XVIII
Τω
καιρώ εκείνω η χώρα πάλι δυστυχούσε.
Αόρατοι
πόλεμοι μα θανατηφόροι εξίσου, αρρώστιες
συχνά και το φριχτόν τέλος όχι στην
όμορφη θέα του μοναστηριού που οι
καλόγεροι κρατούν στη μέση τα κλειδιά
των κρανίων μήτε στον λόφο με τα
κυπαρίσσια· μα στη σκόνη μέσα και στα
σκουπίδια και στα υπόγεια αζήτητοι
νεκροί –με το στανιό τα μάτια ορθάνοιχτα
για τη φωτογραφία και την επικήρυξη.
Και άλλη πείνα και ανέχεια ψυχής κάτω
απ’ τον ίδιο πάντοτε ουρανό του
κόσμου.
Στο
διηνεκές τότε διάλεξε την ώρα ο Βασιλιάς
και μια μέρα εκατέβη στην αγορά όπου το
ψέμα συνωστίζεται και η απάτη και οι
σιωπηλές φωνές του κέρδους. Παραμέρισαν
οι ρακένδυτοι να περάσει η συνοδεία και
να σταθεί στο κέντρον ο Μεγαλειότατος
με τις πορφύρες. Εκείνος, ο θεόπνευστος,
σήκωσε τα χέρια ψηλά τρις, κάθε φορά
γεμίζοντας τις χούφτες του διαμαντικά
και γρόσια και χρυσάφια τινάζοντάς τα
προς τα σύννεφα, σημάδι, λένε, πως αγαπούσε
τους ανθρώπους και τον λαό και πως τα
χάριζε σκορπώντας τα έτσι.
Αλαλάζοντας
συρφετός χύμηξε ποιος να προλάβει πρώτος
χτυπώντας και υβρίζοντας ο εις τον
άλλον. Γρηγορότερα από τις αστραπές της
βροχής συνάχτηκαν οι ξαφνικές λάμψεις
στο χώμα και το στερνό φλουρί ακόμα που
κυλούσε προς τον υπόνομο.
Η
πομπή ξεκίνησε από τα μάτια του Βασιλιά
για το παλάτι με το κνούτο μπροστά που
πρίν λίγο σιγούσε. Κι από τους τυχερούς
της ημέρας άλλοι ταχύτατα λάκισαν
σφίγγοντας τον κόρφο για το καλύβι,
άλλοι βροντώντας τις τσέπες πέρασαν
στίς ανάγκες και στα καπηλειά· μα κάποιοι
στη γωνιά, αμέτοχοι στην εξαγορά του
βίου τους, σφίγγοντας τα δόντια έκλαιγαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου