Εικόνα: Παράσταση μάχης από μελανόμορφη λήκυθο του 490-480 π.Χ Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
“ I feel good” δήλωσε ο Κενυάτης Raymond Bett (1984) που τερμάτισε πρώτος με χρόνο 2:12:40 στον 28ο Κλασσικό Μαραθώνιο της Αθήνας. Τη δεύτερη και τρίτη θέση κατέλαβαν οι επίσης Κενυάτες Kipkorir Edwin και Kimutai Edwin. Τη δέκατη πέμπτη θέση κατέλαβε ο Μιχάλης Φαρμάκης του Πανελληνίου με χρόνο 2:20:48. Στις γυναίκες τερμάτισε πρώτη η Rasa Drazdaukaite από την Λιθουανία σε 2:31:06. Στον φετινό μαραθώνιο – 2500 χρόνια μετά τη μάχη του Μαραθώνα- σημειώθηκε ρεκόρ συμμετοχών καθώς έτρεξαν περισσότεροι από 20.000 αθλητές από 88 χώρες.
Το μόνο που υπάρχει σημειωμένο με εξόχως καλλιγραφικά γράμματα στην πίσω όψη αυτής της φωτογραφίας είναι: “Εορτή της Σημαίας”. Με μια αποφασιστική δασεία να στολίζει το κεφαλαίο 'Ε' ενώ το 'Σ' ξετυλίγεται νοσταλγικά κυματιστό. Υπολογίζω ότι πρέπει να τραβήχτηκε στα τέλη της δεκαετίας του `40, το αργότερο αρχές του ` 50.
Έπαρση της σημαίας στην πλατεία της μικρής μας Πόλης. Πολύς κόσμος συγκεντρωμένος. Όλοι σε στάση περήφανης προσοχής. Ευθυτενείς στην ανάκρουση του εθνικού ύμνου που παίζουν πέντε λαϊκοί οργανοπαίκτες.Στην άκρη φαίνεται τμήμα του λιθόστρωτου που αργότερα κάλυψε, πρώτα ένα στρώμα τσιμέντου και μετά η άσφαλτος.
Το μεγάλο κτίριο δεξιά- αυτό με το κατάμεστο μπαλκόνι- έγινε παρανάλωμα μια νύχτα πριν από μερικά χρόνια, αφήνοντας στη θέση του ένα αμήχανο κενό. Όταν ήμουνα παιδί είχα ακούσει ότι στη μεγάλη αίθουσα του ισογείου το 1940 εμφανίστηκε η Βέμπο, προφανώς καθ` οδόν για το μέτωπο κι όσοι δεν χώρεσαν μέσα, στάθηκαν όρθιοι απ` έξω αψηφώντας το κρύο εκείνου του βαρύ, δύσκολου χειμώνα για να ακούσουν την τραγουδίστρια της Νίκης.
Κάποιος μου είχε πει ότι αυτή η αίθουσα είχε φιλοξενήσει επίσης μια παράσταση στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Μάνος Κατράκης. Δε θυμόταν όμως ούτε πότε έγινε αυτό, ούτε ποια παράσταση ήταν. Μόνο τη φωνή του Μάνου θυμόταν : “σαν να την ακούω τώρα στα αυτιά μου...” μου είχε πει.
Προσπάθησα να διασταυρώσω αυτή την πληροφορία αλλά δεν τα κατάφερα. Άλλωστε οι περισσότεροι που έζησαν αυτή την εποχή έχουν πια πεθάνει. Αν αληθεύει πάντως, ίσως ήταν μεταξύ 43 και 46 όταν ο Κατράκης ήταν στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
“We love you all...” επαναλάμβανε διαρκώς και σε όλους τους τόνους στην χθεσινή χορταστική συναυλία στο Παλλάς ο θρύλος της funky μουσικής Maceo Parker.
Λίγο πριν το τέλος “απαίτησε” να σηκωθεί το κοινό από τα καθίσματα -αν και οι ασυγκράτητοι χόρευαν ήδη από την αρχή στους δύο πλαϊνούς διαδρόμους του Παλλάς φέρνοντας σε αμηχανία τους ταξιθέτες.
Το κοινό δεν ήθελε και πολύ για να ανταποκριθεί...
...και να αρχίσει το ξέφρενο χορό...
Στο τέλος, όλα τα μέλη της μπάντας και ο ίδιος ο Maceo Parker χαιρέτησαν έναν- έναν τους θεατές που είχαν συγκεντρωθεί κάτω από τη σκηνή...
...ανάμεσα στους οποίους ήταν και γνωστός blogger.
