Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

....με (λίγο) χιόνι.

 Εχίνος με χιόνι 


 Ζουμπούλι και νάρκισσοι απτόητοι

 Γιασεμί με φορτίο 


 Κρόκοι Κοζάνης λίγο πριν ανθίσουν

 Μαργαρίτα με φόντο χιόνι

 Χρυσάνθεμο που επιμένει

 Κάκτος χιονοφόρος


Ελιά -η τρυγημένη 

Δεκαοχτούρα μούσκεμα

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Bird's bath


νερό τους βάζω για να πιούν
κι εκείνα κάνουν μπάνιο


και σα λουστούν και σα πλυθούν
τινάζουν τα φτερά τους




*Ο λουόμενος είναι δενδροφυλλοσκόπος ( Phylloscopus collybita)


Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Ελαίας καρπός ευώδης*

Στα μέρη που μεγάλωσα, δεν ευδοκιμούν ελιές. Ίσως αυτός να είναι ο κύριος λόγος που άργησα πολύ να συνδέσω ουσιαστικά το δέντρο με τον καρπό. Για την ακρίβεια η σύνδεση έγινε ακριβώς πριν από τέσσερα χρόνια. Μέχρι τότε, στεκόμουν εκστατικός μπρος στις εικαστικές μορφές των κορμών -αυτό το στριφογυριστό θαύμα- στη μαγική διχρωμία των λογχοειδών φύλλων. Βέβαια απολάμβανα τις βουτιές με ψωμί στο λαδόξιδο της χωριάτικης καθώς και κάθε είδους ελιά: από τις ζαρωμένες θρούμπες μέχρι τις πράσινες για ήρωες, αλλά δε σκεφτόμουν ότι αυτά προέρχονται από το συγκεκριμένο δέντρο. Σκέψη που την κάνω για όλους τους άλλους καρπούς που έστω και μια φορά έχω μαζέψει με τα χέρια μου.

Μέχρι που ένα απόγευμα πριν από τέσσερα χρόνια, χτύπησε η πόρτα και ένας άγνωστος με ρώτησε δισταχτικά αν μπορούσε να μαζέψει τις ελιές που βρίσκονται στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι. Συμφώνησα αμέσως γιατί σκέφτηκα ότι θα γλιτώναμε από τις πατημένες ελιές στο πεζοδρόμιο και πριν μου πει, “Ξέρεις, είμαι άνεργος οικοδόμος. Για το λάδι της χρονιάς...”. Την επόμενη μέρα -μια συννεφιασμένη Κυριακή- ήρθε νωρίς το πρωί με τον αδελφό του. Έστρωσαν δίχτυ κάτω, έστησαν σκάλα, έπιασαν τα χτένια-μικρές τσουγκράνες- και άρχισαν το μάζεμα χτενίζοντας τα κλαδιά. Τους παρακολουθούσα καπνίζοντας, όταν μού είπε από ψηλά: “Γιατί δε μαζεύεις κι εσύ;” Με είδε που το σκεφτόμουν και επέμεινε, “Ξέρεις τί ωραίες θα γίνουν ξιδάτες;”. Έτσι βρέθηκα στο άλλο δέντρο με τις μεγάλες και άρχισα να μαζεύω όπως ήξερα από μήλα, αχλάδια, κεράσια, κυδώνια και σύκα: μια μια. Τα δύο αδέλφια με κορόιδευαν για το “μια μια” και στο τέλος εκείνοι είχαν γεμίσει ένα μεγάλο τσουβάλι κι εγώ μόλις μια σακούλα.

Φεύγοντας μού έδωσαν συνταγή, αλλά συμβουλεύτηκα και δυο διαδικτυακούς φίλους πριν ξεκινήσω. Βγήκαν καλές την πρώτη χρονιά κι από τότε, τουλάχιστον τις βρώσιμες τις μαζεύω. Κάθε χρόνο και περισσότερες. Φέτος κατάφερα να γεμίσω ένα κάδο 40 λίτρων. Αυτή τη χρονιά τα αδέλφια δε φάνηκαν, όπως όλες τις προηγούμενες για να τους δείξω και να περηφανευτώ για τη σοδειά μου. Ελπίζω να είναι γιατί βρήκαν δουλειά. 


