Για αλλού ξεκίνησα –δεν είναι της ώρας, θα ξεστρατίσω πολύ αν σου μιλήσω για τον αρχικό προορισμό- μα ανέλπιστα χτύπησα φλέβα, άλλαξα ρότα, βούτηξα και χάθηκα.
Σχολική εκδρομή 15 Μαΐου 1929
Θυμάσαι ένα παραμύθι που έλεγε ότι μια φορά το χρόνο, για μια μόλις μέρα, άνοιγε ο βράχος στην είσοδο της σπηλιάς με τους θησαυρούς και μπορούσες να μπεις και να πάρεις ό,τι επιθυμούσε η ψυχή σου; Δεν το θυμάσαι...Καλά. Τότε, να σου πω τη συνέχεια για να καταλάβεις τί συμβαίνει εδώ. Πήγε λοιπόν ένα αγόρι και περίμενε απ` έξω να μετακινηθεί ο βράχος. Την ώρα που περίμενε, βλέπει παραδίπλα μια ροδιά φορτωμένη. Πάει κόβει ένα ρόδι κι εκείνη τη στιγμή ακούει φοβερό θόρυβο. Γυρίζει και μέσα σε σύννεφο σκόνης βλέπει το θεόρατο βράχο να κουνιέται. Βάζει το ρόδι στην τσέπη και τρέχει στη σπηλιά. Μόλις συνήθισαν τα μάτια του στο σκοτάδι είδε να αστράφτουν ασήμια χρυσάφια και διαμάντια... Θαμπώθηκα. Άρχισα να μαζεύω -χωρίς να ξέρω τι θα τα κάνω όλα αυτά τα πλούτη- και να γεμίζω ένα σακί που είχα μαζί του. Γέμιζα, γέμιζα...
Μην περιμένεις τώρα το τέλος του παραμυθιού. Να μαστε καλά και θα στο πω το φθινόπωρο όταν θα είναι έτοιμα τα φετινά ρόδια. Αλλά μια γεύση, δεν μπορείς να πεις, σού έδωσα. Κράτα λοιπόν τώρα μόνο την εικόνα:το αγόρι στη σπηλιά με τους θησαυρούς. Έτσι κι εγώ, σε ένα μεγάλο τραπέζι με παλιές φωτογραφίες.
Μέρες τώρα μαζεύω. Φωτογραφίες σε αλμπουμ, κουτιά, σε φακέλλους, χύμα. Δικιές μας, από φίλους, από γείτονες. Κυρίως ασπρόμαυρες μα και αρκετές έγχρωμες.Έχω χαθεί για τα καλά. Στην αρχή λαίμαργα, τις κοίταζα βιαστικά τη μια μετά την άλλη. Ύστερα με υπομονή τις ξεχώρισα σε κατηγορίες. Οικογενειακές, πορτραίτα, γαμήλιες, εικόνες από γιορτές και σχόλες, της θητείας, του πολέμου, διακοπών, καθημερινά στιγμιότυπα...
Μετά προσπάθησα να τις βάλω σε χρονολογική σειρά. Σε μερικές υπήρχε αναλυτικό σημείωμα στη πίσω πλευρά, χρονολογία, τόπος, ονόματα εικονιζόμενων, στις άλλες που κανείς δεν είχε κάνει τον κόπο να γράψει έστω και μόνο τη χρονιά, προσπάθησα από το ντύσιμο και τα χτενίσματα να μαντέψω κατά προσέγγιση τη δεκαετία. Τριάντα, σαράντα, πενήντα, εβδομήντα, εξήντα, ογδόντα...
Μετά άρχισα να τις ανακατεύω και να τις βλέπω πάλι από την αρχή, μια -μια προσεκτικά προσπαθώντας να αναγνωρίσω τα πρόσωπα, τις γειτονιές που άλλαξαν και τα σπίτια που γκρεμίστηκαν δίνοντας τη θέση τους σε καινούρια. Σε μερικές περιπτώσεις τα κατάφερνα- κι άρχιζαν να ξυπνούν μνήμες τόσο παλιές που δε φανταζόμουν ότι υπήρχαν, σε άλλες πάλι όχι. Και τότε, εκεί που ούτε το σκηνικό ούτε τα πρόσωπα μου θύμιζαν κάτι, άρχισαν να ξεπηδάνε φανταστικές ιστορίες που με συνέπαιρναν όσο κι οι πραγματικές. Σαν το αγόρι με το θησαυρό πριν κλείσει και πάλι η είσοδος, έτσι θέλησα κι εγώ – χωρίς να έχω ιδέα τι θα τις κάνω- να κρατήσω όσες περισσότερες μπορούσα από τις δανεικές πριν τις επιστρέψω στους κατόχους τους.
