Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Summer`s tales- 10. Αν ζευγαρώσεις στο Νησί


 “Μην ανησυχείς! Τίποτα δεν πρόκειται να γίνει. Αυτά τα ακούμε από τότε που πρωτοήρθαμε στο Νησί κι έχουν περάσει από τότε, κοντά τριάντα χρόνια”, διέκοψε τις σκέψεις μου η Σοφία και προσπαθώντας να με καθησυχάσει συνέχισε: “Το Νησί δεν προσφέρεται για τις επενδύσεις που ονειρεύεται ο Κοινοτάρχης. Η συγκοινωνία, άγονης γραμμής, με ένα καράβι τη βδομάδα, δε βοηθάει καθόλου. Η παραλία είναι πολύ μικρή για να σηκώσει μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα και τα περισσότερα κτήματα στην πλαγιά, ανήκουν σε οικογένεια που δεν πρόκειται να πουλήσει ούτε σπιθαμή. Όσο για τη μαρίνα που θέλει να φτιάξει επεκτείνοντας το μωλαράκι, τα νερά εδώ είναι τόσο αβαθή που είναι εντελώς ασύμφορο. Η Σαπφώ όμως, δεν τα καταλαβαίνει αυτά και νομίζει ότι τους επενδυτές τους διώχνουν οι γυμνιστές...”

 Τα επιχειρήματα της Σοφίας - που φαινόταν ότι ότι ενστερνίζονταν απόλυτα κι ο Γιάννης- ήταν ατράνταχτα, ωστόσο η προοπτική της “ανάπτυξης” που επεδίωκε η Σαπφώ, με ανησυχούσε πολύ. Είχα αποβιβαστεί τυχαία για πρώτη φορά μόλις πριν μερικά χρόνια - με λογάριαζαν ήδη στους “παλιούς”- κι αν όχι από την αρχή, σίγουρα όμως από το τρίτο συνεχόμενο καλοκαίρι και μετά, συνειδητοποίησα ότι αυτό το Νησί δεν ήταν απλώς ένας ιδανικός προορισμός διακοπών, αλλά η ίδια η Ιθάκη μου. Οπότε το ενδεχόμενο να ενσκήψουν μνηστήρες που θα άλλαζαν ριζικά το Νησί, μού φάνηκε εκείνη τη στιγμή αβάσταχτο. Ωστόσο ο Γιάννης και η Σοφία επέμεναν ότι δραματικές αλλαγές δε θα βλέπαμε. Ή τουλάχιστον αλλαγές που δεν θα αντέχαμε και θα μας ανάγκαζαν να βγούμε στο πηγαιμό για αναζήτηση άλλου προορισμού. Κι αν το πίστευαν εκείνοι, που σε σχέση με εμένα τον “παλιό” ήταν “αρχαίοι”, πραγματικά δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας.

 “Μα αλήθεια έρχεστε τριάντα χρόνια;” τους ρώτησα και μού είπαν ότι εκείνη τη χρονιά συμπλήρωναν τα εικοσιοκτώ· καλοκαίρια στο Νησί αλλά και εικοσιοκτώ χρόνια κοινού βίου. 'Εφτασαν την προϊστορική εποχή. Tότε που το Νησί δεν είχε καν λιμάνι· άραζε στα ανοιχτά το πλοίο κι ερχόταν μια λάντζα για να μεταφέρει τους ελάχιστους επιβάτες και τα ζωντανά στη στεριά. Είδαν να κατεβάζουν γάιδαρο με βίντζι. Από το πλοίο μέχρι τη λάντζα, “πετούσε ο γάιδαρος ” πάνω από τη θάλασσα, κοίταζε από ψηλά τρομαγμένος και γκάριζε όλο παράπονο για το κακό που τον βρήκε.

 Δωμάτια υπήρχαν δυο- τρία όλα κι όλα· για κανέναν εμπορικό αντιπρόσωπο που ερχόταν μια στο τόσο, για τον δικαστικό επιμελητή που έφτανε στις εκλογές -που οι ντόπιοι τον αγγάρευαν μετά την κάλπη και πριν την αναχώρηση, να λύσει τις διαφορές που είχαν μεταξύ τους- και ακόμα πιο σπάνια για κανένα “λωλό” ταξιδιώτη που αποβιβαζόταν στο Νησί. Όμως και περισσότερα δωμάτια να υπήρχαν τότε, εκείνοι θα προτιμούσαν να κοιμούνται “στο μοναδικό ξενοδοχείο των χιλιάδων αστέρων”: έξω, στην παραλία. Νερό έπαιρναν από το πηγάδι που υπάρχει ακόμα, μα έχει χρόνια τώρα στερέψει· έκαναν ντους πετώντας παγωμένα μπουγέλα ο ένας στον άλλον. 

