Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Αναπηρία και τηλεοπτικός νόμος


«…Στην τηλεόραση ισχύει η προϋπόθεση της συντομίας. Πρέπει να πεις πράγματα μεταξύ δύο διαφημίσεων, περίπου δηλαδή 600 λέξεις. Το χαρακτηριστικό αυτής της προϋπόθεσης είναι ότι μπορείς να επαναλάβεις μόνο συμβατικές κρίσεις…» Noam Chomsky σε ελεύθερη μετάφραση στο «Κατασκευάζοντας την συγκατάθεση».

Ό,τι ακολουθεί είναι απλά το τηλεοπτικό μερίδιο που αναλογεί στην κοινότητα της αναπηρίας. Δεν είναι σοφίες, αλλά απλές παρατηρήσεις που περιγράφουν την αισθησιοκρατική θηριωδία στην πλάτη του καλεσμένου με αναπηρία με την ασύνειδη συνήθως συμμετοχή και του ίδιου.

Βλέπεις, το ζήτημα εδώ είναι το ότι δε γλιτώνεις από το μελό πλοκάμι του αδηφάγου τηλεοπτικού τέρατος, εφ’όσον αυτό μπορεί πάνω σ’έναν άνθρωπο να ποντάρει στο ελλειμματικό στοιχείο. Θα το κάνει. Και όχι μόνο αυτό. Θα το παρουσιάσει ως την καλή πράξη της ημέρας. Γιατί η εξιλέωση της χαζοβιόλας μπουτοβυζοχαρουμενιάς είναι το κλαψοφιλάνθρωπο χειροκρότημα και φτου κι απ’την αρχή.

Στο διά ταύτα

Είναι απολύτως «νόμιμο» να ερωτηθεί ο φορέας αναπηρίας -τί έπαθε- αμέσως μόλις (κάποιες φορές και πριν καν) καταθέσει το όνομά του. Έρχεται λοιπόν αμέσως σε θέση να εξηγήσει την εικόνα του, στην οποία εξήγηση ενυπάρχουν απολογητικά στοιχεία μόνο και μόνο για την προτεραιότητα που καταναγκαστικά της δίδεται. Στην τηλεόραση τα ορόσημα του παρελθόντος σου δεν έχουν προσωπικό χαρακτήρα. Αντιθέτως, λαμβάνονται εξ’αρχής ως τηλεοπτικά δεδομένα και στερείται έτσι η ελευθερία στον αφηγητή τους να τα θέσει στο τραπέζι με ιδία νοησιαρχική ευχέρεια και όχι ως νους που κυριαρχείται από αυτά.
Όταν κληθεί ένας άνθρωπος προς δημόσια αυτοαναφορά, η νοηματοδοτούσα αλληλουχία της προτεραιότητας είναι παραπάνω από μια απλή διαδικασία ταξινόμησης χαρακτηριστικών, αφού μέσω της προσωπικής αξιακής κλίμακας αποκαλύπτει το πώς εννοεί ο ίδιος τον εαυτό του.
Το αμείλικτο τηλεοπτικό προβάδισμα στη δικαιολόγηση τού «πληγωμένου» φαινότυπου δείχνει το απαράβατο προσκύνημα στο τοτέμ των αναπαραστάσεων και σε όλο το συνειρμικό επακόλουθο το οποίο αυτές άρρητα διεγείρουν. Οι καλεσμένοι αποδομούνται ταχέως μόλις εκτεθούν στον παθητικό ρόλο που ορίζει η αδιάκοπη προσωπική τους περιπέτεια, έχοντας εκχωρήσει εκ προοιμίου την ιδιοπροσωπία τους στο βέβαιο αποτέλεσμα του ηδονοθηρικού δράματος.
Και είναι η ίδια χυδαιολογία που αρχίζει ως φιλανθρωπία και ολοκληρώνεται στο κρεσέντο της παραληρηματικής εξιδανίκευσης. Είναι ο νόμος της κυρίαρχης ηθικής και αισθητικής, όπως αυτή αναπαράγεται στο ελληνικό σαπιοκάραβο από τον μιντιακό του καπετάνιο. Άνθρωποι χωρίς όνομα ομαδοποιούνται όπως-όπως σε εργαλειακά σύνολα συμβόλων απόδοσης ηθικής, δικαιοσύνης, ανθρωπιάς, συμπαράστασης, πίστης, κατανόησης και αλληλεγγύης, που μόνο μια ομάδα ηρώων θα μπορούσε να επιστρέψει πίσω στην κακομαθημένη κοινωνία που τα έχει απωλέσει.

Be yourself a hero – Be like me

To γκράντε φινάλε της τηλεοπτικής αρετολογίας είναι η αναγέννηση του ήρωα από τις στάχτες της κακοδαιμονίας του, ως άλλος φοίνιξ που καλεί λοιπούς φορείς αναπηρίας να βγουν από τα σπίτια τους, μετά από το παράγγελμα του οικοδεσπότη. «Δώσε στα άλλα παιδιά που είναι εγκλωβισμένα ένα μήνυμα.»
Αυτός ο επίλογος της φαινομενικής χειραφέτησης, πέρα από τη στιγμή αθώας μικροέπαρσης του πρωταγωνιστή μας, επιστρέφει τα εύσημα πίσω στην τηλεοπτική διαδικασία η οποία τα παρήγαγε (και μάλιστα από το στόμα του ίδιου του ήρωα). Γιατί αυτό είναι η τηλεόραση. Ακόμα και από τα ιερά ιδανικά που ενίοτε διατείνεται πως αναδεικνύει, εισπράττει αντάλλαγμα. Την συμβολική πρωτοκαθεδρία του αξιακού οικοδομήματος του κοινού της.

Δυο λόγια για το αναπόφευκτο

Η σιωπηλή αποδοχή των άνισων κοινωνικών συνθηκών, συμβαίνει στο πιο δυνατό χειροκρότημα σε αυτόν που τις υπερβαίνει. Γιατί ο «ήρωας» εξοικειώνει τις συνειδήσεις στις οποίες ενοικεί με τις συνθήκες που παράγουν την κοινωνική του κατασκευή. Έτσι, με την διαρκή τηλεοπτική έκθεση στα αλλεπάλληλα αυτόματα μπράβο στο απρόσωπο των αναπήρων, έχουμε το πέρασμα μιας γενικευμένης συμπεριφοράς στη νορμαλιτέ. Της συμπεριφοράς που ενισχύει ή αδιαφορεί για το βομβαρδισμένο αστικό περιβάλλον, την εκρηκτική ανεργία, τη χειρότερη παιδεία και υγεία της «ηρωικής» κοινότητας, τα οποία εκλαμβάνονται διάχυτα ως αυτονόητα σημεία της. Δεν εννοώ ότι οι άνθρωποι με αναπηρία δεν δικαιούνται επαίνους για τα όποια κατόρθωματά τους. Μιλάω για μια τηλεοπτική κοινωνία στην οποία η αναπηρία αντιμετωπίζεται καθ’εαυτή ως κατόρθωμα. Μια αναπηρία που νικάει από τα αποδυτήρια και που κάθε έλλογη αξιολόγησή της απλά περισσεύει.

Η δική μας τηλεόραση: Από εμάς για εμάς

Αθλητές με αναπηρία που ορθολογικά θα έπρεπε να μας αποκαλύπτονται μέσω εκπομπών αθλητισμού, τους βλέπουμε μέσα από εκπομπές για την αναπηρία(!). Καλλιτεχνίες, καινοτομίες, πολιτισμός, ανθρώπων με αναπηρία, όχι σε αντίστοιχες εκπομπές, αλλά σ’εκπομπές για αναπήρους. Η αναπηρία απ’ ό,τι φαίνεται είναι ολόκληρος πλανήτης που κλωθογυρίζει γύρω από τον άξονά του. Η αναπαραγωγή τού τηλεοπτικού καθεστώτος από εμάς τους ίδιους ποτέ δεν απέδωσε αυτό που πραγματικά έλειπε. Το ότι δόθηκε στην αναπηρία δημόσιο βήμα είναι σαφώς μια αλλαγή, κάτι το διαφορετικό από την προ αναπηρικών μαγκαζίνο εποχή.
Το θέμα είναι αν αυτό το διαφορετικό είναι ικανό να φέρει την επιθυμητή στροφή της κοινωνίας προς την ομογενοποίηση των εξόριστων συστατικών της (έχω αμφιβολίες για το «επιθυμητή»). Η απάντηση είναι μάλλον όχι. Και δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Γιατί η πρώτη ύλη που σου παρέχεται να πλάσεις τον εκπέμποντα κόσμο σου και οι όροι με τους οποίους θα γίνει αυτό, είναι ζωτικό κομμάτι ενός άρρητου συμβολαίου που συνάπτεται με το κυρίαρχο τηλεοπτικό πρότυπο και τον τρόπο που αυτό διαμορφώνει συνειδήσεις. Από τη άλλη, το να ορίζεται συγκεκριμένος χώρος και χρόνος «ειδικά για κάποιους» είναι κάτι που ήδη συμβαίνει στις (άδικες) πραγματικές διαστάσεις. Το ζητούμενο είναι η αναπηρία να διαχυθεί μέσα στον τηλεοπτικό χωροχρόνο και όχι να ζει μια περιχαρακωμένη ψευδαίσθηση μεγαλείου. Και δεν είναι δύσκολο να γίνει. Η politically correct έκδοση της αστικής ψυχαγωγίας ενυπάρχει στην κουλτούρα της. Για όσους λοιπόν επιμένουν τηλεόραση: Το περιεχόμενο των εκπομπών για τις εκδηλώσεις και τα δρώμενα των ανθρώπων με αναπηρία ανήκει σε εκπομπές για τις εκδηλώσεις και τα δρώμενα των ανθρώπων.

Δίκην επαίτη

Η τηλεοπτική συμπεριφορά αυτή της αναπηρίας αναδεικνύει ένα είδος υποκουλτούρας, η οποία επαιτεί τον εναγκαλισμό της συμβατικής αισθητικής. Σε αντίθεση με τη συνήθη συμπεριφορά των μειονοτικών αισθητικών που ξεκινούν ως αντισυστημικές και καταλήγουν να γίνουν μαζική τάση, η αναπηρία φαίνεται εγκλωβισμένη στο μεσοδιάστημα. Προσπαθεί απεγνωσμένα να παρουσιάσει το προϊόν της ελκυστικό σε πλαίσια που η ίδια δεν έχει λόγο και αποδέχεται να ξεπλένεται στην πλάτη της όλη η δηθενική κακογουστιά της τηλεοπτικής συμβολικής κυριαρχίας. Αναρωτιέμαι ως πότε θα αρνούμαστε να εννοήσουμε το προφανές.

Το παραπάνω άρθρο του Μάνου Μπόγδου, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αυτονομία, Νοέμβριος 2012, τεύχος 89 

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

ou ming -η θεά


"Ωραίο το μπλογκ σου, περνάω καθημερινά...” άρχισε να μού λέει τις προάλλες φίλος και πριν προλάβω να χαρώ, συνέχισε: “...αλλά δε σε διαβάζω.” Τον κοίταξα με απορία κι εκείνος μού εξήγησε: “ Γράφεις πολλά βρε αδελφέ. Κατεβατά ολόκληρα, σεντόνια υπέρδιπλα και εγώ βαριέμαι. Καημό το `χω να μπω μια φορά και να έχεις ένα μικρό ποστ. Να το διαβάσω σε ένα λεπτό και να φύγω ευχαριστημένος. Όπως τα ποστ της ou ming. Αυτή μάλιστα· αυτή δεν είναι μπλόγκερ, είναι θεά!” Δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω κι αμέσως είπαμε ενθουσιασμένοι εν χορώ: “Η ou ming είναι θεά”. Εκείνη τη στιγμή είχα ήδη αποφασίσει ότι αφού δεν μπορώ να γράψω όπως εκείνη, τουλάχιστον να ανεβάσω άμεσα ένα μικρό ποστ, μπας και με διαβάσει ο φίλος μου. Εκατόν τριάντα μια λέξεις, στοπ. 


Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Οι Καρέκλες, Eugène Ionesco


Τον αποκάλεσαν “τραγικό κλόουν”, “δημιουργό της μεταφυσικής φάρσας”, “τρομερό παιδί της Avant-Garde” και “Σαίξπηρ του παραλόγου”. Ο Ευγένιος Ιονέσκο που γεννήθηκε σαν σήμερα, 26 Νοεμβρίου του 1909 -κατ` άλλους το 1912- στην Σλάτινα, 150 χιλιόμετρα δυτικά του Βουκουρεστίου, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς του 20ου αιώνα. Με τον Σ. Μπέκετ, τον Ζαν Ζενέ, τον Α. Αντάµοφ ήταν οι βασικοί εκφραστές του θεάτρου του παραλόγου που άνθισε λίγο μετά την εκπνοή του Β` Παγκοσμίου και βέβαια εξ αιτίας του αφού ανέδειξε την παραφροσύνη του πολέμου και κατ` επέκταση, του κόσμου. Ο όρος “θέατρο του παραλόγου” (“Τhéâtre de l'absurde”) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον θεατρικό συγγραφέα και κριτικό Μάρτιν Έσλιν το 1960. 

“Το θέατρο του παραλόγου αγωνίζεται να εκφράσει την λογική του για τον παραλογισμό της ανθρώπινης συνθήκης και την ανεπάρκεια της ορθολογικής προσέγγισης μέσω της ανοιχτής εγκατάλειψης των ορθολογικών τεχνασμάτων και της α-συνεχούς σκέψης.” 

Ωστόσο ο Ιονέσκο, προτιμούσε τον όρο "θέατρο του χλευασμού" (“Τhéâtre de dérision") που εισήγαγε ο Εμμάνουελ Ζακάρ. Του Παραλόγου ή του Χλευασμού, το θέατρο που δημιούργησε αυτή η γενιά των συγγραφέων έμελλε να ανανεώσει δραστικά το σύγχρονο θέατρο αναδεικνύοντας το παράλογο της ίδιας της ύπαρξης κι έχοντας ως άδηλη αφετηρία τα αδιέξοδα της μεταπολεμικής εποχής. 

Ο Ιονέσκο με πρώτη ύλη το κενό, την ανυπαρξία νοήματος, δημιούργησε έναν ολόκληρο κόσμο σαρκάζοντας ανηλεώς τον αληθινό. Χειριζόμενος αλληγορίες και αποσπασματικά σύμβολα μίλησε για ένα μέλλον που ήταν ήδη παρόν. Ο κόσμος του μαύρος και πικρός, διανθίζεται με το κυνικό του χιούμορ. Με αυτό ως μέσον, αποδομεί, όχι μόνο την εξουσία των κοινωνικών και οικογενειακών σχέσεων, αλλά και την ίδια τη γλώσσα. Έχει όμως πραγματικά ενδιαφέρον το πώς ξεκίνησε αυτή η πορεία. 

Το `48 ο Ιονέσκο επιχειρώντας να μάθει αγγλικά με μέθοδο άνευ διδασκάλου επαναλάμβανε τους κενούς νοήματος διαλόγους του κυρίου και της κυρίας Σμιθ. Αυτή η τετριμμένη φρασεολογία, οι στερεότυπες φράσεις των μαθημάτων του αποκάλυψαν την εμπειρία του παράλογου. Η επόμενη σκέψη τον οδήγησε στο παράλογο των ανθρώπινων σχέσεων που παράγουν αυτήν τη γλώσσα, αφαιρώντας της κάθε νόημα ενώ την ίδια στιγμή προσδιορίζονται από αυτήν. Έτσι, από την αχρήστευση του λόγου, κατέληξε...λογικά στην αχρήστευση της λογικής. Άλλωστε και τα δυο -λόγος και λογική- προέρχονται από την ίδια ρίζα. Έτσι ο λόγος, το μέσον της επικοινωνίας και το κύριο μέσον του θεάτρου, παύει πλέον να εκφράζει τη σκέψη, αυτοδιαλύεται και τη θέση του παίρνει ένας καταιγισμός λέξεων που διαδέχονται καταιγιστικά η μία την άλλη. Ο Ιονέσκο δεν κατάφερε να μάθει τελικά Αγγλικά, αλλά δύο χρόνια αργότερα, το 1950, ολοκλήρωσε και παρουσίασε τη Φαλακρή Τραγουδίστρια, το πρώτο του έργο, που όπως ήταν φυσικό σόκαρε και αποδοκιμάστηκε από κοινό και κριτικούς. 