Η συνταγή 



Αφαιρούμε τα φύλλα και τα κοτσάνια που τυχόν έχουν μείνει στις ελιές, τις ξεπλένουμε και στη συνέχεια τις χαράζουμε με κοφτερό μαχαίρι. Διπλό, ει δυνατόν συμμετρικό χάραγμα που προσέχουμε να μη φτάσει μέχρι το κουκούτσι. 


Στη συνέχεια τις βάζουμε σε μια μεγάλη λεκάνη με νερό για δέκα μέρες και φροντίζουμε μέρα παρά μέρα να αλλάζουμε το νερό. Αν μας αρέσουν πικρές, τις αφήνουμε στο νερό οκτώ μέρες. Το μέρος που θα έχουμε τη λεκάνη πρέπει να είναι σκιερό και δροσερό. 

Ανάλογα με την ποσότητα που έχουμε, τις βάζουμε σε μεγάλα βάζα ή σε κάδο που γεμίζουμε με άλμη μέχρι που μόλις να σκεπάζει τις ελιές. Η άλμη γίνεται με χοντρό αλάτι με αναλογία 70-100 γραμμάτια ανά λίτρο. Αν θέλουμε να τις διατηρήσουμε για περισσότερο από ένα χρόνο, βάζουμε μέχρι και 120 γραμμάρια αλάτι σε λίτρο νερού. Τέλος προσθέτουμε ένα στρώμα λαδιού ώστε να μην έρχονται σε επαφή με τον αέρα.  

Λίγες μέρες πριν την κατανάλωση, τις ξεπλένουμε και τις βάζουμε σε βάζο με λάδι. Μπορούμε να προσθέσουμε μυρωδικά ή και ξύδι. Από μυρωδικά έχω δοκιμάσει και συνιστώ το θυμάρι, τα φύλλα δάφνης, ροδέλες λεμονιού και φλούδες από μανταρίνι.
 





*ο τίτλος από τους Πέρσες του Αισχύλου, στ. 609 

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Τέσσερα


Στα μέρη μου, όταν άνοιξαν τα σύνορα το `90 και άρχισαν να φτάνουν με τα πόδια εξαθλιωμένοι οι πρώτοι Αλβανοί μετανάστες, οι περισσότεροι βοήθησαν. Τους έδιναν σοκαρισμένοι φαγητό. Σοκαρισμένοι, καθώς οι πεινασμένοι που είχαν δει μέχρι τότε -οι νεότεροι τουλάχιστον- ήταν μόνο σε σκηνές στην τηλεόραση ή σε εικόνες  εντύπων. Άνοιγαν ντουλάπες, έβγαζαν ό,τι περίσσευε -και περίσσευαν πολλά στον καιρό της ευμάρειας- και τους τα έδιναν. Πολλές φορές ήταν άχρηστα πράγματα. Και για τους μεν και για τους δε. Αυτοί που βοήθησαν τότε πιο ουσιαστικά ήταν κάποιες ηλικιωμένες που έφτασαν στα μέρη μας παιδιά τον καιρό της Μικρασιατικής καταστροφής. Ετοίμαζαν ένα μικρό μπόγο που είχε ψωμί, τυρί, ελιές και μια πλάκα πράσινο σαπούνι. Μπορεί να φαίνεται ελάχιστο και φτωχικό, μα ήταν τα απολύτως αναγκαία για την περίσταση. Κι εκείνες το ήξεραν καλύτερα από τον καθένα.

------

Πέρασε τις προάλλες ο Γ. Συμμαθητής από το γυμνάσιο, είχα χρόνια να τον δω. Μού είπε τα δικά του: καλή δουλειά σε άλλη πόλη. Ωραίο σπίτι, μεγάλο, με κήπο. Σκύλο και γάτα. Και τα προσωπικά του, τακτοποιημένα πλέον. Τού είπα τα δικά μου: Δουλειές του ποδαριού. Αν και όταν. Απλήρωτοι λογαριασμοί. Τρίτη χρονιά χωρίς θέρμανση. Αυτό το τελευταίο, δεν χρειαζόταν να το πω, το ένοιωθε. Για αυτό μάλλον δεν έμεινε ούτε για καφέ. Επέμενε να βγούμε. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι γιατί δεν ξέρω αν ο καφές στο κουτί θα έφτανε για δύο. Οδήγησε σε πολυκατάστημα, πήγαμε στο τμήμα με τις τηλεοράσεις. Διάλεξε μια σαραντάρα, φουλ, σούπερ χάι ντεφινίσιον, τα έσκασε κανονικά και μού είπε ότι ήταν  δώρο για μένα. Καταλαβαίνεις; Το μόνο που πρόσεξε από αυτά που τού είπα, από αυτά που έβλεπε στο σπίτι, ήταν ότι δεν είχα τηλεόραση. Αύριο που θα μού κόψουν το ρεύμα, που δε θα δουλεύει ούτε το αερόθερμο, θα κάθομαι στα σκοτεινά, στο κρύο, μπροστά στη μαύρη σαραντάρα οθόνη.” (1)


Όταν δημοσιεύτηκε To Κεφάλαιο είπαμε να το γιορτάσουμε, αλλά πρώτα χρειάστηκε να μας δώσει χρήματα ο Ένγκελς για να πάρουμε από το ενεχυροδανειστήριο τα λινά τραπεζομάντιλα και το σερβίτσιο για το δείπνο. Ο Ένγκελς... Όταν μας έκοβαν το νερό και το γκάζι και το σπίτι βυθιζόταν στο κρύο και το σκοτάδι και έπεφτε το ηθικό μας, ο Ένγκελς πλήρωνε τους λογαριασμούς. Ο Ενγκελς... ένας άγιος άνθρωπος. Δεν βρίσκω άλλη λέξη. Ο πατέρας του είχε εργοστάσια στο Μάντσεστερ. Ναι... μας έσωζε ο καπιταλισμός! Δεv ήταν πάντα σε θέση να καταλάβει τις ανάγκες μας. Εμείς δεν είχαμε λεφτά να πάμε στον μπακάλη κι αυτός μας έστελνε ακριβά κρασιά. Κάποια Χριστούγεννα, που δεν είχαμε λεφτά να αγοράσουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο, ο Ένγκελς κατέφθασε με έξι μπουκάλια σαμπάνια. Έτσι, φανταστήκαμε ότι είχαμε στη μέση ένα δέντρο, κάναμε κύκλο γύρω του, ήπιαμε σαμπάνια και τραγουδήσαμε χριστουγεννιάτικα τραγούδια. «Ω, έλατο...» (2)


Αντιδράσεις προκάλεσε η κίνηση της ομάδας Κιβωτός Αστέγων να στολίσει και να χαρίσει χριστουγεννιάτικα δέντρα σε άστεγους που ζουν στο κέντρο της Αθήνας. Η ομάδα σε σχετική ανάρτηση στο Facebook κάνει λόγο για «πράξεις συμβολικές» και καταγγέλει την κοινωνία που «δεν ακολουθεί». Κάτω από την ανάρτηση ακολούθησε πλήθος αρνητικών σχολίων που μιλούν για άστοχη και ανούσια κίνηση, για εξευτελισμό και κοροϊδία που πλήττει την αξιοπρέπεια των αστέγων.(3)


1. Διήγηση φίλου πριν μερικές μέρες.
2. Απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Αμερικανού συγγραφέα Χάουαρντ Ζιν, “Ο Μαρξ στο Σόχο” (Η φωτογραφία από την παράσταση του έργου του Ζιν, το 2011 σε σκηνοθεσία και ερμηνεία του Αγγελου Αντωνόπουλου)
3. Από τις ειδήσεις  


Στην πρώτη εικόνα, τμήμα έργου του Χρήστου Μπόκορου, από την ενότητα "Τα στοιχειώδη"

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ!