 Γυμνοί όλοι μέρα, ντυνόταν μόνο όταν κρύωναν ή για να πάνε στο χωριό για φαγητό. Ταβέρνα δεν υπήρχε· στο μοναδικό μπακάλικο, σε ένα τραπέζι της αυλής, τους ετοίμαζαν αυγά, πατάτες, φάβα και πότε πότε κανένα ψάρι. Δεύτερο, γιατί τα πρώτα έφευγαν για άλλους προορισμούς. Όλα μαγειρεμένα σε πετρογκάζ. Έτρωγαν υπό το φως μιας λάμπας πετρελαίου γιατί ούτε ηλεκτρικό είχε τότε το Νησί. Μόνο μια -δυο γεννήτριες που τους έπαιρναν τα αυτιά από το θόρυβο που έκαναν όταν δούλευαν· στα πανηγύρια -κυρίως του Δεκαπεντάγουστου- και στους γάμους που ήταν όλοι, ντόπιοι και ξένοι καλεσμένοι στη χαρά.


Ο Γιάννης κι η Σοφία που τότε ήταν φοιτητές, έφτασαν στο Νησί χωριστά, με διαφορετικές παρέες. Υπολόγιζαν να μείνουν μια βδομάδα, μα όταν έφυγαν ζευγαρωμένοι, είχαν σαραντίσει. Θα είχαν μείνει σίγουρα περισσότερο -και θα έχαναν την εξεταστική του Σεπτεμβρίου- αν δεν είχαν πανικοβληθεί οι γονείς  με την πολυήμερη εξαφάνισή τους. Μια φορά τη βδομάδα, πήγαιναν στο τηλεφωνείο του χωριού και ξεστόμιζαν μέσα από παράσιτα, κάθε φορά κι άλλη δικαιολογία. Ήταν απίστευτο το τί τους είχαν πει για την παράταση της διαμονής τους: τα πάντα πλην της μιας και αληθινής αιτίας. Αλλά εκείνοι παρέμεναν έξαλλοι. Γιατί, άντε να καταλάβουν οι γονείς, πώς είναι να έχεις βρεθεί στον Παράδεισο και άντε να θυμηθούν πώς είναι να είσαι μέχρι τα μπούνια ερωτευμένος.



Ο Γιάννης έφερε την κανάτα με τον καφέ, αλλά αρνήθηκα συμπλήρωμα. Με την κουβέντα, είχα μείνει μαζί τους πάνω από δυο ώρες, κόντευε μεσημέρι και σκεφτόμουν ότι αν παρέμενα κι άλλο θα ήταν κατάχρηση της φιλοξενίας. Επι πλέον, από το σκάφος έβλεπα την παραλία που είχε γεμίσει πια. Όλοι οι φίλοι μου ήταν εκεί – μάλιστα η Λ, που με είχε δει στο σκάφος, λίγο πριν μπει στη θάλασσα, με χαιρέτισε από μακριά. 

Τους ευχαρίστησα  και πήγα να βουτήξω από την πλώρη. Τελευταία στιγμή, άλλαξα γνώμη και πήγα στην πρύμνη. Από εκεί θα έφτανα πιο γρήγορα τη Λ που είχε ξανοιχτεί. Η Σοφία το πρόσεξε, υποψιάστηκε το λόγο της αλλαγής και την ώρα που βουτούσα, την άκουσα να λέει γελώντας: “Πρόσεχε μικρέ! Αν ζευγαρώσεις στο Νησί, θα είναι για πάντα.”

(στο επόμενο ποστ, ο επίλογος)

2 σχόλια:

Evi Voulgaraki είπε...

Πρόσεχε μικρέ! Καθώς τελειώνει αυτή η ωραία ιστορία, είμαι ήδη γεμάτη προσμονή για αυτό που θα προκύψει. Διότι ενώ βρίσκομαι καρφωμένη στην οθόνη, αποξεχνιέμαι συνάμα σε μια αιώρα, νωχελικά, τα μεσημέρια. Και λίγα κείμενα το καταφέρνουν αυτό.
Ευχαριστούμε.

Ανώνυμος είπε...

Πελαγίσιο το άρωμα , το χρώμα, και ο ήχος, της ιστορίας σας.
Όμορφα τα μακροβούτια της, στο χθες, που ... μας γέννησε, και στο σήμερα που ....ζούμε.
Να είστε καλά, πάντα, και πάντα να μας χαρίζετε , τέτοιες βουτιές
Υ.Γ.....δύσκολες οι εποχές , που ζούμε όλοι.
Μα!
Πώς ;
Να, το πω;
Ταξίδι;

Ναι!
ταξίδι.
Σίρο Ρεδόνδο