«…Στην
τηλεόραση ισχύει η προϋπόθεση της
συντομίας. Πρέπει να πεις πράγματα
μεταξύ δύο διαφημίσεων, περίπου δηλαδή
600 λέξεις. Το χαρακτηριστικό αυτής της
προϋπόθεσης είναι ότι μπορείς να
επαναλάβεις μόνο συμβατικές κρίσεις…» Noam
Chomsky σε ελεύθερη μετάφραση στο
«Κατασκευάζοντας την συγκατάθεση».
Ό,τι
ακολουθεί είναι απλά το τηλεοπτικό
μερίδιο που αναλογεί στην κοινότητα
της αναπηρίας. Δεν είναι σοφίες, αλλά
απλές παρατηρήσεις που περιγράφουν την
αισθησιοκρατική θηριωδία στην πλάτη
του καλεσμένου με αναπηρία με την
ασύνειδη συνήθως συμμετοχή και του
ίδιου.
Βλέπεις,
το ζήτημα εδώ είναι το ότι δε γλιτώνεις
από το μελό πλοκάμι του αδηφάγου
τηλεοπτικού τέρατος, εφ’όσον αυτό
μπορεί πάνω σ’έναν άνθρωπο να ποντάρει
στο ελλειμματικό στοιχείο. Θα το κάνει.
Και όχι μόνο αυτό. Θα το παρουσιάσει ως
την καλή πράξη της ημέρας. Γιατί η
εξιλέωση της χαζοβιόλας μπουτοβυζοχαρουμενιάς
είναι το κλαψοφιλάνθρωπο χειροκρότημα
και φτου κι απ’την αρχή.
Στο διά ταύτα
Είναι
απολύτως «νόμιμο» να ερωτηθεί ο φορέας
αναπηρίας -τί έπαθε- αμέσως μόλις (κάποιες
φορές και πριν καν) καταθέσει το όνομά
του. Έρχεται λοιπόν αμέσως σε θέση να
εξηγήσει την εικόνα του, στην οποία
εξήγηση ενυπάρχουν απολογητικά στοιχεία
μόνο και μόνο για την προτεραιότητα που
καταναγκαστικά της δίδεται. Στην
τηλεόραση τα ορόσημα του παρελθόντος
σου δεν έχουν προσωπικό χαρακτήρα.
Αντιθέτως, λαμβάνονται εξ’αρχής ως
τηλεοπτικά δεδομένα και στερείται έτσι
η ελευθερία στον αφηγητή τους να τα
θέσει στο τραπέζι με ιδία νοησιαρχική
ευχέρεια και όχι ως νους που κυριαρχείται
από αυτά.
Όταν
κληθεί ένας άνθρωπος προς δημόσια
αυτοαναφορά, η νοηματοδοτούσα αλληλουχία
της προτεραιότητας είναι παραπάνω από
μια απλή διαδικασία ταξινόμησης
χαρακτηριστικών, αφού μέσω της προσωπικής
αξιακής κλίμακας αποκαλύπτει το πώς
εννοεί ο ίδιος τον εαυτό του.
Το
αμείλικτο τηλεοπτικό προβάδισμα στη
δικαιολόγηση τού «πληγωμένου» φαινότυπου
δείχνει το απαράβατο προσκύνημα στο
τοτέμ των αναπαραστάσεων και σε όλο το
συνειρμικό επακόλουθο το οποίο αυτές
άρρητα διεγείρουν. Οι καλεσμένοι
αποδομούνται ταχέως μόλις εκτεθούν
στον παθητικό ρόλο που ορίζει η αδιάκοπη
προσωπική τους περιπέτεια, έχοντας
εκχωρήσει εκ προοιμίου την ιδιοπροσωπία
τους στο βέβαιο αποτέλεσμα του ηδονοθηρικού
δράματος.
Και
είναι η ίδια χυδαιολογία που αρχίζει
ως φιλανθρωπία και ολοκληρώνεται στο
κρεσέντο της παραληρηματικής εξιδανίκευσης.
Είναι ο νόμος της κυρίαρχης ηθικής και
αισθητικής, όπως αυτή αναπαράγεται στο
ελληνικό σαπιοκάραβο από τον μιντιακό
του καπετάνιο. Άνθρωποι χωρίς όνομα
ομαδοποιούνται όπως-όπως σε εργαλειακά
σύνολα συμβόλων απόδοσης ηθικής,
δικαιοσύνης, ανθρωπιάς, συμπαράστασης,
πίστης, κατανόησης και αλληλεγγύης, που
μόνο μια ομάδα ηρώων θα μπορούσε να
επιστρέψει πίσω στην κακομαθημένη
κοινωνία που τα έχει απωλέσει.
Be yourself a hero – Be like me
To
γκράντε φινάλε της τηλεοπτικής αρετολογίας
είναι η αναγέννηση του ήρωα από τις
στάχτες της κακοδαιμονίας του, ως άλλος
φοίνιξ που καλεί λοιπούς φορείς αναπηρίας
να βγουν από τα σπίτια τους, μετά από το
παράγγελμα του οικοδεσπότη. «Δώσε στα
άλλα παιδιά που είναι εγκλωβισμένα ένα
μήνυμα.»
Αυτός
ο επίλογος της φαινομενικής χειραφέτησης,
πέρα από τη στιγμή αθώας μικροέπαρσης
του πρωταγωνιστή μας, επιστρέφει τα
εύσημα πίσω στην τηλεοπτική διαδικασία
η οποία τα παρήγαγε (και μάλιστα από το
στόμα του ίδιου του ήρωα). Γιατί αυτό
είναι η τηλεόραση. Ακόμα και από τα ιερά
ιδανικά που ενίοτε διατείνεται πως
αναδεικνύει, εισπράττει αντάλλαγμα.