Κυκλοφόρησε σήμερα μια κακής ποιότητας εικόνα του υπουργού Εθνικής Άμυνας κυρίου Πάνου Καμμένου, κατά της διάρκεια της επίσκεψής του στο αεροπλανοφόρο "USS Dwignt D. Eisenhower'', το οποίο συμμετέχει σε ναυτικές επιχειρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Η φωτογραφία, προκάλεσε αίσθηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως. 

Δράττομαι λοιπόν της ευκαιρίας να δημοσιεύσω δύο αποκλειστικές φωτογραφίες του υπουργού. Είναι πρόσφατες και σαφώς καλύτερης ποιότητας από τη σημερινή του αεροπλανοφόρου. 


Ο Έλληνας υπουργός Εθνικής Άμυνας, Πάνος Καμμένος, φορώντας τη  στολή του 
στο κοσμοδρόμιο Baikonur στο Καζακστάν, λίγο πριν από το πρώτο του διαστημικό ταξίδι. 


Εδώ, ο υπουργός κύριος Καμμένος, επιχειρεί τις τελευταίες ρυθμίσεις πριν την κατάδυση, στο νέο πυρηνικό υποβρύχιο των ΗΠΑ,  PCU Minnesota. 


Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Το όνομα


In poets I trust


-Καλησπέρα σας.
-Καλησπέρα.
-Ονομάζομαι Σολωμός και θα ήθελα να σας προτείνω...
-Το μικρό σας;
-Διονύσιος.
-Ναι λοιπόν!
-Σχετικά με το...
-Ναι σας είπα.
-Τί ναι;
-Ναι, σε ό,τι και να μού προτείνετε. 



Κάπως έτσι έκλεισε σήμερα στα γρήγορα ένα συμβόλαιο.  Δεν έχουν τόση σημασία οι όροι του -Πολλοί ν' οι δρόμοι πώχει ο νους* - όσο το γεγονός ότι μπορώ να λέω ότι  για αυτό μεσολάβησε ο Διονύσιος Σολωμός. 

*Από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, 54 


Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Νο Space for Hope



Έμεινε στην πατρίδα του.
Πολέμησε με τον τρόπο του
Σκοτώθηκε. 


O 24χρονος Anas al-Baha ήταν κοινωνικός λειτουργός και διευθυντής της οργάνωσης, "Α Space for hope" που προσφέρει κοινωνική και ψυχολογική υποστήριξη στα παιδιά που είναι εγκλωβισμένα στο σφυροκοπούμενο Χαλέπι. 




Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Αποκλειστική φωτογραφία




Αποκλειστική φωτογραφία, στην οποία εικονίζεται εις εκ των ομιλητών  της τελετής μνήμης για τον εκλιπόντα ηγέτη της Κούβας, Φιντελ Κάστρο που πραγματοποιήθηκε σήμερα ξημερώματα ώρα Ελλάδος,  στην πλατεία της Επανάστασης στην Αβάνα, παρουσία πλήθος κόσμου. 