Οι Καρέκλες παρουσιάστηκαν στο Παρίσι το 1952, ακριβώς πριν από 60 χρόνια. Πρόκειται για το δεύτερο μονόπρακτο του συγγραφέα. Αν θέλει να συνοψίσει κανείς την υπόθεση του έργου μπορεί να πει απλουστευτικά ότι πρόκειται για το παιχνίδι δυο ηλικιωμένων συζύγων που βρίσκονται απομονωμένοι σε ένα νησί. Το παιχνίδι με το οποίο προσπαθούν απεγνωσμένα να γεμίσουν το κενό της ζωής τους που φαίνεται ότι άρχισε πριν από έναν αιώνα και δίνει την αίσθηση ότι θα συνεχίζεται εις τον αιώνα τον άπαντα. Στις Καρέκλες ενυπάρχουν όλα τα βασικά στοιχεία της δραματουργίας του Ιονέσκο. Στο πρώτο επίπεδο, ο ασαφής χρόνος και χώρος, η ασήμαντη πλοκή, οι μη καθορισμένοι, ρευστοί χαρακτήρες, ο επαναληπτικός χωρίς νόημα διάλογος, οι γλωσσικές ακροβασίες. Και στο δεύτερο, μέσα από την τραγική κωμικότητα, ή την κωμική τραγικότητα, διαφαίνεται με ενάργεια η μεταφυσική αγωνία των ηρώων μέσα από την μάταιη προσπάθειά τους να βρουν κάποιο νόημα. Έναν προορισμό. Ωστόσο λύσεις των ζητημάτων αυτών, των προβλημάτων που θέτει και των συγκρούσεων που στήνει ο συγγραφέας, δεν προσφέρει. Δεν προσφέρονται. Άλλωστε είναι εκείνος που έλεγε:‎"Δεν είναι η απάντηση που μας διαφωτίζει αλλά η ερώτηση". Αν το θέατρο του Ιονέσκο σόκαρε τη δεκαετία του πενήντα, σήμερα φαντάζει κλασσικό και σαφώς επίκαιρο. Γιατί απλούστατα επαναθέτει και εξερευνά με τη φόρμα του παραλόγου, του χλευασμού το αιώνιο ζήτημα της ύπαρξης. 

Στο θέατρο Ροές, στην οδό Ιάκχου στο Γκάζι ανέβηκε στις αρχές Νοεμβρίου το έργο του Ιονέσκο “Καρέκλες” με την Όλια Λαζαρίδου και τον Αντώνη Καφετζόπουλο στους ρόλους των δυο ηλικιωμένων. Ο σκηνοθέτης της παράστασης Ευριπίδης Λασκαρίδης επιλέγει τη διακριτική, πλην όμως σαφή καθοδήγηση των ηθοποιών του. Υιοθετεί και ενσωματώνει δημιουργικά, στοιχεία από τον βωβό κινηματογράφο, τους κλόουν και το κουκλοθέατρο. Τονίζει την εξαρθρωμένη γλώσσα του Ιονέσκο που υπερισχύει  των ηρώων μετατρέποντάς τους σε μαριονέτες/φορείς ιδεών· η κάθε μια από αυτές, πλάθει και συνιστά ένα μικρό σύμπαν με αναγνωρίσιμα ανθρώπινα στοιχεία που διαρκώς όμως υπονομεύονται και αναιρούνται. 



Η Όλια Λαζαρίδου κι ο Αντώνης Καφετζόπουλος, μετρούν πολλά χρόνια φιλίας -από τα μαθητικά τους χρόνια- και η μεταξύ τους οικειότητα είναι το πρώτο στοιχείο που παρατηρεί κανείς στην ερμηνεία τους. Ερμηνεία που δίνει την αίσθηση δυνατής επιτραπέζιας αντισφαίρισης σε μια διαρκή όμως ισοπαλία. Το αμέσως επόμενο στοιχείο που εισπράττει ο θεατής είναι το κοινό τους σκηνικό ύφος και ήθος καθώς και η διάθεσή τους να “τσαλακωθούν” απόλυτα στο σανίδι. Αυτοσχεδιάσουν με τον ευφυή τρόπο των παιδιών που η φαντασία τους οργιάζει. Ζυγίζουν και ισορροπούν διαρκώς, το τραγικό και το κωμικό με τρόπο αριστοτεχνικό. Τέλος φαίνεται να ακολουθούν πιστά τον υπόγειο ρυθμό που υπαγορεύει το έργο· αφήνονται σε μια ήπια εκκίνηση, τον αυξάνουν σταδιακά για να τον αφήσουν στο τέλος να γίνει ξέφρενος.




Σε μια συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα ο Αντώνης Καφετζόπουλος με αφορμή την παράσταση, είπε: “Πάντα έχω στο μυαλό μου, όταν δουλεύω μεταξύ άλλων εξίσου σημαντικών, αν θα τολμούσα να καλέσω τον συγγραφέα να δει το τελικό αποτέλεσμα. Φέτος, θα ήμουν ευτυχής και υπερήφανος αν ο Ιονέσκο μπορούσε να μας κάνει την τιμή.” Δεν θα ήταν υπερβολικό αν συμπλήρωνα ότι σε αυτή την περίπτωση, ο συγγραφέας, στο τέλος της παράστασης θα τους έκλεινε επιδοκιμαστικά το μάτι.


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Ευριπίδης Λασκαρίδης
Μετάφραση: Όλια Λαζαρίδου, Ευριπίδης Λασκαρίδης
Σκηνικά-Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Μουσική σύνθεση : Γιώργος Πούλιος

ΠΑΙΖΟΥΝ
Όλια Λαζαρίδου, Αντώνης Καφετζόπουλος

ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ- ΘΕΑΤΡΟ ΡΟΕΣ
Ιάκχου 16 Γκάζι, (στάση Μετρό Κεραμικός)
τηλέφωνο 210-3479169

ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
Κάθε Τετάρτη & Κυριακή στις 19.00
Κάθε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 21.00.

ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ:
17 ευρώ – Γενική είσοδος
12 ευρώ – Φοιτητικό ή Νεανικό (κάτω των 25 ετών)

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Sunday's golden trumpets

Flamenco Sketches, από το άλμπουμ Kind of Blue 1959

   Dizzy Gillespie φωτο:Raymond Clement,                                                          Matrix, από το άλμπουμ The Real Thing 1970



Louis Armstrong (φωτό από εδώ
Basin Street Blues, σύνθεση του Spencer Williams 

       How Deep Is The Ocean, Μονμάρτρη 1979



Sidewalk Blues από το άλμπουμ Mr. Jelly Lord 1999

    Arturo Sandoval φωτο του Manny Iriarte                                                       Mambo Influenciado (στο πιάνο ο Chucho Valdes)

Lee Morgan φωτο από εδώ                                                                          Moanin' σύνθεση του Charles Mingus



Maynard Ferguson (φωτο από εδώ)                                                                    Say It With Trumpets από το ομώνυμο άλμπουμ. 

Donald Byrd, (φωτο Francis Wolff)                                                                Cantaloupe Island σύνθεση του Herbie Hancock



Al Hirt (φωτο από εδώ)                                                                                  Sweet lips από το άλμπουμ Soul in the Horn

Clifford Brown (φωτo από εδώ)
Stardust ηχογράφηση του 1955




Woody Shaw (φωτό από εδώ)                                                                     Ginseng People Live, 1977




Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Το δείπνο των Λαγών


Ωραίο το τραπέζι προχθές. Πανηγυρικό, χωρίς κανένα προφανή λόγο. Ούτε γιορτή, ούτε γενέθλια, ούτε επέτειος. Καλό τραπεζομάντιλο, καλό σερβίτσιο και τα εδέσματα, το καθένα μια γευστική έκπληξη· όλα σκληροπυρηνικά χορτοφαγικά. “Ούτε αυγά, ούτε γάλα” τόνιζε κάθε τόσο περήφανη η μαγείρισσα, χωρίς όμως να αποκαλύπτει -παρά τις επίμονες ερωτήσεις μας- τα συστατικά των συνταγών της που γέμισαν το τραπέζι.

Μα έτσι εξηγείται γιατί πάχυνες τόσο βρε Γιώργο” είπε μασουλώντας ένας από τους φίλους. Γελάσαμε όλοι και τα πειράγματα θα συνεχιζόταν εις βάρος του ευτραφή οικοδεσπότη αν εκείνος δεν έλεγε ότι σύντομα θα χάσει τα επί πλέον κιλά, μια που σε λίγες μέρες φεύγει και πάει μόνος του σε μια μικρή πόλη της Νότιας Γαλλίας. Για μόνιμη εγκατάσταση. Εκεί βρήκε δουλειά. Η εξαιρετική μαγείρισσα, η σύντροφός του, θα μείνει αναγκαστικά εδώ λόγω σοβαρών οικογενειακών υποχρεώσεων.

Μείναμε με τα πιρούνια στον αέρα συνειδητοποιώντας ξαφνικά το είδος του δείπνου. Αποχαιρετιστήριο. Τον κοιτάξαμε όχι απλώς σαστισμένοι, μα σχεδόν ανέκφραστοι. Βουβοί. Τί να ρωτήσεις άλλωστε; Οι απαντήσεις εκ των προτέρων γνωστές. Αν αυτό συνέβαινε πριν από τρία-τέσσερα χρόνια, θα έπεφταν βροχή οι ερωτήσεις “τί;” και “πώς;” κι ύστερα θα τού λέγαμε: “θα έρθουμε να σε δούμε”. Και θα το κάναμε με την πρώτη ευκαιρία. Στο πρώτο διαθέσιμο τριήμερο θα κολλούσαμε δυο μέρες άδεια και θα φτάναμε σε αυτή τη μικρή γαλλική πόλη. Τώρα, τσιμουδιά. Κάποιος μόνο μουρμούρισε ένα ατυχές “ευτυχώς δεν έχετε παιδιά”, μα το “παιδιά” σχεδόν δεν ακούστηκε. Ύστερα έπεσε σιωπή.

Όταν βγήκαν τα γλυκά, πήραμε πάλι μπρος, μα το ένιωθες ότι σερνόταν πια η κουβέντα μας -σακαράκα σε χωματόδρομο με ανεβασμένο χειρόφρενο. Κι η πίκρα, αυτό το γαμημένο “γιατί;” δεν έλεγε να πάει κάτω. Στεκόταν σβολιασμένο στο λαιμό και μας έπνιγε. Με αυτό το μπούκωμα κι ένα βουβό, πλην όμως σαφή πόνο στο στέρνο χαιρετηθήκαμε στο τέλος. Με παρατεταμένες αγκαλιές που συμπλήρωναν άγαρμπα χτυπήματα στην πλάτη, με βιασμένα χαμόγελα, με ανυπόστατες ευχές για γρήγορη επάνοδο, με δήθεν παρηγορητικές υποσχέσεις εκατέρωθεν για συχνή ηλεκτρονική επικοινωνία.


Κατέβηκα από τις σκάλες. Βγήκα και έστριψα δεξιά στη Ρεθύμνου. Τα στενά πεζοδρόμια μουσκεμένα. Μειώσεις, περικοπές κι ύστερα η απόλυση ή η εφεδρεία. Ένα διάστημα μέχρι να συνειδητοποιήσεις τί συμβαίνει, μετά αναζήτηση δουλειάς χωρίς αποτέλεσμα, κι ύστερα μονόδρομος η απόφαση για μετανάστευση. Άλλη αναζήτηση, χαρτούρα, μεταφράσεις βιογραφικών και τίτλων σπουδών, επιστολές και ενδιάμεσα μερικά οδυνηρά πισωγυρίσματα· αυτές οι φρούδες ελπίδες, “ρε μπας και τα καταφέρουμε εδώ;” Κι ύστερα, καθώς τα περιθώρια στενεύουν το παίρνεις οριστικά απόφαση ότι δεν...και αρχίζεις να πακετάρεις, βγάζεις το one way, και στο τέλος, επειδή δεν αντέχεις νωρίτερα, αποχαιρετάς τους φίλους σου. Ξερίζωμα.

Δυσοίωνη και σκοτεινή η Αλεξάνδρας. Πήρα να ανηφορίζω, αργά με τα πόδια. Ψιλόβρεχε. Μέσα στην ερημιά, άρχισα να υπολογίζω τους φίλους που έχουν ήδη ξενιτευτεί. Με κάθε όνομα δίπλωνε κι ένα δάχτυλο μέσα στην τσέπη. Όταν τέλειωσα είδα ότι το ένα χέρι δεν επαρκεί πια. Επάρκεια, δείκτης απασχόλησης, ανεργία, ισοζύγια πληρωμών, ακαθάριστο εθνικό προϊόν, δημοσιονομική εξυγίανση. Δείκτες και λέξεις μιας άγνωστης γλώσσας να περιγράφουν τη ζωή μας. Κι ούτε ένας δείκτης για να μετρήσει τις παράπλευρες απώλειες: αυτόν το μόνιμο πια πόνο στο στήθος που δε λέει να καταλαγιάσει. Αυτήν τη διαρκή αγωνία για το αύριο σε μια πόλη που ερημώνει, αυτό το φόβο που μας μετέτρεψε σε θεατές της ίδιας μας της ζωής, που μας...

Λαγοί!”, σκέφτομαι ξαφνικά έχοντας φτάσει πια στην Πανόρμου. Αυτό είναι· στεκόμαστε ακίνητοι και σαστισμένοι, σαν τους λαγούς που παγιδεύονται την νύχτα από τους προβολείς των αυτοκινήτων. Λαγοί αποσβολωμένοι, εξουδετερωμένοι στο οδόστρωμα της κρίσης.




Χρόνια που πέσαν πάνω μας, σαν προβολείς.
Μας τουφεκίζουν έναν έναν
σαστισμένους λαγούς.

Μιχάλης Γκανάς

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Χρόνης Μίσσιος 1930-2012



...Βαράνε, βαράνε κι έχουν λαχανιάσει. Οι ανάσες τους ακούγονται όπως των σκυλιών που σε κυνηγάνε. Κάποια στιγμή σταματάνε, ουφ κωλόπαιδα, λένε, μας βγάλατε το λάδι, ακούς οι κουφάλες; Σκύβει ο Σάβανος και ρωτάει έναν έναν-πρώτος είναι ο Παύλος- λοιπόν θα υπογράψεις; Όχι. Στη μέση είμαι εγώ. Θα υπογράψεις; Όχι. Τρίτος ο Νικόλας. Εσύ; Άει γαμήσου, μωρή κουφάλα. Μια ζωή σέρτικος...

Έρχεται η δεύτερη τριάδα, φρέσκια και ξεκούραστη, ο ίδιος χαβάς: ντάκα ντούκου. Από την ώρα που μας έχουν όρθιους, θέλω να κατουρήσω, τώρα πια δεν κρατιέμαι. Τ` αμολάω λοιπόν. Ζεστό, ζεστό το κάτουρο τρέχει στα πόδια μου. Ευτυχία που δε λέγεται. Θα κατουράω κάνα τέταρτο. Αυτοί το βιολί τους. Τελειώνω. Ανακούφιση. Λέω από μέσα μου, τώρα βαράτε χαμούρες. Όλη αυτή την ώρα, ο Παυλόσυκας στέκει στη γωνιά και μουρμουρίζει ψαλμωδίες και ρητά. Κάποια στιγμή φαίνεται πως ο δικός μου παρακουράστηκε και με παραδίδει στον Παυλόσυκα. Πού `σαι μάνα, να με δεις και να με κλάψεις! Τραβάει ο πούστης μια λεπτή βοϊδόπουτσα, που στην άκρη της κρέμονται στρογγυλά βαρίδια από μολύβι- νομίζω αυτό το λένε γάτα, γιατί όπου σε χτυπάει σε σκίζει. Αρχίζει να με κεντάει πόντο πόντο. Εγώ σφίγγω τα δόντια. Έχουν σκοτεινιάσει τα μάτια μου, αλλά κρατιέμαι ακόμα όρθιος. Κάποια στιγμή όμως, συγκεντρώνει τα χτυπήματά του στη σπονδυλική στήλη, στο ύψος της ωμοπλάτης και του σβέρκου. Νομίζω πως τα χτυπήματα πέφτουν κατευθείαν στο μυαλό και το πολτοποιούν. Ο πόνος μ` αγκαλιάζει ολόκληρον. Αυτό δεν είναι ξύλο πια, με έχουν κόψει στα δύο και με χτυπάνε από μέσα προς τα έξω. Λιποθύμησα...