Αρκετή ώρα μετά το τέλος της συναυλίας λίγοι, αλλά πιστοί θαυμαστές του τον είδαν να διασχίζει τη στοά και τον χειροκρότησαν θερμά, ξαφνιάζοντας όσους καθόταν ανέμελοι στα τραπέζια...
Άφησε τη βαλίτσα του, κάθισε και είχε την υπομονή να υπογράψει όλους τους δίσκους που είχε φέρει μαζί του νεαρός μουσικός...
...καθώς και το εισιτήριο του Τσαλαπετεινού -Hoopoe αφού πληροφορήθηκε για πoιό πτηνό πρόκειται...
Με αυτή την τελευταία υπόκλιση μας άφησε για να φύγει για το Λονδίνο όπου δίνει σήμερα την επόμενη συναυλία της περιοδείας του.
Σοβαρή κριτική για τη χθεσινή συναυλία αναμένουμε βέβαια από τον blogger που συνέλαβε ο φακός να χαιρετά δια θερμής χειραψίας το μεγάλο μουσικό. Αυτές οι εικόνες και αρκετές ακόμα στη διάθεσή του.
Μουσική: Children's Worldlive με τους Maceo Parker, Fred Wesley και Pee Wee Ellis.
Δεν είχα προλάβει να χαρώ. Άλμα εις μήκος, τέσσερα μέτρα και κάτι ελάχιστα εκατοστά που δεν θυμάμαι πια πόσα ακριβώς ήταν- έχουν περάσει πολλά χρόνια από την έκτη τάξη του δημοτικού. Μόλις είχα κατέβει από το βάθρο με ένα μετάλλιο κρεμασμένο στο στήθος μου. Στο ένα χέρι κρατούσα το δίπλωμα σε ρολό, δεμένο με μπλε κορδέλα και στο άλλο σφιχτά, το πρώτο μου μετάλλιο σε σχολικούς αγώνες του νομού μας. Η χαρά μου εκείνη την ώρα προσπαθούσε να συναγωνιστεί την πίκρα -μπορώ να το ομολογήσω τώρα πια- που δεν είχα καταφέρει να κατακτήσω το χρυσό αλλά το αργυρό, όταν ο δάσκαλός μας με χτύπησε στην πλάτη και μου είπε: "Γεια σου ρε BobBeamon!". Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτό το όνομα και θες για το εξωπραγματικό άλμα του - διπλάσιο και βάλε από το δικό μου, όπως έμαθα - θες γι αυτή τη γοητευτική παρήχηση του “μπ”, το όνομα του Αμερικάνου μαύρου αθλητή χαράχτηκε οριστικά στην μνήμη μου.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968 στο Μεξικό, στις 3:30 το μεσημέρι της 18ης Οκτωβρίου ο εικοσιδιάχρονος τότε Bob έλαβε θέση. Συγκεντρώθηκε για λίγο, πήρε βαθιά ανάσα και άρχισε να τρέχει. Η επιτάχυνσή του σταδιακά μετέτρεψε το τρέξιμο σε αφηνιασμένο καλπασμό. Ένας καλπασμός που κατέληξε σε ένα δυνατό πάτημα- αρχή της απογείωσης. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια απίστευτη πτήση που όταν την δει κανείς σε αργή κίνηση μπορεί να διακρίνει γιατί αυτό το άλμα χαρακτηρίστηκε η πιο ποιητική στιγμή εκείνων των Αγώνων. Το σώμα του ανυψώθηκε τεντωμένο με τα χέρια απλωμένα στον ουρανό, ενώ τα κάτω άκρα του συνέχιζαν τους διασκελισμούς στον αέρα αψηφώντας τη βαρύτητα κι ύστερα καθώς πέρασε από το ψηλότερο σημείο της τροχιάς, τα άκρα του μαζεύτηκαν στον κορμό για να απλώσουν και πάλι αμέσως μετά για την προσγείωση στην άμμο.
Ο Beamon σηκώθηκε με δύο τρεις αναπηδήσεις και απομακρύνθηκε από το σκάμμα χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει την επίδοσή του, αφήνοντας τους έκπληκτους κριτές να καταφεύγουν σε μεταλλική μετροταινία μια που το εύρος τουτηλεσκοπικού μετρητή δεν ήταν ικανό να καταγράψει αυτό το άλμα που κατέρριπτε το προηγούμενο παγκόσμιο ρεκόρ κατά 55 εκατοστά! Όταν ανακοινώθηκε ότι ήταν 8,90 μέτρα κι ενώ οι θεατές του σταδίου όρθιοι άφηναν ένα επιφώνημα θαυμασμού που αμέσως κάλυψαν τα χειροκροτήματα, ο Beamon δεν αντέδρασε.
Έπρεπε να τον πλησιάσει ο συναθλητής του - και φαβορί για το χρυσό μετάλλιο μαζί με τον Ρώσο Igor Aramovitsj Ter-Ovanesian που κατείχαν και οι δύο το παγκόσμιο ρεκόρ με 8,35 - επίσης Αμερικανός Ralph Boston για να του μεταφράσει τα μέτρα και τα εκατοστά σε πόδια και ίντσες(29 και 2½)για να καταλάβει το μέγεθος του άθλου του. Τότε ο άνθρωπος που πέτυχε το τέλειο άλμα* κατέρρευσε. Χρειάστηκε αρκετός χρόνος και λίγη βοήθεια από άλλους αθλητές που τον έστησαν ξανά στα πόδια του, για να αρχίσει να πανηγυρίζει την ανέλπιστη επίδοσή του. Εκείνες τις στιγμές κατά πάσα πιθανότητα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα έπρεπε να περάσουν 23 χρόνια μέχρι να καταρριφθεί το δυσθεώρητο παγκόσμιο ρεκόρ του, τον Αύγουστο του `91 από τον επίσης μαύρο Αμερικανό άλτη Mike Powell. (8,95)
Ο Bob Beamonδεν έπιασε ποτέ ξανά εκείνη την καταπληκτική επίδοση. Ήταν όμως ικανή να τον κατατάξει ανάμεσα στους κορυφαίους αθλητές του 20ου αιώνα και το όνομα του να γίνει η βάση της λέξης Beamonesque, που σημαίνει κάτι εξαιρετικό, ανεπανάληπτο, εντελώς αναπάντεχο, μοναδικό.
* “The Perfect Jump” τίτλος βιβλίου του Dick Schaapπου αναφέρεται στο άλμα του Beamon
The son of Chilean miner Florencio Avalos, seven-year-old Bairon, shows a drawing depicting the rescue of his father, as he is examined by doctors after being brought to the surface on October 13, 2010. (ARIEL MARINKOVIC/AFP/Getty Images)
Με αγωνία, όπως όλοι πιστεύω, παρακολουθώ πάνω από δυο μήνες τώρα την περιπέτεια των 33 εγκλωβισμένων μεταλλωρύχων της Χιλής. Κρατάει από παλιά η συμπάθεια για τη μακρινή χώρα, από τον καιρό του Αλιέντε και του Νερούδα. Στον Πάμπλο Νερούδα, άλλωστε, παρά στα ιστοριογραφήματα ή στα εφημεριδογραφήματα, χρωστάω τα λιγοστά που ξέρω για τη «μάνα των μετάλλων», όπως την όρισε ο ποιητής στο «Κάντο Χενεράλ». «Το ορυχείο είναι για τον Νερούδα η νύχτα της Ιστορίας» έγραφε η μεταφράστριά του Δανάη Στρατηγοπούλου σχολιάζοντας το «Γενικό Ασμα» (κυκλοφορεί στις εκδόσεις «Τυπωθήτω») και συμπλήρωνε: «Ο κεφαλαιώδης καθορισμός του Λαού σαν Ανθρωπότητα Υπόγειας Ζωής βρίσκει στους ανθρακωρύχους συγκεκριμένη τη λαβή που δίνει μεγαλύτερη δύναμη στο σύμβολο». Ακόμα και το χιλιάνικο κρασί, για τον Νερούδα άλλο δεν είναι παρά «το αίμα ενός υποχθόνιου λαού [...] είναι μεταλλωρύχοι που ζούνε / εδώ κι αιώνες βγάζοντας / φωτιά απ’ την παγωμένη γη».
Σαν σύμβολο ακριβώς αντιμετωπίστηκε το δράμα και ο αγώνας των μεταλλωρύχων. Τα σύμβολα, όμως, το ξέρουμε και από τα δικά μας, είναι ευάλωτα, υπόκεινται σε πολλές (και αλληλοσυγκρουόμενες) αναγνώσεις, ερμηνείες και χρήσεις. Αλλα σημαίνει η «ζωή εν τάφω» των εγκλωβισμένων για τους δικούς τους, άλλα για την πολιτική τάξη (που, παρά να αναζητήσει τις ευθύνες της για το αν το ορυχείο λειτουργούσε τηρώντας τις προδιαγραφές, διάλεξε να επενδύσει συναισθηματικά και πολιτικά στην περιπέτεια) κι άλλα για τα ΜΜΕ, τοπικά και διεθνή, που έστησαν το δικό τους πανηγύρι - δεν είναι αλλωστε προνόμιο δικό μας η σχεδόν κορακοειδής εκμετάλλευση αλλοτρίων παθημάτων.