η φωτοσοπιά, βασίστηκε σε φωτο από την ταινία Che, El argentino του Steven Soderbergh

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Ο Επικήδειος




Ήμεθα τότε μια εύθυμη συντροφιά νέων εις τα Χανιά, που είχαμε κοινήν την αγάπην προς την ιππασίαν. Εις την είσοδον της πόλεως ένας Τούρκος, ο Τζανερίκος, έδιδεν άλογα με νοίκι. Επαίρναμε από ένα κι ετραβούσαμε στα περίχωρα. Τι υπέφεραν εκείνα τα άλογα από τη νεανική μας τρέλα δεν περιγράφεται. Ετρέχαμε σα δαιμονισμένοι και τ’ αναγκάζαμε να υπερπηδούν κάθε εμπόδιο που συναντούσαμε, είτε τοίχος ήτο, είτε χαντάκι. Μάλιστα άμα μεθούσαμε, δεν είχαμε πια κανένα οίκτον δι’ αυτά τα ζώα.

Τα σπιρούνια εχώνοντο βαθιά στα πλευρά των και οι βίτσες αυλάκωναν το δέρμα των. Και εμεθούσαμε τακτικά εις τις εκδρομές εκείνες. Σε κάθε χωριό που περνούσαμε βρίσκαμε ταβέρνες ή φίλους που μας έπαιρναν στα σπίτια των· και το βράδυ-βράδυ όταν εφθάναμε στη Σούδα, είμεθα Ρούσοι μεθυσμένοι. Και καμιά φορά, όπως ήσαν αφρισμένα τ’ άλογα, τ’ αναγκάζαμε να προχωρήσουν στη θάλασσα κι εκάναμε τα λουτρά των Κενταύρων, όπως ελέγαμε το έφιππον εκείνο κολύμπημα. Έπειτα μουσκεμένοι, καθώς ήμεθα, εγυρίζαμε στα Χανιά και παραδίδαμε στο Καλέ-καπισί, ξεθεωμένα τα άλογα.


Όσες φορές στις εκδρομές εκείνες επερνούσαμε από ένα χωριό του κάμπου μάς έπαιρνε στο σπίτι του ο γέρο Καμαριανός. Μας ήτο αδύνατον ν’ αποφύγομε. Ήμεθα φίλοι και συνομήλικοι του γιου του Αλεξάνδρου, ο οποίος εσπούδαζεν ιατρικήν εις τας Αθήνας και ο γέρο Καμαριανός μας έλεγεν ότι δεν μπορούσαμε ν’ αρνηθούμε στον πατέρα του φίλου μας, ο οποίος κάθε που μας έβλεπε νόμιζε πως έβλεπε και το γιο του μαζί. Θα το θεωρούσε προσβολή και θα του ’κανε μεγάλη λύπη. Αλλ’ ήτο και καλός και εύθυμος άνθρωπος, μ’ όλα του τα εξήντα χρόνια, κι είχε κι εξαίρετο κρασί. Μπορούσαμε λοιπόν να του αρνηθούμε;
Αλλ’ ενώ ήτο ευχάριστος άνθρωπος, είχε και μια δυσάρεστη συνήθεια, την οποίαν εφοβούμεθα. Άμα έπινε κι έφθανε στον ενθουσιασμό της μέθης, εκατάφερνε γροθιές στα μαλλιαρά του στήθη, που τα ’χε ανοικτά, όπως τα ’χαν ακόμη τότε οι γεροντότεροι χωρικοί της Κρήτης. Και όταν παραενθουσιάζετο, δεν περιορίζετο να κτυπιέται αλλ’ αφού έδιδε μια στο στήθος του, έδινε και άλλη στο στήθος του διπλανού του κι εφώναζε: «Στήθος μάρμαρο!» Αλλά τα στήθια τα δικά μας δεν ήσαν από μάρμαρο κι επιανόταν η αναπνοή μας. Εκινδυνεύαμε να πάθουμε αιμοπτυσία.
Μια μέρα έρχεται είδησις ότι ο Καμαριανός απέθανε ξαφνικά.

