ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Είμαι
ασημένιος και ακριβής.
Δεν
έχω προκαταλήψεις.
Ότι
κι αν δω το καταπίνω αυτομάτως,
Ακριβώς
όπως είναι,
Αθάμπωτο
από αγάπη ή απαρέσκεια.
Δεν
είμαι σκληρός μόνο ειλικρινής.
Το
μάτι ενός μικρού θεού, τετραγωνισμένο.
Τον
περισσότερο καιρό αυτοσυγκεντρώνομαι
στον απέναντι στον απέναντι τοίχο.
Είναι
ροζ με στίγματα.
Τον
έχω κοιτάξει για τόσο πολύ
Που
νομίζω πως είναι μέρος της καρδιάς μου.
Αλλά
τρεμοσβήνει.
Πρόσωπα
και σκοτάδι μας χωρίζουν ξανά και ξανά.
Τώρα
είμαι μια λίμνη. Μια γυναίκα σκύβει από
πάνω μου,
Ψάχνοντας
στις εκτάσεις μου για το ποιά είναι
στ`αλήθεια.
Έπειτα
γυρνά σ`αυτούς τους ψεύτες,
Τα
κεριά ή το φεγγάρι.
Βλέπω
την ράχη της και την καθρεφτίζω πιστά.
Με
ανταμείβει με δάκρυα
Κι
ένα αγωνιώδες σφίξιμο των χεριών.
Είμαι
σημαντικός για εκείνη.
Έρχεται
και φεύγει.
Κάθε
πρωί είναι το πρόσωπό της που αντικαθιστά
το σκοτάδι.
Μέσα
μου έχει πνίξει ένα νεαρό κορίτσι
Και
από μέσα μου
Μια
γριά γυναίκα
Αναδύεται
προς το μέρος της μέρα με τη μέρα,
Σαν
τρομερό ψάρι.
ΜΑΥΡΟΣ
ΚΟΡΑΚΑΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
Πάνω
στο ξερό κλαδί εκεί ψηλά
Κουρνιάζει
ένας βρεγμένος μαύρος κόρακας
Που
στρώνει ξανά και ξανά το φτέρωμά του
μες τη βροχή.
Δεν
αναμένω ένα θαύμα
Ή
ένα ατύχημα
Να
πυροδοτήσουν την όραση
Μες
τα μάτια μου,ούτε ψάχνω
Πια
στον ανερμάτιστο καιρό κάποιο σχέδιο,
Μόνο
αφήνω τα λεκιασμένα φύλλα να πέφτουν
όπως πέφτουν,
Χωρίς
τελετή, ή οιωνό.
Παρόλο
που, το ομολογώ, κάποιες φορές επιθυμώ,
Κάποια
ανταπόκριση απ` τον βουβό ουρανό,
Δεν
έχω στ` αλήθεια παράπονο:
Κάποιο
αμυδρό φως μπορεί ακόμα
Να
ξεπηδήσει λευκόπυρο
Απ`
της κουζίνας το τραπέζι ή την καρέκλα
Σαν
μια ουράνια φωτιά που πότε πότε
Κατέχει
τα πιο αμβλεία αντικείμενα–
Καθαγιάζοντας
έτσι ένα διάστημα
Αλλιώς
ασυνεπές
Επιδίδοντάς
του γενναιοδωρία , τιμή,
Κάποιος
ίσως πει αγάπη. Ούτως ή άλλως , τώρα
περπατώ
Επιφυλακτική(
γιατί θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και
σ` αυτό το μουντό, ερειπωμένο τοπίο)~
δύσπιστη
Παρόλ`
αυτά συνετή, αγνοώντας
Πως
ένας άγγελος ίσως διαλέξει να φεγγοβολήσει
Άξαφνα
δίπλα μου. Γνωρίζω μόνο πως ένας κόρακας
Που
τακτοποιεί τα μαύρα φτερά του μπορεί
να λάμψει τόσο
Ώστε
ν` αδράξει τις αισθήσεις μου, ν` ανασηκώσει
Τα
βλέφαρά μου, και να μου παραχωρήσει
Μια
σύντομη ανάπαυλα από το φόβο
Της
απόλυτης ουδετερότητας. Με λίγη τύχη ,
Μοχθώντας
επίμονα μέσα απ` αυτή την εποχή
Της
κόπωσης,
Θα
συρράψω ένα κάποιο κίβδηλο,
Περιεχόμενο.
Τα θαύματα συμβαίνουν,
Αν
σ` αρέσει να αποκαλείς αυτά τα σπασμωδικά
Τεχνάσματα
ακτινοβολίας θαύματα. Η αναμονή άρχισε
ξανά,
Η
μακριά αναμονή για τον άγγελο,
Γι`
αυτή τη σπάνια , τυχαία κάθοδο.
Sylvia
Plath, (1932-1963)
μετάφραση,
Κατερίνα
Ηλιοπούλου
η
εικόνα από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου