-Θα
μας φάει ο Τεπές! φώναξε
λαχανιασμένος ο Γιώργος, φρενάροντας
απότομα. Η πίσω ρόδα μπλοκαρισμένη
σύρθηκε στο έδαφος σηκώνοντας σύννεφο
σκόνης. Πέταξε με τσαντίλα το ποδήλατο
χάμω σφίγγοντας τα χείλη του για να μη
βάλει τα κλάματα. Σέρτικος από μικρός
ο Γιώργος -νευρόσπαστο τον έλεγαν οι
δάσκαλοι στο δημοτικό- άμα νευρίαζε ή
άμα ζορίζονταν πολύ, για να μην τού ξεφύγουν δάκρυα, σφιγγόταν ολόκληρος.
Με
το που τον είδαμε να φτάνει σπινταριστός
εκείνο το πρωί της Αποκριάς στην αλάνα
με το μεγάλο πλάτανο, ο Άκης, ο Ηρακλής
κι εγώ, φίλοι αχώριστοι, συμμαθητές
και γείτονες, αφήσαμε το κουβάλημα και
τρέξαμε κοντά του· τον περιμέναμε πώς
και πώς να γυρίσει από την πάνω γειτονιά για να μας δώσει ραπόρτο. Το κλάμα μπορεί
για την ώρα να το είχε γλιτώσει, μα ο
κατάσκοπός μας ήταν κατακόκκινος κι η
ανάσα του κομμένη.
Έτσι
λαχανιασμένος και μούσκεμα από την
ορθοπεταλιά μας είπε: “Έχουν τρεις
ντάνες αγκάθια και δεν έχουν φέρει ακόμα
της μεγάλης αποθήκης… τα είδα από το
μπαλκόνι της θειάς μου...είναι πολλά, πάρα πολλά… είδα κι αυτά που μας
τσόρεψαν…θα μας φάει ο Τεπές”. Λέγοντας
αυτό το τελευταίο, αναγνωρίζοντας την
πιθανή ήττα μας από την πάνω γειτονιά,
τελικά δεν μπόρεσε να κρατήσει ένα
δάκρυ. Σκύψαμε τα κεφάλια, όχι τόσο για
να του δώσουμε την ευκαιρία να σκουπίσει
το μάγουλό του, όσο γιατί σκεφτόμασταν,
τί θα μπορούσαμε να κάνουμε έστω και
εκείνη την στιγμή για να κερδίσουμε.
Το
να είναι η Παλιαπούλια μας η πρώτη,
ψηλότερη και μεγαλύτερη της μικρής μας
πόλης ήταν για μας ζήτημα τιμής. Όπως
οι πατεράδες μας κι οι παππούδες μας
πριν από μας, έτσι και εμείς, αμέσως μετά
τις γιορτές των Χριστουγέννων, κάθε
απόγευμα και τα Σαββατοκύριακα όλη
μέρα, βγαίναμε για να μαζέψουμε τσάκνα
κι αγκάθια για την Παλιαπούλια, τη
μεγάλη φωτιά, που θα ανάβαμε το βράδυ
της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς.
Με δρεπάνια, κλαδευτήρια, κόσες και
τσουγκράνες γυρίζαμε στον κάμπο και
κόβαμε τις βατσινιές που φούντωναν στα
όρια των χωραφιών.
Ούτε
οι βροχές ούτε τα χιόνια μας σταματούσαν.
Μαζεύαμε και τα κρύβαμε σε αποθήκες
στην γειτονιά, που όχι μόνο διπλοκλειδώναμε,
μα φυλάγαμε οι μισοί από μας απ` έξω
καραούλι τις νύχτες για να μη μας τα
κλέψουν, ειδικά τις τελευταίες μέρες
που ήταν πολλά. Οι άλλοι μισοί, πήγαιναν
στις άλλες γειτονιές αργά, λίγο πριν το
ξημέρωμα, όταν πια οι δικοί τους σκοποί
είχαν αποκάμει κι είχαν πάει για ύπνο.
Έσπαγαν ακόμα και λουκέτα αν χρειαζόταν
κι έκλεβαν τα δικά τους. Έτσι ήθελε το
έθιμο. Κι αν ήταν κανένας μεγάλος μαζί
τους με αγροτικό, τα φόρτωναν γρήγορα-γρήγορα
στην καρότσα και τα έφερναν στις δικές
μας αποθήκες. Αν όχι, τα έσερναν σε όλη
τη διαδρομή με καμιά κλεμμένη τσουγκράνα
ή ακόμα και με τα χέρια που δεν χαμπάριαζαν
από τρυπήματα. Κι έβλεπες την άλλη μέρα
τους δρόμους της μικρή μας πόλης γεμάτους
με μικρά ξυλάκια που ξέφευγαν από
τις ντάνες, αδιάψευστα ίχνη της κλεψιάς
που ήταν καμάρι και απόδειξη παλικαριάς.
Εκείνη
τη χρονιά είχαμε καταφέρει να κλέψουμε
αγκάθια δυο φορές από την Πατσούρα και
μια από το Ντολτσό, μα την προηγούμενη
Τετάρτη, μόλις τρεις μέρες πριν την
Αποκριά, ήρθαν από τον Τεπέ και μας
άδειασαν μια αποθήκη· την πιο μεγάλη.
Όπως κάθε βράδυ, έτσι και εκείνο είχαμε
μαζευτεί μεγάλη παρέα γύρω από τη φωτιά
που ανάψαμε – Μάρτη μήνα θερίζει το
κρύο εκεί πάνω τα βράδια. Οι πατεράδες
μας έψηναν λουκάνικα και θυμόταν ιστορίες
από τα παλιά.
Μπάμπουσκιες οι ιστορίες, η μια έβγαινε μέσα από την άλλη, το κρασί
σε πλαστικά ποτήρια έλυνε τη μνήμη και
το τσίπουρο στη συνέχεια, έφερνε
τραγούδια. Γιορτή σωστή. Κι ας έβγαιναν
οι μανάδες μας με τις νυχτικιές στα
παράθυρα να φωνάζουν πρώτα στους μεγάλους
“καλά τα παιδιά, εσείς δεν έχετε στάλα
μυαλό;” κι ύστερα σε μας ”θα κρυώσετε,
άντε μαζευτείτε κι έχετε να πάτε σχολείο
αύριο”. Εμείς εκεί, μισομεθυσμένοι· οι μεγάλοι από νοσταλγία κι εμείς από
τις κλεφτές γουλιές που πίναμε από τα
ποτήρια των πατεράδων μας. Μισομεθυσμενοί
γύρω από τη μικρή φωτιά ονειρευόμασταν την άλλη, τη μεγάλη που θα στήναμε στην
αλάνα με τον μεγάλο πλάτανο τη νύχτα της Αποκριάς.
Νυστάξαμε
όμως όλοι νωρίς εκείνο το βράδυ κι φύγαμε
αφήνοντας κλειδωμένη μα αφύλαχτη την
αποθήκη. Το πρωί, βλέποντας μισάνοιχτη
τη πόρτα καταλάβαμε το κακό που μας
βρήκε· μας έπιασαν στον ύπνο κυριολεκτικά
και την άδειασαν. Από ποια γειτονιά ήταν
οι δράστες, το μάθαμε λίγο αργότερα στο
σχολείο όταν οι συμμαθητές μας από τον
Τεπέ μας υποδέχτηκαν φωνάζοντας ρυθμικά:
“Σας- τσο-ρέ-ψα-με! Σας- τσο-ρέ-ψα-με!”
σπάζοντας για τα καλά τα νεύρα μας.
“Να
πάμε τώρα να μαζέψουμε τα κλαδιά απ` τις
μηλιές!” πέταξε ο Άκης, εκεί που
είχαμε απελπιστεί με το ραπόρτο του
Γιώργου. Η ιδέα ήταν καταπληκτική! Όλα
τα κτήματα του κάμπου, έξω από τη μικρή
μας πόλη, είχαν στη σειρά ντάνες από
βέργες που είχαν κλαδέψει από τις
μηλιές. Αν κι ο κάμπος απείχε μόλις μια
τρεχάλα από την αλάνα, θα ήταν πολύ
δύσκολο αν όχι αδύνατον να τα κουβαλήσουμε,
έτσι βαριά που ήταν τα δεμάτια με τα
χλωρά κλαδιά. Ρωτήσαμε αμέσως τους
άλλους που συνέχιζαν να κουβαλάνε τα
αγκάθια από τις αποθήκες, για κανένα τρακτέρ με καρότσα
ή έστω ένα αγροτικό. Δεν υπήρχε τίποτα.
Ο Ηρακλής σκέφτηκε τότε να χρησιμοποιήσουμε
ένα παλιό κάρο που ήταν παρατημένο χρόνια και σάπιζε σε
μια αυλή. Ο Άκης έτρεξε στον στάβλο
του παππού του και χωρίς καν να τον
ρωτήσει, επέστρεψε μετά από λίγο έφιππος.