Συνήλθα. Στο πρόσωπό μου νοιώθω ευεργετική την υγρασία του τοίχου, ανοίγω τα μάτια μου. Είμαι μπρούμυτα πεσμένος στο τσιμέντο. Κάνω να γυρίσω το κεφάλι μου και ουρλιάζω, νιώθω ένα πόνο μαχαιριά μέσα στο μυαλό μου. Τα πειθαρχεία είναι κτισμένα σ` ένα κατεστραμμένο ενετικό φρούριο, στην κορυφή του νησιού, και ενώ το πάνω μέρος τους γκρεμίστηκε, τα υπόγειά τους άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου. Αυτά τα διαρρύθμισαν κατάλληλα και τα έκαναν πειθαρχεία. Αυτό που μας έχουν είναι μακρόστενο ενάμισι μέτρο επί τέσσερα, με θολωτή σκεπή. Στο βάθος, στη δεξιά γωνία, έχει μια πηγή που βγάζει λίγο νερό. Με τα χρόνια σχηματίστηκε μια μικρή γούρνα απ` όπου ξεκινάει ένα ρυάκι και κυλά στην άκρη του τοίχου. Να φανταστείς πως η σκεπή του είναι ένα αμπέλι με συκιές και άλλα δεντράκια...Τέλος, συνήλθα αλλά δεν μπορώ να κουνηθώ. Η πλάτη μου με καίει σαν να είμαι φορτωμένος κανένα πυρωμένο σίδερο. Όπως μου λένε τα παιδιά, έχει ανοίξει σε δεκάδες τριγωνικά σχήματα, αλλά εκείνο που με ανησυχεί είναι ότι δεν μπορώ να κουνήσω το κεφάλι μου. Ο Παύλος κάπου βρήκε μια πετσέτα, τη μουσκεύει στο παγωμένο νερό της πηγής και μου την απλώνει στην πλάτη και στο σβέρκο. Η ευτυχία συμπληρώνεται με μια χούφτα νερό που καταφέρνει ο Παύλος να μού ρίξει στο στόμα. Κρατάει καλύτερα από τους τρεις μας- είναι γεμάτο και γερό παιδί. Είμαστε σε κακά χάλια, χωρίς καμία προοπτική. Νιώθουμε όμως μεγάλη συγκίνηση και μια περίεργη περηφάνια. Ο Παύλος κάθεται δίπλα μου και ψιλοτραγουδά ένα ερωτικό ποντιακό τραγούδι: Κορτσόπον δώδεκα χρονώ κι γω πα δεκατρία...”


Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου “Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς” εκδόσεις Νέα Γράμματα. (σελ 52-53) Ο συγγραφέας πέθανε σήμερα σε ηλικία 82 ετών.

Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε το 1930 στη Καβάλα. Οι γονείς του ήταν καπνεργάτες. Έζησε τα πρώτα του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, εργάτες και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Η οικογένεια του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου δούλευε σαν μικροπωλητής με κασελάκι στο λιμάνι . Σχολείο πήγε ως τη δευτέρα δημοτικού. Στη κατοχή, ο Ερυθρός Σταυρός στέλνει αποστολές παιδιών σε αγροτικές περιοχές για να τα σώσει από τη πείνα, έτσι βρίσκεται τσοπανόπουλο στα Γιαννιτσά, απ' όπου, με το κοπάδι του, περνάει στους αντάρτες που τον χρησιμοποιούν ως σύνδεσμο. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Εκεί οργανώνεται στο Δημοκρατικό στρατό πόλεων, και στα 17 του, συλλαμβάνεται, βασανίζεται άγρια, και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλύτωσε τον θάνατο χάρη σ` ένα τυχαίο γεγονός. Εκείνη την περίοδο όπως είπε κι ο ίδιος του έμαθε γράμματα από τον Μανόλη Αναγνωστάκη, “όταν ήμασταν θανατοποινίτες στο Γεντί Κουλέ”. Έκτοτε μέχρι και το Αύγουστο του 1973 περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες ως πολιτικός κρατούμενος. Μακρόνησος, Άι Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός. Ο Χρόνης Μίσσιος τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι με τη Ρηνιώ, τη σύντροφό του.

«Να γυρίσουμε στα χωριά μας, να ξαναδεθούμε με τη γη...» συνέντευξη του Μίσσιου απο το Car & Driver που αναδημοσιεύτηκε στο Έθνος

H κοινωνία δείχνει να έχει πάθει εγκεφαλικό! Συνέντευξη στην Κρυσταλία Πατούλη που δημοσιεύτηκε στο tvxs.

Είμαστε υπό κατοχή, από το Χρίστο Λογαρίδη 

Για το Χρόνη Μίσσιο, του Θανάση Καρτερού, δημοσιευμένο στην Αυγή, 22/11/2012


Εργογραφία

Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς. Αθήνα, Γράμματα, 1985.
Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε; Αθήνα, Γράμματα, 1988.
Τα κεραμίδια στάζουν. Αθήνα, Γράμματα, 1991.
Το κλειδί είναι κάτω απ’ το γεράνι. Αθήνα, Γράμματα, 1996.
Ντομάτα με γεύση μπανάνας Νέα Γράμματα 2001

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Γλώσσα βουβή


 Πάνω στο μάρμαρο, δίπλα στον νεροχύτη το κασετόφωνο. Καινούριο και γυαλιστερό. Μπροστά του, στοίβα οι κασέτες. Στα ταμπελάκια τους με τα σίγουρα γράμματα της Βάσως: Ρωμιοσύνη", "Ενας Ομηρος", "Τα Τραγούδια Του Αγώνα", ”Μαουτχάουζεν”. Στο τραπέζι της κουζίνας απλωμένα τα βιβλία μας. Με τα ίδια σίγουρα γράμματα στα δικά της, όπου και αν άνοιγες, το όνομα της Φαραντούρη, του Πανδή, του Θεοδωράκη. Πρωτάκι εγώ κι εκείνη μεγάλη, στο Λύκειο, να μού εξηγεί τα σύνολα. Kι εκεί που πάω να πιάσω το νόημα να σηκώνεται να δυναμώνει την ένταση και να γεμίζει η κουζίνα με τη φωνή του Μίκη: “Να τη πετιέται από ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει...”. Όχι μόνο τις μέρες της επετείου· όλα τα γκρίζα απογεύματα που τύχαινε να διαβάζουμε μαζί.

