Την
τελευταία φορά που τον άκουσε ήταν
βραχνιασμένος. “Εμ κουράστηκες Αντώνη”
σκέφτηκε “τόσες μέρες να μιλάς
ασταμάτητα για το καλό της πατρίδας”
και κοιτάχτηκε
στον καθρέφτη. Το βλέμμα απέφυγε τις
ρυτίδες στο πρόσωπο και στάθηκε στα
καλοχτενισμένα της μαλλιά, στο σκούρο
μπλε ανοιξιάτικο ταγέρ με τα ασημιά
κουμπιά -που δεν είχε βάλει στην παρέλαση
της 25ης Μαρτίου μιά που τότε έκανε ακόμα
κρύο- στο σιέλ καλοσιδερωμένο πουκάμισο,
στην καρφίτσα στο πέτο και τέλος στα
καλογυαλισμένα της παπούτσια.
Εκείνη
τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι, πήρε την
τσάντα της και άρχισε να κατεβαίνει
βιαστικά αλλά με προσοχή τις σκάλες,
κρατημένη γερά από την κουπαστή. Με την
εξαδέλφη της που την περίμενε στη
είσοδο, ανηφόρισαν προς την εκκλησία
και μετά το “δι ευχών”, αντί του
συνηθισμένου καφέ που έπιναν μαζί κάθε
Κυριακή, πότε στο σπίτι της μιας πότε της
άλλης, ξεκίνησαν για το εκλογικό κέντρο.
Από
το Φεβρουάριο του 1956 -από εκείνες τις
εκλογές που ψήφισαν για πρώτη φορά και
οι γυναίκες- ανελειπώς, σε όλες τις
εκλογικές αναμετρήσεις πήγαιναν αλά
μπρατσέτα μετά την εκκλησία στο εκλογικό
κέντρο. Ετοίμαζαν τα ψηφοδέλτια μέρες
πριν, τα σταύρωναν κυριολεκτικά και
μεταφορικά, και έφταναν πανέτοιμες και
αποφασισμένες μπροστά στην κάλπη.
Δαγκωτό ΕΡΕ πριν τη χούντα, Νέα Δημοκρατία
μετά, στη μεταπολίτευση, ανομολόγητα
ερωτευμένες και οι δύο με τον Εθνάρχη.
Οι αρχηγοί που τον διαδέχτηκαν έχαιραν
της εκτίμησής τους, άλλος περισσότερο
-ο Ράλλης κι ο ανηψιός του Εθνάρχη- κι
άλλος λιγότερο -ο Μητσοτάκης. Όσο για
τον τελευταίο, τον Αντώνη, του είχαν
παθολογική αδυναμία και ήταν βέβαιες
ότι εκείνος θα κατάφερνε να βγάλει την
πατρίδα από την κρίση.
Μετά
την ξαδέλφη της, η κυρία Πολυξένη πέρασε
το παραβάν του εκλογικού τμήματος.
Έκλεισε σχολαστικά την κουρτίνα κι
ύστερα γύρισε κι άνοιξε την τσάντα για
να βγάλει το σταυρωμένο και για να
βάλει μετά μέσα στην τσάντα της το μάτσο
με τα ψηφοδέλτια που της είχαν δώσει τα
μέλη της εφορευτικής επιτροπής. Είκοσι
και βάλε αυτή τη φορά. Μπόλικο πράμα.
Πάντα έπαιρνε
μαζί της τα ψηφοδέλτια. Στο σπίτι τα
έκοβε προσεκτικά στη μέση, τα έπιανε
όλα μαζί με ένα μανταλάκι και τα
χρησιμοποιούσε για να σημειώνει τα
ψώνια και μερικές φορές, συνταγές που
έγραφε πρόχειρα και μετά αντέγραφε
σχολαστικά στο τετράδιο με το σκληρό
εξώφυλλο. Η μηλόπιτα της κουμπάρας της
είχε σημειωθεί στο ψηφοδέλτιο του
Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού του
Ζίγδη*, τα κουλουράκια κανέλας -συνταγή
της συννυφάδας της- στο ψηφοδέλτιο του
Συνασπισμού
της Αριστεράς και της Προόδου με επικεφαλής τον Χαρίλαο
Φλωράκη, ενώ η πάστα φλόρα με μαρμελάδα
βερίκοκο μιας γειτόνισσας συνδέθηκε
οριστικά με το Μαρξιστικό-Λενινιστικό
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Ανοίγοντας
την τσάντα της την Κυριακή 6 Μαΐου του
2012 διαπίστωσε ότι το σταυρωμένο ψηφοδέλτιο
δεν ήταν εκεί. Έψαξε και στις δύο θήκες,
στο τσεπάκι με το φερμουάρ, άνοιξε και
το πορτοφόλι της: πουθενά. Κατάλαβε ότι
το είχε ξεχάσει στο σπίτι. Για πρώτη
φορά στα χρονικά. “Ουκ
έρχεται μόνον το γήρας”
σκέφτηκε και διατηρώντας την ψυχραιμία
της αποφάσισε να αναζητήσει ανάμεσα
στα άλλα το ψηφοδέλτιο της Νέας
Δημοκρατίας.
Άνοιξε
και πάλι την τσάντα της για να βρει τα
γυαλιά της. Ούτε όμως κι αυτά ήταν εκεί.