Με
όσες γνώσεις είχαμε αποκομίσει από
καουμπόικες ταινίες ζέψαμε κουτσά
στραβά το άλογο και ξεκινήσαμε οι
τέσσερις μας για τον κάμπο και τη μεγάλη
μπάζα. Σταματήσαμε στο πρώτο κτήμα, του
θείου του Νάκου, κουβαλήσαμε κλαδιά μέχρι
που γέμισε το κάρο ως απάνω και γυρίσαμε.
Μόλις μας είδαν τα άλλα παιδιά της
γειτονιάς, έτρεξαν να βοηθήσουν στο
ξεφόρτωμα. Ύστερα έφυγαν σφαίρα με τα
ποδήλατα, έμπαιναν στα κτήματα με τη
σειρά, κουβαλούσαν στο δρόμο τα κλαδιά
κι εμείς περνούσαμε και τα παίρναμε με
το κάρο. Μέχρι το μεσημέρι κόντευε να
αδειάσει ο κάμπος από τα δεμάτια κι είχε
γεμίσει η αλάνα. Κι αν δεν είχε σπάσει
ο ένας άξονας του κάρου – πάλι καλά που
άντεξε με τόσο φορτίο- νομίζω ότι θα συνεχίζαμε μέχρι
να φέρουμε και το τελευταίο κλαδί.
Αργά
το μεσημέρι, σκάψαμε μια τρύπα στο μέσον
της αλάνας. Εκεί στερεώσαμε καλά το
ντάλι -τον κεντρικό άξονα- καμωμένο από
ένα πανύψηλο λευκάδι με πελεκημένα τα
κλαδιά. Γύρω του αρχίσαμε να στοιβάζουμε
με σειρά, πρώτα τα δεμάτια από τον κάμπο
κι ύστερα, ψηλά, με σκάλα τα αγκάθια και
τα τσάκνα. Δεν είχαμε καλά καλά τελειώσει
όταν ΄έφτασε η επιτροπή του Δήμου που
γύριζε από γειτονιά σε γειτονιά και
μετρούσε τις παλιαπούλιες αναζητώντας
τη μεγαλύτερη. Αυτή που θα έπαιρνε το
βραβείο. Δεν θυμάμαι το ύψος της, μα στην
περιφέρειά της η τριαντάμετρη μετροταινία
κόντεψε να μη φτάσει.
Ανάψαμε
την Παλιαπούλια μόλις νύχτωσε για τα
καλά. Τα χλωρά της βάσης άργησαν λίγο
να πάρουν, μα μετά από λίγο φούντωσαν.
Φούντωσε κι ο χορός με τα αποκριάτικα
τραγούδια γύρω από τη φωτιά. Όλοι οι
γείτονες πιασμένοι στη σειρά και στο τέλος του κύκλου όσοι είχαν έρθει από άλλες γειτονιές.
Εμείς αφού ρίξαμε μερικές στράκα
στρούκες, σταθήκαμε και την κοιτάζαμε.
Ειδικά ψηλά, εκεί που έφταναν οι φλόγες
στο σκοτάδι και της διπλασίαζαν το μπόι.
Περήφανοι μα κουρασμένοι από το τρέξιμο
και την ένταση όλης της μέρας.
Ούτε
συζήτηση όμως για να πηδήξουμε στο τέλος,
για το καλό ή για να φύγουν οι ψύλλοι
όπως έλεγαν παλιά. Λογαριάζαμε από
καιρό να το κάνουμε, μα εκείνη τη νύχτα
που αφήσαμε αφύλαχτη την αποθήκη, είχαμε
ακούσει από τους πατεράδες μας, μια
φοβερή ιστορία που είχαν ακούσει κι
αυτοί από τους δικούς τους, για δυο
παλικάρια είκοσι χρονών που μια Αποκριά
πριν από τον πόλεμο, πήδηξαν ταυτόχρονα,
ο ένας από τη μια μεριά κι ο άλλος από
την άλλη και συγκρούστηκαν στο μέσον
της φωτιάς που έκαιγε ακόμα. Ούτε πρόλαβαν
να τους βγάλουν.
Είχαμε τρομάξει με την ιστορία κι όταν είδαμε το μέγεθος
της δικιάς μας φωτιάς -κοντά 10 μέτρα διάμετρο-
είπαμε να αφήσουμε τα άλματα για το
καλοκαίρι, πάνω από τις μικρότερες
φωτιές του Κλήδονα. Μας έφτανε η χαρά
που εκείνη τη χρονιά, τη χρονιά που
πηγαίναμε πρώτη Γυμνασίου, παρά
τα τσορεμένα αγκάθια μας από τα παιδιά
του Τεπέ, έστω και την τελευταία στιγμή
τα καταφέραμε: η Παλιαπούλια της γειτονιά
μας, πήρε το πρώτο βραβείο.
Καλή Σαρακοστή!