Δεν ξάφνιασε, ως εκ τούτου, ιδιαίτερα η πληροφορία ότι, κατόπιν σκέψεων και συσκέψεων, οι μεταλλωρύχοι που θα ανεβούν πρώτοι από την υποχθόνια εστία τους στο φως του πάνω κόσμου (και των αδηφάγων προβολέων) είναι όσοι έδειξαν μέχρι τώρα πως έχουν κάποια άνεση με τα μέσα ενημέρωσης. Χρειάζεται, η αλήθεια αυτή είναι, τεράστιο κουράγιο και χιούμορ επίσης, για να αντιμετωπίσει κανείς την αναμενόμενη συντριπτική ερώτηση: «Πώς νιώθετε;» Και χρειάζεται ακόμα περισσότερο κουράγιο για να αποφασίσει να μην εκτεθεί στη διαρκή δημοσιότητα και στα «συμβόλαια αξιοποίησης» (δημοσιογραφικής, τηλεοπτικής, κινηματογραφικής).
Υπάρχει η ελπίδα ότι θ’ αντέξουν. Κι αν όχι όλοι, πολλοί. Αυτό τουλάχιστον υποδεικνύει η είδηση πως οι μεταλλωρύχοι αντιδικούν όχι για το ποιος θα ανέβει με τους πρώτους, να σωθεί μια ώρα αρχύτερα, αλλά για το ποιος θα μείνει ώς το τέλος, για να βοηθήσει τους υπόλοιπους συντρόφους του, με τους οποίους μοιράστηκε τη γεύση του θανάτου, δηλαδή ό,τι περισσότερο εξανθρωπίζει τον άνθρωπο. Οι ελπίδες ότι ο πάνω κόσμος, εγκλωβισμένος στη δική του λογική, θα τους καταλάβει και θα τους σεβαστεί είναι σαφώς λιγότερες.
«Αυτές οι εικόνες μιλάνε για τον αέρα, το νερό και την γη που μας συντηρεί. Και μας αποκαλύπτουν την επικίνδυνη εξάρτηση μας από το πετρέλαιο και το κάρβουνο. Η ανθρώπινη εφευρετικότητα δημιούργησε αυτά τα προβλήματα, και η ανθρώπινη δημιουργικότητα – όπου την βλέπουμε εδώ να είναι εμφανής - μπορεί να μας οδηγήσει στη λύση τους. Παροτρύνω τους περιβαλλοντικούς ακτιβιστές να χρησιμοποιούν αυτές τις εικόνες για τις δράσεις τους .» Van Jones, κριτής του διεθνούς διαγωνισμούCoolClimate με θέμα την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Ουρανία. Οι γονείς της δεν την υπολόγισαν και πολύ. Το όνομά της θύμιζε πλανήτη, ορυκτό, οτιδήποτε εκτός από την ψιλόλιγνη γυναίκα με τα λεπτά χαρακτηριστικά, τη στιλπνή επιδερμίδα και τα μεγάλα, κάπως θλιμμένα, σκουρόχρωμα εκείνα μάτια, που της έδειχνε ο καθρέφτης. Ουρανία! Πώς τους ήρθε! Ευτυχώς κανείς πια δεν την αποκαλούσε έτσι, αλλά Ούρι, Μις Καβράλ, Μίσις Καβράλ, ή Δόκτωρ Καβράλ. Απ` όσο μπορούσε να θυμάται, από τότε που έφυγε από τον Άγιο Δομίνικο- “για να ακριβολογούμε, από την πόλη Τρουχίλιο”, όταν έφυγε, δεν είχαν ακόμα αποκαταστήσει το όνομα της πρωτεύουσας-, ούτε στο Άντριαν ούτε στη Βοστόνη ούτε στην Ουάσινγκτον ούτε στην Νέα Υόρκη, κανείς δεν την είχε ξαναπεί Ουρανία, όπως παλιότερα στο σπίτι της και στο κολέγιο Σάντο Δομίνγκο, όπου οι sisters και οι συμμαθήτριές της πρόφεραν πάρα πολύ σωστά το αλλόκοτο όνομα που της είχαν επιβάλει ως τιμωρία με το που γεννήθηκε. Να ήταν άραγε δική του ιδέα ή δικής της; ήταν πλέον πολύ αργά για να το επαληθεύσεις, κορίτσι μου. Ή μάνα σου ήταν στον άλλο κόσμο και ο πατέρας σου ένας ζωντανός νεκρό. Ποτέ δε θα το μάθεις. Ουρανία! Το ίδιο παράλογο να εξευτελίζεις την παμπάλαιη πόλη του Αγίου Δομίνικου δε Γουσμάν αποκαλώντας την Πόλη Τρουχίλιο. Να ήταν άραγε κι αυτή ιδέα του πατέρα της;