Το σκάνερ δανεικό κι αυτό, σαν κάρο φορτωμένο στην ανηφόρα με ζεμένο γέρικο μουλάρι, αργεί, αργεί πολύ. Προεπισκόπηση, επιλογή θέματος, ρυθμίσεις, ανάλυση -φωτεινότητα- κοντράστ, εντολή σάρωσης κι έπειτα αναμονή, αναμονή, αναμονή. Τέλος. Λεζάντα περιγραφής, πηγή εικόνας, αποθήκευση. Η επόμενη...Τα χέρια δουλεύουν μηχανικά, τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη, λογαριάζω τις διορθώσεις που θα κάνω μετά, εκεί που μερικές είναι τσακισμένες, ή έχουν λεκέδες, στις υπερφωτισμένες περιοχές ή στις πολύ σκοτεινές. Οι φάκελλοι γεμίζουν σιγά σιγά. Σαράντα επτά “οικογενειακές” προχθές, χθες εβδομήντα δύο από γιορτές, α να δούμε σήμερα πόσες στην κατηγορία “παρέες”.
Είναι ασφαλής η δικιά μου σπηλιά με τους θησαυρούς. Τα
νέα του έξω κόσμου φτάνουν ως εδώ αλλά έτσι όπως είμαι βυθισμένος, φαντάζουν
νέα ενός
άλλου κόσμου που δεν υπάρχει. Εδώ μέσα υπάρχουν μόνο συγκρατημένα χαμόγελα σε σέπια, τυπικό στήσιμο απέναντι στο φακό με τα καλά ρούχα και αισιοδοξία, που η υφή της αλλάζει ανά δεκαετία. Είναι ωραίος αυτός ο κόσμος που συνθέτουν οι εκατοντάδες παλιές φωτογραφίες, ιδανικός, μα κάποιες στιγμές τρομάζω γιατί καταλαβαίνω ότι κλείστηκα στη σπηλιά μόνο και μόνο για να αποφύγω τον
άλλον κόσμο, τον αφόρητο.
Από το δρόμο ακούγονται γέλια, φωνές και ρόδες κοκκαλωμένες να σέρνονται στην άσφαλτο. Συνειδητοποιώ ότι είναι πια απόγευμα. Τα παιδιά της γειτονιάς έχουν βγει με τα ποδήλατα κι αλωνίζουν πάνω -κάτω στην πρόσκαιρη λιακάδα. Τα βλέπω από το παράθυρο κι έτσι όπως από το πρωί σκανάρω το παρελθόν, δε βλέπω την κίνησή τους στο παρόν παρά σα μια σειρά διαδοχικών εικόνων. Εικόνες που αν τις αποτυπώσει τώρα ο φακός, στο μέλλον σίγουρα κάποιος άλλος θα τις κοιτάζει προσεκτικά, προσπαθώντας να αναγνωρίσει πρόσωπα, γειτονιά, κρυμμένες ιστορίες.
Βγαίνω έξω με τη μηχανή και τα μαζεύω. Ο ένας δεν θέλει με τίποτα να αποχωριστεί το ποδήλατό του. Τα κορίτσια ντρέπονται. Δε θέλουν να ποζάρουν δίπλα στα αγόρια. “Μα δεν είσαστε όλοι μια παρέα;” τους λέω και υποχωρούν απρόθυμα. Τα στήνω απέναντι, στον τοίχο του ακατοίκητου πια σπιτιού. Κάνω τον καραγκιόζη για να γελάσουν. Τα καταφέρνω. Πέντε κλικ απανωτά για σιγουριά. Δεν ξέρουν πόση ανάγκη έχω τα χαμόγελά τους, αυτή τη μέρα. Αυτόν τον σκληρό Μάη του 2011.
αφιερωμένο στους φίλους μου
βιβλιοθηκάριο και Δύτη