Την συμβολική πρωτοκαθεδρία του αξιακού
οικοδομήματος του κοινού της.
Δυο λόγια για το αναπόφευκτο
Η
σιωπηλή αποδοχή των άνισων κοινωνικών
συνθηκών, συμβαίνει στο πιο δυνατό
χειροκρότημα σε αυτόν που τις υπερβαίνει.
Γιατί ο «ήρωας» εξοικειώνει τις
συνειδήσεις στις οποίες ενοικεί με τις
συνθήκες που παράγουν την κοινωνική
του κατασκευή. Έτσι, με την διαρκή
τηλεοπτική έκθεση στα αλλεπάλληλα
αυτόματα μπράβο στο
απρόσωπο των αναπήρων, έχουμε το πέρασμα
μιας γενικευμένης συμπεριφοράς στη
νορμαλιτέ. Της συμπεριφοράς που ενισχύει
ή αδιαφορεί για το βομβαρδισμένο αστικό
περιβάλλον, την εκρηκτική ανεργία, τη
χειρότερη παιδεία και υγεία της «ηρωικής»
κοινότητας, τα οποία εκλαμβάνονται
διάχυτα ως αυτονόητα σημεία της. Δεν
εννοώ ότι οι άνθρωποι με αναπηρία δεν
δικαιούνται επαίνους για τα όποια
κατόρθωματά τους. Μιλάω για μια τηλεοπτική
κοινωνία στην οποία η αναπηρία
αντιμετωπίζεται καθ’εαυτή ως κατόρθωμα.
Μια αναπηρία που νικάει από τα αποδυτήρια
και που κάθε έλλογη αξιολόγησή της απλά
περισσεύει.
Η δική μας τηλεόραση: Από εμάς για εμάς
Αθλητές
με αναπηρία που ορθολογικά θα έπρεπε
να μας αποκαλύπτονται μέσω εκπομπών
αθλητισμού, τους βλέπουμε μέσα από
εκπομπές για την αναπηρία(!). Καλλιτεχνίες,
καινοτομίες, πολιτισμός, ανθρώπων με
αναπηρία, όχι σε αντίστοιχες εκπομπές,
αλλά σ’εκπομπές για αναπήρους. Η αναπηρία
απ’ ό,τι φαίνεται είναι ολόκληρος
πλανήτης που κλωθογυρίζει γύρω από τον
άξονά του. Η αναπαραγωγή τού τηλεοπτικού
καθεστώτος από εμάς τους ίδιους ποτέ
δεν απέδωσε αυτό που πραγματικά έλειπε.
Το ότι δόθηκε στην αναπηρία δημόσιο
βήμα είναι σαφώς μια αλλαγή, κάτι το
διαφορετικό από την προ αναπηρικών
μαγκαζίνο εποχή.
Το
θέμα είναι αν αυτό το διαφορετικό είναι
ικανό να φέρει την επιθυμητή στροφή της
κοινωνίας προς την ομογενοποίηση των
εξόριστων συστατικών της (έχω αμφιβολίες
για το «επιθυμητή»). Η απάντηση είναι
μάλλον όχι. Και δε θα μπορούσε να είναι
αλλιώς. Γιατί η πρώτη ύλη που σου παρέχεται
να πλάσεις τον εκπέμποντα κόσμο σου και
οι όροι με τους οποίους θα γίνει αυτό,
είναι ζωτικό κομμάτι ενός άρρητου
συμβολαίου που συνάπτεται με το κυρίαρχο
τηλεοπτικό πρότυπο και τον τρόπο που
αυτό διαμορφώνει συνειδήσεις. Από τη
άλλη, το να ορίζεται συγκεκριμένος χώρος
και χρόνος «ειδικά για κάποιους» είναι
κάτι που ήδη συμβαίνει στις (άδικες)
πραγματικές διαστάσεις. Το ζητούμενο
είναι η αναπηρία να διαχυθεί μέσα στον
τηλεοπτικό χωροχρόνο και όχι να ζει μια
περιχαρακωμένη ψευδαίσθηση μεγαλείου.
Και δεν είναι δύσκολο να γίνει. Η
politically correct έκδοση της αστικής ψυχαγωγίας
ενυπάρχει στην κουλτούρα της. Για όσους
λοιπόν επιμένουν τηλεόραση: Το περιεχόμενο
των εκπομπών για τις εκδηλώσεις και τα
δρώμενα των ανθρώπων με αναπηρία ανήκει
σε εκπομπές για τις εκδηλώσεις και τα
δρώμενα των ανθρώπων.
Δίκην επαίτη
Η
τηλεοπτική συμπεριφορά αυτή της αναπηρίας
αναδεικνύει ένα είδος υποκουλτούρας,
η οποία επαιτεί τον εναγκαλισμό της
συμβατικής αισθητικής. Σε αντίθεση με
τη συνήθη συμπεριφορά των μειονοτικών
αισθητικών που ξεκινούν ως αντισυστημικές
και καταλήγουν να γίνουν μαζική τάση,
η αναπηρία φαίνεται εγκλωβισμένη στο
μεσοδιάστημα. Προσπαθεί απεγνωσμένα
να παρουσιάσει το προϊόν της ελκυστικό
σε πλαίσια που η ίδια δεν έχει λόγο και
αποδέχεται να ξεπλένεται στην πλάτη
της όλη η δηθενική κακογουστιά της
τηλεοπτικής συμβολικής κυριαρχίας.
Αναρωτιέμαι ως πότε θα αρνούμαστε να
εννοήσουμε το προφανές.
Το παραπάνω άρθρο του Μάνου Μπόγδου, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αυτονομία, Νοέμβριος 2012, τεύχος 89