Ήταν μια φορά ένας που είχε μαζέψει στο σπίτι του πολλές αδέσποτες λέξεις· ως κατοικίδια. Δεν ήταν ιδιαίτερα σπάνιες, ούτε ράτσας αλλά αυτός ήταν ο λόγος που τις αγαπούσε ιδιαίτερα. Τις τάιζε, φρόντιζε επιμελώς για την καθαριότητά τους και τα απογεύματα τις έβγαζε βόλτα. Ήταν υπάκουες, ακόμα και οι πιο άγριες, είχαν ως οικόσιτες με τον καιρό εξημερωθεί κι έτσι τις έβγαζε πάντα χωρίς λουρί.
Στη διάρκεια αυτών των περιπάτων, συναντούσε άλλους που είχαν βγει κι αυτοί για τον ίδιο λόγο, με τα συμβατικά τους όμως κατοικίδια. Συνήθως του χαμογελούσαν καθώς διασταυρωνόταν τα βλέμματά τους. Ανταπέδιδε συγκρατημένα γιατί δεν ήθελε να τον απορροφήσει ενδεχόμενη κουβέντα μαζί τους. Έπρεπε να προσέχει διαρκώς τις λέξεις του, που όπως ήδη είπαμε, ήταν χωρίς λουρί.
Μύριζαν κάθε γωνιά, πηδούσαν χαρούμενες τα μικρά εμπόδια που συναντούσαν στο δρόμο τους και κυρίως -αυτό ήταν το αγαπημένο τους παιχνίδι- κρύβονταν κάτω από τα σταθμευμένα αυτοκίνητα γεγονός που τον έκανε να ανησυχεί. Δεν φοβόταν ότι η ξαφνική εκκίνηση κάποιου αυτοκινήτου θα έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητά τους, ή ότι θα ξέμεναν εκεί και θα τις έχανε, αλλά μήπως βγουν από την κρυψώνα τους λεκιασμένες από πιθανή διαρροή λαδιών που θα οφειλόταν σε φθαρμένη φλάντζα. Είχε συμβεί μια φορά με τη λέξη “αξιοπρέπεια”.
Ένας άλλος λόγος που δεν έπιανε κουβέντα, ήταν ότι στη διάρκεια των περιπάτων, προσπαθούσε να εντοπίσει κι άλλες αδέσποτες λέξεις. Άλλωστε τις περισσότερες έτσι τις είχε συγκεντρώσει. Μερικές πάλι τού τις είχαν χαρίσει φίλοι, όταν διαπίστωσαν την αγάπη του γι αυτές. Ο αριθμός τους όμως δε μεγάλωνε, καθώς αναγκαζόταν πότε- πότε, με πόνο ψυχής να κάνει ευθανασία σε εκείνες που ήταν πολύ γερασμένες ή είχαν τραυματιστεί ανεπανόρθωτα από προηγούμενη υπερβολική ή απρόσεκτη χρήση.
Όταν επέστρεφαν σπίτι, όλες -εκτός της λέξης “νερό”- πήγαιναν αμέσως να ξεδιψάσουν. Είχε προσέξει ότι οι σύνθετες, καθώς έπιναν από τη λεκάνη που τους είχε βάλει, κουνούσαν αδιάκοπα το τελευταίο τους συνθετικό. Έπειτα κούρνιαζαν ευχαριστημένες στις γωνιές τους. Τα ρήματα κι οι μετοχές συνήθως βολεύονταν κάτω από τον καναπέ κι από τις πολυθρόνες, τα ουσιαστικά ανακατεμένα με τα επίθετα και τα άρθρα απλωνόταν στους τοίχους, ενώ οι αντωνυμίες κρεμόταν από το ταβάνι. Οι προθέσεις έτρεχαν να καταλάβουν τις θέσεις τους στο πολύφωτο κι όσες δεν προλάβαιναν, άραζαν γύρω από το φωτιστικό δαπέδου. Οι σύνδεσμοι πάλι δεν είχαν σταθερή θέση, ούτε πήγαιναν όλοι μαζί σε ένα μέρος. Όταν καθόταν κι εκείνος στον καναπέ, αμέσως πηδούσαν στην αγκαλιά του τα επιρρήματα κι έκαναν ότι μπορούσαν για να του τραβήξουν την προσοχή. Επιφώνημα δεν είχε καταφέρει ακόμα να αποκτήσει.
Αυτός ο άνθρωπος σπάνια έβγαινε τα βράδια. Προτιμούσε να μένει σπίτι συντροφιά με τα πιστά του κατοικίδια. Δεν τον ένοιαζε καθόλου που πολύ σύντομα τις έπαιρνε ο ύπνος και ουσιαστικά δεν τού έκαναν παρέα. Τού άρεσε να τις βλέπει, να αφουγκράζεται τις ανάσες τους μέχρι αργά, την ώρα που πήγαινε στο υπνοδωμάτιό του. Σηκωνόταν προσεκτικά, ακουμπούσε τα επιρρήματα στο χαλί κάτω από το τραπέζι, κι αφού έριχνε μια τρυφερή ματιά σε όλες, πήγαινε στο μπάνιο.
Εκείνο το βράδυ κι ενώ ετοιμαζόταν να τραβήξει το καζανάκι, άκουσε ποδοβολητό στον διάδρομο. Είχαν ξυπνήσει και ήθελαν να προλάβουν να μπουν κι εκείνες μαζί του στο υπνοδωμάτιο. Ήταν κάτι που είχαν προσπαθήσει κι άλλες φορές -μερικές μάλιστα ήταν πολύ αγριεμένες- μα ποτέ δεν τους το είχε επιτρέψει. "Μέσα γρήγορα! Μέσα!" τους φώναξε κοιτάζοντας το νερό που έπεφτε στη λεκάνη. Ξαφνικά κι ενώ δεν είχε προλάβει να γυρίσει, τού όρμησαν όλες μαζί. Η επίθεση ήταν τόσο συντονισμένη που προφανώς είχε προμελετηθεί. Καθώς έπεφτε, χτύπησε άσχημα το κεφάλι του στην μπανιέρα. Συνήλθε μετά από λίγο, νιώθοντας έντονο πόνο. Όχι μόνο στο κεφάλι μα σε όλο του το σώμα. Άνοιξε τα μάτια του και τις είδε να τον κατασπαράζουν. Μια στιγμή πριν ξεψυχήσει κατάλαβε ότι ακόμα και τα κατοικίδια που θεωρείς εξημερωμένα, κρύβουν μέσα τους άγρια ένστικτα.
Αργά το απόγευμα της επόμενης, την ώρα που συνήθως επέστρεφαν από τη βόλτα τους, εκείνος ή τουλάχιστον ότι είχε απομείνει από εκείνον, βρισκόταν πάνω σε ένα τραπέζι στο νεκροτομείο. Μπρούμυτα, καθώς τα χέρια του ήταν ακόμα δεμένα πισθάγκωνα με τα δύο αρσενικά άρθρα του ενικού. Κάτω στο δάπεδο καθόταν ήσυχα ένα “ω!” και τον κοίταζε ανήσυχα κουνώντας το θαυμαστικό του. Το μοναδικό επιφώνημα που απέκτησε ποτέ, ήταν αυτό που τού είχε χαρίσει ο ιατροδικαστής μόλις τον αντίκρισε.
34 σχόλια:
Κάθε κατοικίδιο είναι για να του δείχνεις αγάπη και όχι να το παρατηρείς αποστασιοποιημένα. Πόσο μάλλον οι λέξεις ...
Σταυρούλα: Λες να έφταιγε τελικά αυτό; Στην ασφάλεια ακόμα ψάχνουν το κίνητρο.
;-)
Προσοχή και αγάπη που δε βρίσκει ανταπόκριση δεν είναι μικρό κίνητρο.
Νταξ,στην αρχή,εξαιρετικά προβλέψιμος,έβλεπα τον Σαραντάκο μπροστά μου.Στις δύο τελευταίες παραγράφους όμως ταράχτηκα,πήρα τον Δημητράκο,το petit Larousse,το Little Oxford και ότι άλλο λεξικό βρήκα μπροστά μου και τα κλείδωσα προσεκτικά σ' ένα ασφαλές ντουλάπι.
(Μα "αποκοιμόνταν;)
Σταυρούλα: Αν τελικά συλληφθούν σε βλέπω μάρτυρα υπεράσπισης.
;-)
Σελιτσάνος: Γι αυτό το ανέβασα μόλις νύχτωσε. Για να σας τρομάξω και μάλλον τα κατάφερα. Αν ακουστεί τρίξιμο το βράδυ, ίσως φταίει το σαράκι.
(το άλλαξα: "τις έπαιρνε ο ύπνος")
Φαντάσου τι θα μου κάνουν εμένα οι λέξεις... που αρχικά τις ανάγκασα να χωριστούν σε 5άδες για να δημιουργήσουν το παιχνίδι μου που παίζεται συνεχόμενα για 8η φορά στο blog μου http://www.texnistories.blogspot.gr/2013/03/8.html
και επίσης πριν από καιρό έγραψα γι αυτές ποίημα αφού τις ονόμασα λόγια http://www.texnistories.blogspot.gr/2013/01/blog-post_11.html
Μην το πάρεις πάνω σου, αλλά θυμήθηκα ένα διηγηματάκι του Τσέχοφ (μέρος του κάναμε και στο μάθημα της Γλώσσας στο γυμνάσιο).
Χμμμ...
Ας τις ... ευνούχιζε (με την καλή έννοια) . Συνήθως ... ηρεμούν . Γίνονται πιο υποβόλιμες .
Από έμένα , χάρισμα του το μικρό μου "Χμμμ" . θα μου πεις "κατόπιν εορτής" Ε , τι να κάνουμε ?
FLORA GIA : Μη φοβάσαι, εσύ τις χώρισες, έβαλες λίγες κάθε φορά, οπότε δεν κινδυνεύεις. Μόνο για μία ανησυχώ λίγο. Την αλισάχνη... ;-)
δύτης των νιπτήρων: Μπα! Δεν υπάρχει περίπτωση, άλλωστε ακόμα έχω αμφιβολίες για το χειρισμό της ιστορίας.
Θυμάσαι τον τίτλο του διηγήματος;
(Ψάχνω να βρω κι αυτά που έχει μεταφράσει ο Παπαδιαμάντης. Δεν ξέρω αν έχουν εκδοθεί)
silia: Τρομερή ιδέα το ζευγάρωμα των λέξεων! Πολλαπλασιάζονται σαν κουνέλια, οπότε εκείνος τις ευνουχίζει (πάντα με την καλή έννοια)και αυτές τον εκδικούνται. Χμμμ...μάλλον πρέπει να το ξαναγράψω.
Η αλισάχνη έφαγε κόσμο και κοσμάκη....
Η παρατήρησή σου σωστή αλλά δεν φταίω εγώ... Η Funky Monkey φταίει για την αλισάχνη... Βλέπεις την έπιασε το άκρως λογοτεχνικό της...
FLORA GIA: Πριν από χρόνια έλαβα παραγγελία να γράψω κάτι που να έχει αυτή τη λέξη. Βγήκε τετράστιχο
Από τα βράχια όλοι τους πάνε και τη μαζεύουν/
Μα αλισάχνη σαν κι αυτή δε ξέρουν να γυρεύουν/
Η πιο λευκή η πιο λαμπρή που`χει αψιά μεγάλη /
Από κορμί συνάζεται κι από ζεστή αγκάλη/
Μήνες περίμενα ένα τέτοιο κείμενο από σένα. Από το καλοκαίρι. Μπράβο Τσαλαπετεινέ, μπράβο, μπράβο, μπράβο.
και πάνω στο τραπέζι του νεκροτομείου, εξαχνώθηκε
Mα τι ωραίο κείμενο. Έξοχο.
Σας γράφω υπό την επίδραση της πρώτης ανάγνωσης -γιατί, προφανώς, χρειάζεται κι άλλη.
Κλασικά (εικονογραφημένα) εθισμένη στις λέξεις εγώ, μια τέτοια γραφή δεν θα μπορούσε να με αφήσει αδιάφορη.
Θα σας πείραζε να σας πω ότι μου θυμίζει (εκτενές) ποίημα, γραμμένο με τον τρόπο του Αργύρη Χιόνη; (Κάποιος εξημέρωσε κάποτε μια μοναξιά, από θηρίο της ερήμου ζώο την έκανε οικόσιτο...)
Πάντως, εγώ για καλό το λέω.
Ας βρέχει όσο θέλει.
Η άνοιξη ήρθε μέσα από τα λόγια σας. Ή, καλύτερα, μέσα από τις λ έ ξ ε ι ς σας.
κ.κ.
Σύλληψη σπουδαία! Δείγμα γραφής σπουδαίο! Μπράβο! Μόνο που βγάζει μια απαισιοδοξία κι αυτό με ταράζει. Κρατάμε γερά, δεν είπαμε?
Eξαιρετικό το βρήκα, μπράβο-μπράβο!
Θυμάμαι αμυδρά ένα διήγημα επιστ. φαντασίας, που οι λέξεις φεύγουν, μας εγκαταλείπουν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την κακομεταχείριση κι έτσι τα βιβλία αδειάζουν. Αφήνουν πίσω τους, σαν πρεσβευτή να πούμε, τη λέξη "διακοπές". Μου είχε αρέσει πολύ.
Το δικό σου το εύρημα το βρίσκω ίσως και ευφυέστερο.
Εξαιρετικό!!!
Πολύ μου άρεσε!
Πολύ αληθινό για να 'ναι φανταστικό!
Ε να πω κι εγώ ένα εύγε. Εύγε Τσαλ! :-)
Τι καλό, τι πρωτότυπο. Μπράβο!
Γιώργος Κατσαμάκης: Θα είχε βγει νωρίτερα, αλλά από το καλοκαίρι μέχρι τώρα σκέψου σε πόσα αφιερώματα με έχεις παρασύρει. (Τραβάτε με κι ας κλαίω) Πώς να τα προκάνω όλα;
Ξωτικό: κι απέμεινε κάτω το επιφώνημα με την ουρά στα σκέλια.
κ.κ: Σας ευχαριστώ!
Ομολογώ ότι εκ των υστέρων -για την ακρίβεια λίγο μετά τη δημοσίευση, ξαναδιαβάζοντάς το για να διορθώσω λάθη που είχαν ξεφύγει, η λέξη “οικόσιτα” μού θύμισε έντονα το συγκεκριμένο ποίημα του Χιόνη και η οποία με έναν περίεργο τρόπο, υπερίσχυσε· αρχικά είχα γράψει “οικοδίαιτα”, λέξη που είχα πρωτοσυναντήσει σε ένα παλιό βιβλίο ζωολογίας. Η γάτα συγκεκριμένα αναφερόταν ως “γαλή η οικοδίαιτος”.
Είχε ωραίον ήλιο σήμερα! Πάμε ολοταχώς για άνοιξη.
Ανώνυμος: Θα ακολουθήσει ένα υπεραισιόδοξο ποστ -όταν είναι έτοιμο- και θα γίνει σαφές ότι παρά το αντίξοο των συνθηκών, βαστάμε γερά.
Νίκος Σαραντάκος: Καλησπέρα και σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια!
Η φράση “τα βιβλία αδειάζουν” μού θυμίζει όχι το διήγημα που αναφέρατε, μα διάφορες εικόνες που έχω δει -κυρίως αφίσες σχετικές με βιβλία- που η δημιουργία τους στηρίζεται σε αυτή την ιδέα: απ` ένα μισάνοιχτο βιβλίο απογειώνονται λέξεις και σκορπίζουν στον αέρα.
Μήπως θυμόσαστε τον τίτλο του διηγήματος;
serenata: Να είσαι καλά serenata, σ ευχαριστώ!
γρηγόρης στ: Μάλλον φταίει η φωτογραφία του νεκροτομείου. ;-)
Χαμένο Επεισόδιο: Δεν απαντώ μέχρι να λάβω ιδιαίτερη απάντηση στο τελευταίο σχόλιο που άφησα στο μπλογκ σου. ;-)
spiral architect: Να σαι καλά! Σ ευχαριστώ. Καλό βράδυ!
..αγαπητέ, για τις παλιολέξεις, το λέω εδώ και καιρό... όλοι ξέρουν το μπαούλο που προσπαθείς να κλείσεις μέσα τις σούστες που προκλητικά ταλαντεύονται στη μούρη σου .. κάνεις-κάνεις, και να σου, τσουπ! μία, δύο σούστες, εν είδει Φασουλής στο τέλος τους (χρυσός γελωτοποιός με την κόκκινη ακτινωτή μπροστέλα και το κόκκινο σκουφί που καταλήγει σε κουδουνάκι) πετιούνται ξανά μπροστά σου ..
..μου άρεσε το κείμενό σου ..
Σομις: Μπαούλο, ελατήρια, Φασουλήδες; Μμμ αυτή είναι μαγιά για άλλη μια ιστορία με (για) λέξεις.
Να σαι καλά
;-)
Δημοσίευση σχολίου