Από
την Καβάλα όπου γεννήθηκα, έφυγα τριών
χρονών, όταν όλη η οικογένεια εγκαταστάθηκε
οριστικά στη Θεσσαλονίκη. Από αυτή τη
σύντομη πρώτη μου ζωή κράτησα τέσσερις
αισθήσεις που αργότερα αναπτύχθηκαν
σε μόνιμες συγκινησιακές λειτουργίες.
Αυτές, πιστεύω, όρισαν τους τρόπους μου
να ζω ως σήμερα.
1)Η
φαντασμαγορία·
άνοιξα με πολύ κόπο το παλιό
ντουλάπι του τοίχου. Κάτω, χαμηλά, ανάμεσα
σε άχρηστα σκοτεινά υφάσματα, είδα να
λάμπει, να φωτίζει βαθειά την όρασή μου
μια παράξενη, πολύτιμη χοντρή ζώνη. Είχε
εκτυφλωτικά κίτρινα και ιώδη χρώματα
σαν κεντημένα πάνω σ` ένα ιδρωμένο κυανό.
Την ακούμπησα και η αφή της μού έδωσε
ανάλογα αισθήματα που ακόμα υπάρχουν
στα δάχτυλά μου, μια υγρασία που την
προκάλεσαν τρυφερές, βασιλικές, πεθαμένες
θωπείες. Ξαφνικά η ζώνη χάθηκε μπροστά
στα μάτια μου κι ποτέ ξανα δεν την βρήκα,
όσο κι αν έψαξα.
Το
είπα στην γριά Άρτεμις, που μας φρόντιζε
εμάς τα παιδιά. Η γριούλα άρχισε να
ξεφωνίζει τρομαγμένη: “Φίδι!”, “Φίδι!”
φώναξε κι έψαχνε και φιλούσε τα δάχτυλά
μου. Δίπλα στο σπίτι μας ήταν ερείπια
και άγριοι θάμνοι κι εκεί υπήρχαν πολλά
φίδια.
2) Ο
φόβος·
στο τελευταίο,
μπαίνοντας αριστερά στο σπίτι, δωμάτιο
ακουγόταν συνέχεια, όταν φυσούσε αέρας
τον χειμώνα, ένας βόγγος, βασανισμένος
και άγριος. Το δωμάτιο ήταν πάντα
κλειδωμένο. Ήταν σαν μια αποθήκη. Αλλά
εγώ ήξερα ότι εκεί μέσα ήταν φυλακισμένο,
δεμένο, ένα άγνωστο πληγωμένο ζώο που
ποτέ δεν έπρεπε να ελευθερωθεί. Γι αυτό,
το δωμάτιο εκείνο έπρεπε να είναι πάντα
κλειστό.
Όλα
τα σπίτια, όλες οι οικογένειες έχουν
πάντα ένα τέτοιο δωμάτιο και κρατούν
εκεί ως το τέλος, αφανέρωτο το μεγάλο
τρομαχτικό ζώο, γεννημένο κι αυτό μέσα
στην οικογένεια.
3)Ο
έρωτας·
το σπίτι μας ήταν απέναντι
από το Ιμαρέτ κι από το μεγάλο παράθυρο
της κάμαράς μου έβλεπα το λιμάνι, τη
θάλασσα. Κυρίως πρόσεχα τις βάρκες. Τα
πλαγιασμένα ακίνητα σώματά τους
λικνίζονταν ελαφρά, με ένα ήμερο
χορτασμένο άφημα επάνω στα στερεά βαθειά
νερά. Αισθανόμουν τη διαρκή, ατέλειωτη
ηδονή που ρουφούσαν από τη θάλασσα,
μέχρι να σαπίσουν και να πεταχτούν
ψόφιες στην ακτή οι βάρκες.
4)Ο
κλέφτης·
μια ταραχή είχε απλωθεί σε όλα τα σπίτια,
επειδή κυκλοφορούσε ένας κλέφτης που
ήξερε πολλούς και μυστικούς τρόπους να
μπαίνει μέσα από κλειδωμένες εξώπορτες
και τα παράθυρα τις νύχτες. Ήξερα τί
μορφή είχε αυτό το πλάσμα: το σώμα του
ήταν εντελώς επίπεδο, από μαύρο χαρτόνι
και το κεφάλι του τριγωνικό. Γλιστρούσε
εύκολα μέσα από χαραμάδες κι έκλεβε
σιωπηλά από τη ζωή μας. Ολόκληρη η ζωή
μας γλιστράει και φεύγει πάνω σε φτυάρια
από μαύρο χαρτόνι, τους ανθρώπους.
~ . ~
-Ποιό
ήταν το κίνητρο για να οδηγηθείτε στη
γραφή;
-
Το αίτημα για ζωή...Και κυρίως οι μνήμες
μου από την Καβάλα, την πόλη που γεννήθηκα.
Τα παλιά κουρέλια στα ντουλάπια της
μάνας μου, η έκστασή μου μπροστά στο
φίδι που χάθηκε μια νύχτα ανάμεσά τους,
ο φόβος μου για εκείνο το φανταστικό
τέρας που κρυβόταν μέσα στο κελάρι του
σπιτιού μας, ο έρωτας έτσι όπως τον είδα
να γεννιέται μέσα από την επαφή μιας
βάρκας με το νερό, ο κλέφτης της γειτονιάς
μας. Αυτά τα τέσσερα πράγματα είναι η
γραφή μου. Οι τέσσερις γωνίες του
τετραγώνου: η μια είναι το θαυμαστό, η
άλλη ο έρωτας, η τρίτη ο φόβος και η
τέταρτη ο οίκτος. Στο ψάξιμο αυτών των
τόπων έγκειται και η συνέχισή της. Χωρίς
να είναι αυτοβιογραφική -μόνο κάποιες
στιγμές χρησιμοποιούνται ως σκηνογραφία-
διερευνά μια μνήμη στοιχειωμένη από
ειρμούς, εικόνες, αισθήσεις που δεν
αφορούν μόνο τη δική μου προσωπική ζωή
αλλά την ιστορία και τη μνήμη του καιρού
μου.
-Άτιτλο
κείμενο, του Γιώργου Χειμωνά. Δημοσιεύτηκε
στο Υπόστεγο στο 6ο τεύχος στο
μικρό αφιέρωμα με θέμα “Εκδοχές.
Σφραγίδες μιας πόλης” και αναδημοσιεύτηκε
επεξεργασμένο και με τον τίτλο “Καβάλα,
1939” στο βιβλίο Ποιόν φοβάται η Βιρτζίνια
Γουλφ; Δημόσια Κείμενα Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 1995.
-Απόσπασμα συνέντευξης στη Μαρία Αδαμοπούλου που δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 2 Φεβρουαρίου 1997 με αφορμή την έκδοση της μετάφρασης του Μακβεθ του Σαίξπηρ
Τα αντέγραψα από τον πολύτιμο τόμο
Πεζογραφήματα Γιώργος Χειμωνάς (δεύτερη
έκδοση συμπληρωμένη) των εκδόσεων
Καστανιώτη, από την τελευταία ενότητα: "Χρονολόγιο βίου και έργου Γιώργου
Χειμωνά"
Ο
Χειμωνάς γεννήθηκε σαν σήμερα 17 Μαρτίου
το 1939 (δηλώθηκε το 1936) στην Καβάλα και
πέθανε στις 28 Φεβρουαρίου του 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου