"...αλλά
τότε μας έτυχε σοβαρή αβαρία και έτσι
μείναμε σχεδόν δύο μήνες στην Αβάνα για
επισκευές. Όλη μέρα στις μηχανές, φούρνος
το μηχανοστάσιο, μες τα γράσα και τη
μουτζούρα, αλλά τα βράδια που βγαίναμε
ήταν δύο Α. Ξέρεις, τα δύο άλφα τα καλύτερα:
Alegria κι
amor. Και να είναι δεκαετία
του `60 και να είσαι είκοσι χρονών...”
Ούτε
δίωρη η διαδρομή με το λεωφορείο, αλλά
ανιαρή του θανάτου. Μού έτυχε όμως λαχείο
σωστό: στη στεριά θαλασσοδαρμένος, κι
έτσι με τις ιστορίες του οι ρόδες, θαρρείς
και κατάπιναν τα χιλιόμετρα στην άσφαλτο.
Εξηνταπεντάρης, πρώην μηχανικός στα
καράβια, με μουστάκι, ευτραφής, όπως
ακριβώς κι η ηλικιωμένη -χωρίς όμως
μουστάκι- στα διπλανά
καθίσματα, που είχε από την αρχή στήσει
αυτί στην κουβέντα μας.
Εκείνος
βέβαια μιλούσε περισσότερο. Τί να έλεγα
κι εγώ, με το ένα και μοναδικό ταξίδι
στην λατινική Αμερική που μάλιστα δεν
περιλάμβανε Κούβα; Αλλά λίγο με τη
λογοτεχνία, την ιστορία, τις ταινίες
και τη μουσική της, τον κούρδιζα όσο
μπορούσα για να μη σταματήσει πριν τον
προορισμό μας. Κι είχε ο συνεπιβάτης
μου υλικό μιας ζωής ικανό να γεμίσει
όχι τη δίωρη διαδρομή μας, μα ταξίδι
από Cartagena μέχρι Mar
del Plata και πίσω, ένα γύρο τη Λατινική
Αμερική, με σκάλα στο Valparaiso.
Έτσι
όπως είχε πάρει είδηση τη διπλανή μας
να κρυφακούει, τις πιπεράτες ιστορίες
του -που ήταν κι οι πιο πολλές- τις
διηγούνταν χαμηλόφωνα και χαιρόταν να
τη βλέπει να αλλάζει θέση, να γέρνει
προς το μέρος μας και να τεντώνει σώμα
κι αυτιά, για να ακούσει. Και τα κατάφερνε
μια χαρά, γιατί, με την άκρη του ματιού,
την έβλεπα να κρυφοχαμογελάει πονηρά
και μια φορά να κοκκινίζει. Τις άλλες,
τις πιο ανώδυνες ιστορίες, ο συνταξιούχος
ναυτικός τις έλεγε δυνατά- μέχρι κι ο
οδηγός, μπροστά μπορεί να τις άκουγε.
“...είχαμε
βρει που λες, ένα μπαρ κοντά στην Plaza
de la Revolución και
πηγαίναμε
κάθε βράδυ. Ούτε για τα ποτά, ούτε για
τη μουσική είχαμε κολλήσει εκεί·
για να κερνάμε τον Ernesto
πηγαίναμε.
Το πρώτο βράδυ, δεν είχαμε προλάβει να
καθίσουμε, έρχεται ένας Κουβάνος,
στέκεται μπροστά στο τραπέζι μας,
σοβαρός-σοβαρός, καθαρίζει λίγο την
φωνή του και αρχίζει να απαγγέλει δυνατά
στα ελληνικά:
Ως
πότε παλικάρια, θα ζούμε
στα στενά,
μονάχοι
σα λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Καλύτερα
μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά
σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.
Έγινε
χαμός, τον χειροκροτήσαμε και τον
ρωτήσαμε τί ήθελε να τον κεράσουμε. “Una
cervezita fria” ζήτησε
και ήρθε αμέσως σε μεγάλο ποτήρι. Κάθισε
στην παρέα μας, μα γρήγορα καταλάβαμε
ότι το μόνο που ήξερε στα ελληνικά ήταν
αυτοί οι στίχοι του Φεραίου. Κάποιος,
-προφανώς ναυτικός- πριν από μας τού το
είχε μάθει κι αυτός όταν έβρισκε ελληνικό
πλήρωμα έσπευδε να απαγγείλει. Έτσι
έβγαζε τις μπύρες του. Δυο μήνες εκεί,
ο Ernesto, κάθε βράδυ ζητούσε στα ελληνικά ελεύθερη ζωή κι εμείς τον
δροσίζαμε με παγωμένες μπύρες.”
Μετά
τις “παγωμένες μπύρες” ο ναυτικός
σταμάτησε. Γύρισε προς το παράθυρο του
λεωφορείου και το βλέμμα του χάθηκε στα
θερισμένα χωράφια του κάμπου·
μια
θάλασσα κι αυτός, κίτρινη, ανταριασμένη
από λίβα, απλώνονταν όσο έβλεπε το μάτι.