Περιμένει να ξεπροβάλει η θάλασσα από το παράθυρο του δωματίου της, στον ένατο όροφο του ξενοδοχείου Χαράγουα, και επιτέλους τη βλέπει. Το σκοτάδι υποχωρεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και η γαλαζωπή λάμψη του ορίζοντα, καθώς θεριεύει βιαστικά, εγκαινιάζει το θέαμα που περιμένει να δει από την ώρα που ξύπνησε, στις τέσσερις το πρωί, παρά το χάπι που είχε πάρει παρακάμπτοντας τις προκαταλήψεις της εναντίον των υπνωτικών. Η μπλε σκούρα γραμμή της θάλασσας, τρομαγμένη από τις κηλίδες του αφρού, θα πάει να ανταμώσει έναν μολυβένιο ουρανό στη μακρινή γραμμή του ορίζοντα, κι εδώ, στην ακτή, σκάει πάνω στο Μαλεκόν, που το διακρίνει κατακερματισμένο μέσα στις φοινικιές και στις αμυγδαλιές που το περιστοιχίζουν. Την εποχή εκείνη, το ξενοδοχείο Χαράγουα είχε θέα κατάφατσα το Μαλεκόν. Τώρα το Μαλεκόν φαίνεται από το πλάγια. Η μνήμη της επεστρέφε την εικόνα- της ημέρας εκείνη;- του μικρού κοριτσιού που κρατούσε τον πατέρα της από το χέρι, μπαίνοντας στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για να γευματίσουν οι δυό τους. Τους έδωσαν τραπέζι κοντά στο παράθυρο, και μέσα από τα κουρτινάκια, η Ουρανίτα έβλεπε τον μεγάλο κήπο και την πισίνα με τους βατήρες και τους λουόμενους. Μια ορχήστρα έπαιζε μερέγκε στο ισπανικό πάτιο, περιτριγυρισμένο από διακοσμητικά πλακάκια και πήλινες γλάστρες με γαρίφαλα. Ήταν εκείνη την ημέρα; “όχι”, λέει χαμηλόφωνα. Το Χαράγουα εκείνης τη εποχής το είχανε γκρεμίσει για να το αντικαταστήσει ετούτο το ογκώδες κτήριο στο χρώμα του ροζ πάνθηρα που τόσο πολύ την ξάφνιασε μόλις έφτασε στον Άγιο Δομίνικο πριν από τρεις μέρες.
Έκανες καλά που ήρθες; Θα το μετανιώσεις, Ουρανία. Να χαραμίσεις μια εβδομάδα διακοπών. Εσύ που πάντα παραπονιόσουν ότι δεν είχες χρόνο να γνωρίσεις τόσες και τόσες πόλεις, περιοχές και χώρες που θα ήθελες να δεις – τις οροσειρές και τις χιονισμένες λίμνες της Αλάσκα, για παράδειγμα- γύρισες στο νησάκι όπου είχες ορκιστεί να μην ξαναπατήσεις το πόδι σου. Σύμπτωμα παρακμής; Φθινοπωρινός συναισθηματισμός; Απλή περιέργεια, τίποτε άλλο. Για να αποδείξεις στον εαυτό σου ότι μπορείς να περπατήσεις στους δρόμους αυτής της πόλης, που πια δεν είναι δικιά σου, να διατρέξεις αυτή την ξένη χώρα, δίχως αυτό να σου προκαλεί θλίψη, νοσταλγία, μίσος, πίκρα, ογρή. Ή μήπως ήρθε για να δεις με τα ίδια σου τα μάτια την κατάντια του πατέρα σου; Για να διαπιστώσεις τι θα αισθανθείς, όταν τον δεις έπειτα από τόσα χρόνια. Ένας ρίγος τη διατρέχει από την κορυφή ως τα νύχια. Ουρανία, Ουρανία! Για φαντάσου να ανακαλύψεις, ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια, πως, κάτω από το πεισματάρικο αυτό κεφάλι, πάντα τακτοποιημένο, αδιαπέραστο από κάθε είδους στεναχώρια, πως πίσω από αυτό το οχυρό που όλοι το θαυμάζουν και ζηλεύουν σ` εσένα, έχεις μια τρυφερή καρδιά, φοβισμένη, πληγωμένη, ευαίσθητη. Βάζει τα γέλια. Φτάνουν οι σαχλαμάρες κορίτσι μου.