Τα λαγοπόδαρα φέρνουν τύχη. Το διαπίστωσα στην ώριμη ηλικία των επτά χρόνων κι έκτοτε ουδέποτε συνέβη κάτι που να κλονίσει αυτή τη πρώιμη πεποίθηση.
Η κυρία Ολυμπία, μια πολύ αυστηρή δασκάλα με εξαιρετικά βαρύ και ασυγκράτητο χέρι που μύριζε πάντα μοσχοσάπουνο, μαλάκωσε πολύ απέναντί μου και κυρίως έκανε τα στραβά μάτια στο κουσούρι να γράφω με το ζερβό, από την ημέρα που της πήγα δύο λαγοπόδαρα για να σβήνει το πίνακα. Λαγοπόδαρα που είχαν αφαιρεθεί προηγουμένως από το λαγό που μαγειρευόταν ήδη στο σπίτι. Ήταν- από ότι έλεγε και ξανάλεγε- πολύ καλύτερα από τα σφουγγάρια κι όλα τα παιδιά με πατεράδες κυνηγούς, στη πρώτη ευκαιρία της φέρνανε λαγοπόδαρα για να κερδίσουν τη συμπάθειά της.
Δεν ξέρω αν τότε τα θηράματα ήταν άφθονα ή απλώς ήταν καλός κυνηγός, πάντως στο σπίτι υπήρχαν λαγοί συγχρόνως στην κατάψυξη, στη συντήρηση και στην κατσαρόλα με τα κρεμμυδάκια. Φυσικά ποτέ δε δοκίμασα στιφάδο στη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας. Κι όταν το έκανα πολύ αργότερα ξύπνησε μέσα μου ο ίδιος βαθύς και δυσβάστακτος πόνος που ένοιωθα κάθε φορά που επέστρεφε από το κυνήγι.
Θέλω να πιστεύω ότι το σταμάτησε εξ αιτίας μου, γιατί δεν άντεχε να βρίσκεται αντιμέτωπος με την σιωπηλή οδύνη και το επιτιμητικό μου βλέμμα κάθε Κυριακή μεσημέρι όταν έγδερνε τα θηράματα στην αυλή κι όχι γιατί «γέμισε ο τόπος κυνηγούς» ή γιατί τα αγρίμια λιγόστευαν με την πάροδο του χρόνου, όπως έλεγε κάθε φορά που προσπαθούσαν να τον ξεσηκώσουν και να τον παρασύρουν οι φίλοι του σε μια ακόμα εξόρμηση.
Ήμουνα δώδεκα όταν αποφάσισε να μου χαρίσει το δίκαννο, που του είχε χαρίσει ο δικός του πατέρας όταν ήταν εικοσιπέντε χρονών. Μου έμαθε να καθαρίζω σχολαστικά τις κάνες, να το λύνω και να το δένω. Του άρεσε να χρονομετρεί τις επιδόσεις μου. Για να τον ευχαριστήσω έμαθα όχι απλώς να κάνω αυτή τη διαδικασία γρήγορα και αποτελεσματικά αλλά και με κλειστά μάτια. Ουδέποτε όμως μου έδωσε φυσίγγια και όσο κι αν τον παρακάλεσα δεν με άφησε ποτέ να πυροβολήσω.
Από τότε που σταμάτησε το κυνήγι το δίκαννο ήταν στο κτήμα κρεμασμένο στην αποθήκη που παρέμενε πάντα αμπαροκλειδωμένη. Το χρησιμοποίησε μόνο μια φορά κι αυτή μπροστά μου αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα. Κάθε χρόνο έβαζε κότες. Την άνοιξη δεν αγόραζε κοτοπουλάκια όπως όλοι οι άλλοι στα γειτονικά κτήματα, αλλά είχε κατασκευάσει μια κλωσσομηχανή δικής του επινόησης. Περίμενα ανυπόμονα από την πρώτη μέρα που αραδιαζόταν προσεκτικά τα αυγά να δω τα πρώτα ραγίσματα. Αυτή η περίοδος της αναμονής ήταν δυσβάστακτη για ένα παιδί αλλά το αποτέλεσμα- να βλέπεις ύστερα από μέρες τα μικρά να σπάνε με το ράμφος τους το κέλυφος και να ξεμυτίζουν ένα –ένα άλλα ζωηρά και παιχνιδιάρικα κι άλλα σα μεθυσμένα -με αποζημίωνε απόλυτα.