Η ηλικιωμένη δίπλα ανακάθισε κι έπειτα
γύρισε τάχα τυχαία προς το μέρος μας.
Με κοίταξε με ένα τρόπο που ήταν σαν να
μού έλεγε: “Τί
περμένεις; Κούρδισέ τον!”
Αρπάχτηκα
από το όνομα του διψασμένου Κουβάνου
και την πλατεία που είχε αναφέρει λίγο
πριν ο ναυτικός. “Στην
Plaza
de la Revolución δεν είναι ένα κτίριο που στην
όψη του υπάρχει ένα τεράστιο πορτραίτο
του Τσε;”
ρώτησα, αλλά πριν προλάβει ο ναυτικός
να απαντήσει, η ηλικιωμένη, που φαίνεται
ότι δεν άντεχε άλλο απλώς να κρυφακούει
κι ήθελε να μπει κι αυτή στην κουβέντα,
ρώτησε με αναπάντεχο για την ηλικία
της νάζι: “Ποιός
είναι ο Τσε;”
“Σειρά
σου!” μού είπε ο
ναυτικός ξεκαρδισμένος στα γέλια από
την αφοπλιστική αφέλεια της ηλικιωμένης.
Μπορούσα κάλλιστα να πω μια κουβέντα
μόνο -“ο Ερνέστο Γκεβάρα
ήταν επαναστάτης”-
και να ξεμπερδεύω, άλλα υποψιάστηκα
ότι η εξοργιστική της άγνοια ήταν μάλλον
αποτέλεσμα πολιτικής τοποθέτησης·
η ναζιάρα ηλικιωμένη
πρέπει να αγνοούσε τον Τσε είτε γιατί
δεν είχε καμία σχέση με την πολιτική
είτε γιατί ανήκε ιδεολογικά στο “άλλο
στρατόπεδο”.
Μπήκα
στον πειρασμό να μιλήσω αναλυτικά για
τον Τσε Γκεβάρα, να τονίσω όλα αυτά τα
στοιχεία που θα την έκαναν να τον
συμπαθήσει, -ει δυνατόν να τον λατρέψει,
λέγοντάς της πόσο ωραίος άντρας ήταν-
πριν καταλήξω στην ουσία: την επανάσταση.
Έτσι άρχισα να διηγούμαι την ιστορία
του Τσε από την αρχή: μίλησα για τη
γέννησή του στο Μπουένος Άιρες, την
οικογένειά του, τις σπουδές του στην
ιατρική σχολή, τα ταξίδια του με
μοτοσυκλέτα κατά μήκος της ηπείρου, στη
διάρκεια των οποίων διαπίστωσε ιδίοις
όμμασι την κατάσταση
στην Λατινική Αμερική.
Οι
δύο ακροατές μου φάνηκαν να ενδιαφέρονται. Ο ναυτικός πότε- πότε κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του λέγοντας: "σπουδαίος άντρας" ή "μεγάλη μορφή" . Αλλά κι εκείνη δεν πήγαινε πίσω· φαινόταν να κρέμεται από τα χείλη μου. Συνέχιζα
ακάθεκτος τη διάλεξη, μέχρι τη στιγμή
που ανέφερα: “...τέτοιες
μέρες, καλοκαίρι του `55 ο Τσε, συνάντησε
στο Μεξικό τον Φίντελ Κάστρο και...” .
“Δε μού λες;” με
διέκοψε η ηλικιωμένη εμφανώς εκνευρισμένη.
“Ήταν κομμουνιστής;”
Αιφνιδιάστηκα για τα καλά κι αφού το
σκέφτηκα για λίγο και ζύγισα την κατάσταση, ξεστόμισα ένα
διστακτικό “Ναι”.
Τότε εκείνη είπε θριαμβευτικά: “Μα
για αυτό δεν τον ξέρω!”
Ακολούθησε
μια αμήχανη παύση. Κάτι πήγα να πω, αλλά
ο ναυτικός μού έκανε νόημα να μη συνεχίσω.
Η ηλικιωμένη μετακινήθηκε
στην θέση δίπλα στο παράθυρο. Κοίταξε
για λίγο έξω κι έπειτα, έβγαλε από την
τσάντα της ένα περιοδικό με σταυρόλεξα
κι ένα μολύβι. Μέχρι το τέλος της διαδρομής
δεν ασχολήθηκε καθόλου μαζί μας και δεν
άκουσε ούτε λέξη από την επόμενη ιστορία
που ο ναυτικός μού διηγήθηκε σχεδόν
ψιθυριστά.
*Αν και έχω φωτογραφίες του ναυτικού και της ηλικιωμένης, προτιμώ να αφήσω την ιστορία χωρίς εικονογράφηση.