Άρχισε χωρίς γυαλιά να περνάει το ένα
μετά το άλλο τα ψηφοδέλτια, ταραγμένη
πλέον γιατί ήξερε ότι έξω από το εκλογικό
κέντρο υπήρχε ουρά και ένοιωθε ότι
καθυστερούσε τον κόσμο. Της ήταν αδύνατον
να διαβάσει. Μερικά ψηφοδέλτια της
έπεσαν από τα χέρια, έκανε να σκύψει να
τα πιάσει τη στιγμή που ο δικαστικός
αντιπρόσωπος -φίλος και συμμαθητής του γιου της- που είχε πλησιάσει στο
παραβάν της είπε κάπως ανήσυχος: “Όλα
καλά κυρία Πολυξένη; Μήπως θέλετε
βοήθεια;”
Ένοιωσε
ότι είχε αρχίσει να της ανεβαίνει η
πίεση, μα φώναξε ένα αξιοπρεπές:“Μισό
λεπτό Σάκη παιδί μου, τελειώνω”.
Κοίταξε τα πεσμένα ψηφοδέλτια και με
όσο κουράγιο της απέμενε συνέχισε να
περνάει ένα- ένα αυτά που κρατούσε στα
χέρια της με την ελπίδα ότι αυτό που
αναζητούσε δεν είχε πέσει κάτω. Δεν
κοίταζε πια τα ονόματα των κομμάτων
αλλά των υποψηφίων για να βρει
την...αδύνατον να θυμηθεί το όνομα της
κοπέλας που της είχε πει ο γιος της:
“Μάνα, αφού δεν αλλάζεις κόμμα, κοίταξε
να σταυρώσεις αυτήν την κοπέλα που
φαίνεται σωστός άνθρωπος”.
Ξαφνικά
αναγνώρισε ένα όνομα. Ήταν το όνομα μιας
παιδικής της φίλης. Σίγουρα αυτή η
υποψήφια θα ήταν η εγγονή της φίλης της
και σίγουρα θα ήταν της Νέας Δημοκρατίας.
Έβαλε ένα αποφασιστικό σταυρό δίπλα
στο όνομα, δίπλωσε το ψηφοδέλτιο, το
έβαλε στο φάκελο, τον έκλεισε προσεκτικά,
πέταξε για πρώτη φορά στο καλάθι όλα τα
υπόλοιπα ψηφοδέλτια και βγήκε θριαμβευτικά
από το παραβάν ελαφρώς αναψοκοκκινισμένη.
Την στιγμή που τον έριχνε στην κάλπη,
ο δικαστικός αντιπρόσωπος, την πείραξε για
τα κόκκινά της μάγουλα.
“Τι
έκανες χριστιανή μου τόσην ώρα εκεί
μέσα;” την ρώτησε η ξαδέλφη της που
την περίμενε έξω από την αίθουσα και
συμπλήρωσε με περιπαικτική διάθεση:
“Ούτε οι αναποφάσιστοι δεν καθυστερούν
τόσο...”. Η Πολυξένης της έκανε νόημα
να σωπάσει γιατί ήταν πολλοί γνωστοί
τριγύρω, την έπιασε από το μπράτσο και
πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Μόνο
όταν απομακρύνθηκαν αρκετά από το
εκλογικό κέντρο άρχισε να εξιστορεί
την περιπέτειά της μέσα στο παραβάν.
“Αλλά” κατέληξε, λίγο πριν φτάσουν
στο σπίτι και με αρκετές στάσεις στα επίμαχα
σημεία της διήγησης, “στο τέλος το
βρήκα και σταύρωσα την εγγονή της
φίλης μου”.
Όταν
είπε το όνομα της υποψήφιας, η ξαδέλφη
της έμεινε με ανοιχτό το στόμα και αμέσως μετά της
εξήγησε ότι η μικρή ήταν υποψήφια με
τον ΣΥΡΙΖΑ. Η Πολυξένη την κοίταξε
ανέκφραστη. Της πήρε λίγη ώρα να
συνειδητοποιήσει ότι όχι μόνο δεν είχε
ψηφίσει τον Αντώνη σε αυτές τις κρίσιμες εκλογές, τον Αντώνη που είχε βραχνιάσει
τόσες μέρες να μιλάει για το καλό της
πατρίδας, μα είχε ρίξει για πρώτη φορά στη ζωής
της -κατά λάθος βέβαια – "ψήφο εις τους κομουνιστάς".
Ύστερα λιποθύμησε.
Αργά
το βράδυ, μετά από δύο χαπάκια για την
πίεση, αρκετή ξεκούραση και πολλά
παρηγορητικά λόγια είχε κάπως συνέλθει
αλλά ακόμα το φυσούσε και δεν κρύωνε.
Την ίδια ώρα, σε ένα μπαράκι της μικρής
μας πόλης, ο εγγονός της πανευτυχής που
είχαν ψηφίσει το ίδιο κόμμα εκείνος και
η γιαγιά του, σκασμένος στα γέλια
διηγήθηκε στους φίλους του το πάθημά
της καταλήγοντας: “ευτυχώς η κυρά
Πολυξένη, δεν έμεινε στον τόπο όταν κατάλαβε τί ψήφισε, γιατί
σίγουρα μερικοί από τους δεξιούς της
οικογένειας, θα έλεγαν ότι και για αυτό θα έφταιγε ο ΣΥΡΙΖΑ”.
* του Γιάγκου Πεσμαζόγλου (και όχι του Ζιγδη όπως κατά λάθος έγραψα)