Ένα απόγευμα καμαρώναμε τις μικρές πουλάδες που είχαν ξεπεταχτεί και τσιμπολογούσαν ελεύθερες στο κτήμα όταν ξαφνικά ένας αετός έφερε δύο στροφές στον αέρα, εφόρμησε αρπαχτικά, γράπωσε με τα νύχια του μια πεταχτή άσπρη που τη φωνάζαμε Χιονάτη κι απογειώθηκε μαζί της ενώ οι άλλες κακάριζαν τρομαγμένες.
Γύρισα προς το μέρος του με βλέμμα γεμάτο απελπισία που ωστόσο είχε μια μικρή ελπίδα ότι κάτι θα μπορούσε να κάνει για να σώσει τη Χιονάτη μας. Τον είδα να σημαδεύει ψύχραιμα και να πυροβολεί. Δεν πρόλαβα να κλείσω τα αυτιά μου. Ο κρότος ήταν εκκωφαντικός και όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου η Χιονάτη προσγειωνόταν άτσαλα φτεροκοπώντας ενώ δίπλα της έπεφτε νεκρός ο αετός. Εκτός από τη λαχτάρα της απρόσμενης πτήσης η πουλάδα είχε τραυματιστεί από δύο σκάγια που την βρήκαν στο πόδι. Έγινε επιτόπου μια γρήγορη επέμβαση και το πόδι της μπήκε σε αυτοσχέδιο νάρθηκα με δύο ξυλάκια. Σύντομα έγινε καλά αλλά έμεινε κουτσή. Ωστόσο αυτή η περιπέτεια αλλά και το μοναδικό άσπρο της χρώμα που την ξεχώριζε την γλύτωσαν από το τέλος με αυγολέμονο των άλλων πουλάδων της γενιάς της και αναλήφθηκε κούτσα κούτσα στον Παράδεισο των πτηνών, πλήρης ημερών.
Η σκοποβολή μου άρεσε πολύ και μου αρέσει ακόμα. Με φίλους στήναμε κονσερβοκούτια για στόχους στο κτήμα και κάναμε διαγωνισμούς με αεροβόλα όπλα. Αργότερα περιορίστηκα στη σκοποβολή σε λούνα παρκ με έπαθλα φτηνιάρικα λούτρινα ζωάκια και κρασιά που μύριζαν ξύδι. Δεν ήταν τα δώρα το κίνητρο της σκοποβολής αλλά αυτή η μαγική στιγμή που ο υποκόπανος στηρίζεται στον ώμο η κάνη στη μία παλάμη- στην περίπτωση μου τη δεξιά -και ο δείκτης του άλλου του αριστερού χεριού μόλις θωπεύει τη σκανδάλη. Είναι η στιγμή της απόλυτης συγκέντρωσης στο στόχο, η στιγμή που προσπαθείς να εναρμονίσεις όλες τις αισθήσεις σου σε μια και μόνο βολή. Μια βολή που πολύ συχνά- όταν ειδικά το σκόπευτρο είναι «πειραγμένο» όπως γίνεται συνήθως στα λούνα παρκ, είναι απρόβλεπτη σαν την ίδια τη ζωή.
Το δίκαννο του πατέρα μου παραμένει κλειδωμένο. Πότε –πότε ξεκλειδώνω, το λύνω και το ξαναδένω αργά. Δεν υπάρχει λόγος να βιάζομαι. Αυτή η διαδικασία ξαναφέρνει στα αυτιά μου τον εκκωφαντικό του ήχο εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα που έσωσε τη Χιονάτη μας από τα νύχια του αετού. Ήταν η τελευταία του βολή. Η άδεια κατοχής είναι πλέον στο όνομα μου και ξέρω ότι δεν πρόκειται να ξαναπυροβολήσει ποτέ, τουλάχιστον όσο μου ανήκει.
Μουσική: Ο Πέτρος και ο Λύκος του Sergei Prokofiev