Οι
γραφομηχανές κροτάλιζαν απαίσια γύρω
του. Μια πελάτισσα έκανε παράπονα στον
προϊστάμενο. Ένας συνάδελφος φταρνιζόταν
εδώ και μισήν ώρα χωρίς σταματημό.
Γενικά,
ήταν ένα απαίσιο πρωινό. Το μικρό γραφείο
της Εφορίας τού φαινόταν σήμερα πιο
πληκτικό, πιο στενόχωρο από κάθε άλλη
φορά. Ίσως γιατί ξύπνησε κακοδιάθετος,
ίσως πάλι γιατί έξω χαμογελούσε στον
κόσμο ένας ήλιος μπερμπάντης, φλογερός,
ξεμυαλιστής.
Μπροστά
του ένας χοντρός σωρός από χαρτιά
περίμεναν ανελέητα να τα μουτζουρώσει.
Κ` ήταν ακόμη 10 και 10 η ώρα. Αναστέναξε
βαθιά, άναψε τσιγάρο και βάλθηκε να
κάνει όνειρα- όνειρα για μια άλλη ζωή,
που, αλίμονο, ποτέ δε θα αξιωνόταν να
γνωρίσει.
Ξαφνικά
πετάχτηκε απάνω. Έβαλε τα τσιγάρα στην
τσέπη του και τράβηξε κατά την πόρτα.
Βγαίνοντας ψιθύρισε σ' έναν συνάδελφό
του:
-Πάω
στην τουαλέτα.
Σε
μισό λεπτό ήταν στο δρόμο. Πήρε βαθιά
αναπνοή, κοίταξε τον ήλιο, κοίταξε τον
ουρανό και του φάνηκε πως ξαναγιεννιόταν.
Πόσο του είχαν λείψει το φως της μέρας,
το γελαστό χρώμα, ο αέρας...
Άρχισε
να τριγυρνάει άσκοπα στους δρόμους.
Ένοιωθε σαν μαθητής που το 'σκασε από
το σχολείο κ' η καρδιά του πήγαινε να
σκάσει από χαρά. Βέβαια την άλλη μέρα,
ο δάσκαλος, δηλαδή ο προϊστάμενός του,
θα τον κατσάδιασε άσχημα, ίσως και να
τού βαζε πρόστιμο, αλλά δε βαριέσαι.
Έτσι κι αλλιώς δεν είχε προκοπή σε εκείνο
το παλιογραφείο. Έπειτα άξιζε στ' αλήθεια
τον κόπο αυτή η εξαίσια βόλτα.
Περπατώντας
με το πάσο του έφτασε στην πλατεία του
Δημαρχείου. Είδε τα καφενεία τριγύρω
κι η καρδιά του τράβηξε καφέ κάτω από
τις ακακίες. Κάθισε.
-Βαρύ
γλυκό σε χοντρό φλιτζάνι, είπε στο
γκαρσόνι. Σαν χάρηκε κι αυτή την ευτυχία
σηκώθηκε. Πού να πήγαινε τώρα; Θυμήθηκε
τα σκασιαρχεία των παιδικών του χρόνων.
Πού πήγαινε τότε; Μα, βέβαια στο
“Ροζικλαίρ”! Πήγε. Έπαιζε “Μασίστα”
και καμπόϊκο. “Δύο έργα, δύο”, όπως
έγραφε στην πρόσοψη. Χώθηκε στην σκοτεινή
σάλα, αγόρασε πασατέμπο και ξάπλωσε σε
ένα κάθισμα. Δίπλα του δύο νεαροί
παρακολουθούσαν με κατάνυξη τα κατορθώματα
του Όντι Μόρφι. Κάθε τόσο σφύριζαν με
ενθουσιασμό:
-Απάνω τους!
Άλλοτε
με αγανάκτηση:
-Χασάπη γράμματα!
Στις
τελευταίες σειρές κάποιοι μάλωναν. Έπεσε
και λίγο ξύλο. Όταν άναψαν τα φώτα, όλα
είχαν ησυχάσει. Λες και δεν είχε συμβεί
τίποτα.
Τα
'βλεπε όλα αυτά και νόμιζε πως ξαναγινόταν
παιδάκι. Τότε που το 'σκαγε από το σχολείο.
Που δεν είχε προβλήματα. Που έκανε τρελά
όνειρα. Αλήθεια πώς ξέπεσε γραφεύς βήτα
σ' εκείνο το απαίσιο γραφείο;
Όταν
βγήκε από τον κινηματογράφο ήταν μιάμιση.
Είχε ακόμα μια ώρα καιρό. Ήξερε που
έπρεπε να πάει. Πήρε το λεωφορείο των
Πετραλώνων και κατέβηκε στο Θησείο.
Μπήκε στον κήπο και την άραξε κάτω από
ένα δέντρο. Κάπνισε το τσιγαράκι του
σαν πασάς. Ήρθε και μια Γύφτισσα και τον
πιλάτεψε μισήν ώρα:
-Να
σε πω το μοίρα σου...
Στο
τέλος τον κατάφερε. Ασήμωσε μ' ένα
δίφραγκο και δυο τσιγάρα κ' η Γύφτισσα
άρχισε:
-Καλό
παλικάρι είσαι, τίμιο, αλλά λίγο
τεμπελχανάδικο. Μεγκάλη πόρτα ντεν τα
διαβείς, μόνε τα σε διώξουν από κάπου...
-Τον
κακό σου τον καιρό, της πέταξε κατάμουτρα
και σηκώθηκε.
Ήταν
περίπου δυόμιση. Στο γραφείο τώρα
σχολνούσαν. Έπρεπε να φύγει κι αυτός.
Από εδώ και πέρα δεν είχε αξία να γυρίζει
στους δρόμους.
Η
Γύφτισσα παραξενεμένη από το φέρσιμό
του, τον κοίταξε περίεργα. Καθώς έφευγε
του φώναξε:
-Καλό
παλικάρι είσαι, τίμιο μα κακορίζικο!
Δεν
της απάντησε. Του 'χει φύγει το κέφι.
Συλλογιζόταν πως αύριο θα ξαναπήγαινε
στο γραφείο. Κι ο προϊστάμενος ήταν πολύ
αυστηρός. Κι οι γραφομηχανές κάνουν
πολύ θόρυβο.
Το
χρονογράφημα “Σκασιαρχείο” δημοσιεύτηκε
στο Έθνος στις 16/10/1965. Το υπέγραφε ο
Σεραφείμ Φυντανίδης, νεαρός τότε
δημοσιογράφος και μετέπειτα διευθυντής
της Ελευθεροτυπίας, θέση που κατείχε
επί 31 χρόνια. Ο Σεραφείμ Φυντανίδης
πέθανε χθες, σε ηλικία 77 ετών.