγραφα που περιλάμβανε ο στρατιωτικός του φάκελος, ενώ βρισκόταν σε ένα αεροπλάνο που μετά από δεκατέσσερις ώρες πτήσης θα προσγειωνόταν στην αμερικανική βάση Bien Hoa στο Βιετνάμ. Ήταν Μάρτιος του 1968, λίγες μόνο ημέρες μετά την επίθεση Τετ

Η πλαστογράφηση που διέπραξε ο Charlie ήταν μόνο εν μέρει  απάτη· γέννημα θρέμμα του Michigan, στο κολέγιο όπου σπούδαζε καλές τέχνες είχε παρακολουθήσει μαθήματα φωτογραφίας. Λόγω έλλειψης χρημάτων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να πιάσει δουλειά. Εκείνη την εποχή, Σεπτέμβριος του 1967, όταν παρέλαβε το χαρτί της επιστράτευσής του, ένοιωσε τρομοκρατημένος και πολύ θυμωμένος που έπρεπε να λάβει μέρος “σε αυτόν τον γελοίο πόλεμο”.

Ήταν ήδη τρεις μήνες πεζικάριος στο Βιετνάμ, όταν τον κάλεσε ο διοικητής του και μετά από μια σύντομη κουβέντα για τη εμπειρία του -όπου ο Charlie υπερέβαλε- τού ανέθεσε τη θέση του φωτογράφου της Μεραρχίας. Αποστολή του δεν ήταν να φωτογραφίζει μάχες αλλά την καθημερινότητα των στρατιωτών. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να αναδείξει την όψη της ζωής του πολέμου αφήνοντας στην άκρη την άλλη όψη, εκείνη του θανάτου. Οι εικόνες αυτές -που στόχο είχαν την ανύψωση του ηθικού- θα δημοσιευόταν σε έντυπα όπως το Stars and Stripes το The Army Times και το Tropic Lightning News. “Όσο φτάνουν στα χέρια μου έντυπα με εικόνες ένστολων, εσύ μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις.” είπε στο τέλος ο διοικητής του και κράτησε το λόγο του.


Από εκείνη τη στιγμή και σε απόσταση ασφαλείας από την πρώτη γραμμή του πυρός και από τις εχθροπραξίες στις ζούγκλες του Βιετνάμ, ο Charlie επίσημα πλέον φωτογράφος της 25ης Μεραρχίας Πεζικού, άρχισε να φωτογραφίζει: σκηνές ανάπαυλας, κουρασμένα πρόσωπα στρατιωτών, αερομεταφορές με ελικόπτερα, κρατούμενους, εκκαθαρίσεις ναρκοπεδίων, κατασκευή γεφυρών, έλεγχους σε κρύπτες με όπλα των Βιετκόνγκ, παιδιά και μεγάλους που δέχονταν βοήθεια από στρατιώτες, παιδιά σε σχολεία. Η διαφορά από τις φωτογραφίες του κολεγίου ήταν τεράστια: “Υπό φυσιολογικές συνθήκες στην φωτογραφία προσπαθείς να παγιδεύσεις ένα συναίσθημα. Υπάρχει γύρω σου ένας ολόκληρος κόσμος κι εσύ επιλέγεις με το κάδρο σου ένα μικρό κομμάτι του. Στο Βιετνάμ, ό,τι υπήρχε μέσα στο κάδρο ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Τα υπόλοιπα δεν είχαν καμία απολύτως σημασία”.










Το Μάιο του 1969, ο Charlie -ο Chieu Hoi για του φίλους του στην 25η Μεραρχία Πεζικού- επιστρέφοντας οριστικά στις Η.Π.Α είχε στις αποσκευές του πάνω από δύο χιλιάδες αρνητικά από τη θητεία του στο Βιετνάμ. Όχι μόνο δεν τα εμφάνισε, αλλά τα άφησε σε ένα κουτί που αποδείχτηκε το κουτί της Λήθης· των εικόνων και του γελοίου αυτού πολέμου στον οποίο είχε λάβει μέρος χωρίς να το θέλει. Συνέχισε τη ζωή του, έγινε επιπλοποιός κι όταν πια συνταξιοδοτήθηκε δε σταμάτησε να ασχολείται με την τέχνη του· άρχισε να δημιουργεί αριστουργηματικές ξύλινες σφαίρες από μικρά κομμάτια ξύλου. Μια τυχαία συνάντηση το φθινόπωρο του 2012, στάθηκε αφορμή  να ανοίξει το κουτί και να βγουν στην επιφάνεια τα θαμμένα επί 45 χρόνια αρνητικά.

Μια ομάδα εθελοντών ανέλαβε το έργο της ψηφιοποίησής τους. Όταν ολοκληρώθηκε, ο Charlie για μέρες δεν έβρισκε το κουράγιο να αντιμετωπίσει τις εικόνες και το παρελθόν μετά από τόσες δεκαετίες. Όταν πια το βρήκε, τις είδε όλες τη μια μετά την άλλη σε slideshow. Οι εικόνες που είχε τραβήξει στα 25 του  τον εκτίναξαν πίσω στο χρόνο και στο χώρο· ήρθε αντιμέτωπος με όσα προσπαθούσε να ξεχάσει, με πρόσωπα γνωστά, ξεχασμένα και άγνωστα που αγνοούσε την τύχη τους. Η συναισθηματική φόρτιση όπως ήταν φυσικό ήταν τεράστια. Ο Charlie όμως εκτός των άλλων, από μικρός είχε ταλέντο στην μεγάλη τέχνη της επιβίωσης. Γρήγορα συνήλθε και άρχισε να βοηθά την ομάδα των εθελοντών.

Δούλεψαν εντατικά με αυτό το ανεκτίμητο αρχείο για μήνες και κατάφεραν να στήσουν μια έκθεση με 28 εικόνες. Εικόνες μοναδικής δύναμης, ψηφίδες που έρχονται να προστεθούν στο ατελείωτο παζλ αυτού του πολέμου. “Ειρηνικές” στην πρώτη τους ανάγνωση. Αν όμως σταθεί κανείς προσεκτικά, μπορεί να  διακρίνει ότι πίσω και κάτω από τα πρόσωπα, τα τοπία και τις απλές καθημερινές σκηνές, ελοχεύει αμείλικτη η φρίκη ενός άγριου πολέμου που αποτέλεσε μια πράξη του Ψυχρού και άφησε στα 21 χρόνια της διάρκειάς του, αναρίθμητα θύματα και ανυπολόγιστες συνέπειες.

Η έκθεση με τις φωτογραφίες του Charlie από τον πόλεμο του Βιετνάμ εγκαινιάστηκε την  Παρασκευή 5 Απριλίου, στην γκαλερί ADX, στο Portland του Oregon με τίτλο: A Weather Walked In



Το υλικό γι αυτό το ποστ αντλήθηκε από εδώ: Charlie Haughey is not a combat photographer

Περισσότερες εικόνες εδώ:A soldier's eye: rediscovered pictures from Vietnam


Μουσική, το θέμα του Ελαφοκυνηγού, σύνθεση του Stanley Myers