 Στην επέτειο, μπροστά στο μικρόφωνο, ντουέτο με την Γενοβέφα να τραγουδάμε το Γελαστό παιδί. Τζάμπα πήγαν οι πρόβες πριν τη σχολική γιορτή· φαλτσάρω και κοκκινίζω. Δεν είμαι άξιος να συμμετέχω, δεν είμαι άξιος να τιμήσω τους όχι νεκρούς της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ούτε καν αυτούς που συμμετείχαν. Αυτούς τους ανώνυμους ήρωες που μοιάζουν τόσο σύγχρονοι, τόσο οικείοι, όχι πάνω σε άλογα με φουστανέλες, ούτε με στρατιωτικά σε χιονισμένα βουνά που φωνάζουν “αέρα”, μα παράταιρα ντυμένοι, παράφορα νέοι, με λάμψη στα μάτια γαντζωμένοι στα κάγκελα της κεντρικής πύλης. Ίδιοι με τους φοιτητές που έρχονται στις διακοπές στη μικρή μας πόλη. Σταματάω το τραγούδι και για να κρατήσω τα προσχήματα, ανοιγοκλείνω το στόμα. Μένει μόνη εκείνη με σφιγμένα τα χέρια να τελειώνει μέσα σε χειροκροτήματα: “Γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ/ δόξα τιμή στο αξέχαστο το γελαστό παιδί.”

 Στην πρώτη -πρώτη μου πορεία. Από το σχολείο βιαστικά, η Αγγελική με τη σημαία και γύρω και πίσω της εμείς ασύντακτοι, κατηφορίζουμε στην Τσιμισκή, στρίβουμε τσούρμο απτάλικο δεξιά, μα πλησιάζοντας στην Αριστοτέλους πιάνουμε το ρυθμό από την αόρατη εγκατάσταση που παίζει δυνατά: “...οδηγοί της ελπίδας οι πρώτοι νεκροί”. Κι ο ρυθμός από το βήμα μας περνάει μυστήρια στο αίμα καθώς συμβάλουμε στο ποτάμι της παραλιακής που όσο περνάει η ώρα ξεχειλίζει. Χιλιάδες· ένα σώμα που πάλλεται από συνθήματα μέσα στο μισοσκόταδο και στην καταχνιά του Νοέμβρη. Με τις κόκκινες σημαίες να μουσκεύουν στο χιονόνερο κι έτσι όπως κουνιούνται βαριές, αν σηκωνόσουν στις μύτες των ποδιών, μπροστά στο βάθος ίσα που άφηναν να φανεί ο Πύργος.

 Αργότερα, στην Αθήνα πια, σε λίγες, ελάχιστες πορείες. Συγκεχυμένες μνήμες, θολές από τα χρόνια που πέρασαν και τα δακρυγόνα που έπεσαν. Μα κυρίως βουβές. Λες και στα τραγούδια που μας δονούσαν κάποτε έπεσε πούσι, λες και τα κάλυψε οριστικά η σκόνη του χρόνου και τα έφθειρε ανεπανόρθωτα στερώντας τους το νόημα. Βουβές επισκέψεις στο Πολυτεχνείο· ποτέ στις 17 στο πανηγύρι της επετείου, αλλά μέρες πριν ή αρκετές μετά. Όταν σε μια στοίβα είχαν πια ξεραθεί τα λουλούδια των ανώνυμων μέσα στα βρώμικα περιτυλίγματα και τα στεφάνια με τις πλαστικές τους κορδέλες να αναγράφουν με χρυσά γράμματα τους επώνυμους καταθέτες. Να προσπαθώ να αφουγκραστώ στο χώρο το τότε· κάποιες φορές να πιάνω κάτι απροσδιόριστο αλλά ισχυρό από τον ηλεκτρισμό των μακρινών ημερών του `73 κι ύστερα να αναζητώ μάταια τί είχε απομείνει.

 Σήμερα, από το πρωί ακούω το ένα τραγούδι μετά το άλλο. Με ακουστικά. Δυνατά, τέρμα η ένταση. Πολλές φορές. Από γιουτουμπάκια που πρέπει να περιμένεις λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να χαθεί η παράταιρη διαφήμιση. Ακούγονται καινούρια. Σαν να έδιωξαν οι μέρες που ζούμε το πούσι κι τη σκόνη που τα σκέπαζε τόσον καιρό. Σαν να μετάλλαξαν οι συνθήκες το παλιό  συμβολικό τους φορτίο σε ένα νέο, εξόχως επίκαιρο. Φράση- φράση αν τα πιάσεις η αναγωγή στο σήμερα, πατάει απόλυτα. Μην περιμένεις όμως τα αυτονόητα. Δε θα το κάνω. Αυτή η ανάρτηση δεν είναι παρά ένα “τακ τακ”. Το μόνο που περιμένω είναι το δικό σου ''τακ τακ'', απάντηση στο δικό μου, που θα λέει ξεκάθαρα: “βαστάω γερά, βαστάω καλά”.