Μαζευόμεθα όλοι οι φίλοι του Κένταυροι και αποφασίζομε να πάμε στην κηδεία του. Το χωριό δεν ήταν μακριά κι εξεκινήσαμε πεζοί. Μαζί μας ήρθε κι ο φαρμακοποιός Ζαμαλής. Ο Ζαμαλής θα ήτον εξηντάρης, αλλ’ είχαμε μαζί του θάρρος, σαν να ’τονε της ηλικίας μας, γιατί από τα μαλλιά και τα μουστάκια του, που διετηρούντο κατάξανθα, τον επαίρναμε για νεότερο απ’ ό,τι ήτο.

Στο δρόμο δεν ξέρω σε ποιόν ήλθεν η ιδέα ότι ήτο απαραίτητον να βγάλομε λόγο του μακαρίτη του φίλου μας. Και όλοι εσυμφώνησαν ότι ο καταλληλότερος δια ν’ αυτοσχεδιάσω και εκφωνήσω τον επικήδειον ήμουν εγώ. Του κάκου επροσπάθησα ν’ αποφύγω αυτήν την προτίμησην.

- Μα πώς είμαι ο καταλληλότερος, έλεγα, αφού δεν εξεφώνησα ποτέ μου λόγο;

- Μήπως εμείς εξεφωνήσαμε;

- Μα τι να του πω; Ήταν ένας γεωργός αγράμματος, που δεν μπορείς να του πεις παρά μόνον πως ήτο καλός άνθρωπος.

- Αυτά να του πεις, είπεν ο Ζαμαλής.

- Μα αυτά δε φθάνουνε για να γεμίσουν ένα επικήδειο. Αν ήξερα τουλάχιστον πως επολέμησε…

- Θα ’χει πολεμήσει· αμφιβάλλεις; είπε ένας από τους φίλους μου. Λες πως επολέμησε στα 66 ή ότι ανδραγάθησε στην επανάστασι του Μαυρογένη.

- Δηλαδή τότε που δεν έγινε τίποτα, είπε κι εγέλα ο Ζαμαλής. Δεν το ξέρετε πως η επανάστασι του Μαυρογένη επέρασε χωρίς να ανοίξει μύτη;

- Τέλος πάντων ας πει πως επολέμησε στα 66 και φτάνει. Και θα ’χει πολεμήσει· δεν μπορεί. Εμείς στον Πειραιά εβγάλαμε αγωνιστή του 21 ένα γέρο, που δεν ήξερε πώς πιάνουν το τουφέκι.

Ο νέος εκείνος είχε κάμει το γυμνάσιον στον Πειραιά. Και μας διηγήθη ότι όταν απέθανε ο γέρος επιστάτης του γυμνασίου, το βρήκαν πρόφασι για να μη κάμουν μάθημα. Είπαν λοιπόν στους καθηγητάς ότι ήθελαν ν’ ακολουθήσουν την κηδεία του καημένου του μπάρμπα Τάσου. Ο γυμνασιάρχης έδωκε την άδειαν, ένας δε από τους μαθητάς ανέλαβε να εκφωνήσει ποίημα· και για να έχει τι να πει, εχειροτόνησε τον επιστάτην λείψανον του Ιερού Αγώνος. Και έλεγε το ποίημα: 

Ιδού και άλλο λείψανο του Ιερού Αγώνα
Όπου εις Τούρκων καύκαλα το ξίφος του ακόνα.

- Και το μόνον όπλον που είχε ίσως πιάσει στα χέρια του ο καημένος ο μπάρμπα Τάσος, είπεν ο διηγούμενος, θα ήτο το σκουπόξυλο.
Η ομιλία εκείνη και το ανέκδοτο του γέρο Τάσου μας εκίνησε τόση ευθυμία και τόσα γέλια εκάμαμε, ώστε ο Ζαμαλής μας είπε:

- Μα σε κηδεία πάτε, μωρέ παιδιά, ή σε γάμο;

- Τί θέλεις, να κλαίμε από τώρα; του είπε ένας από τους φίλους μου. Έχομε καιρό να κλάψομε όταν θ’ ακούσομε τον ρήτορα να εξυμνεί τα πολεμικά ανδραγαθήματα του καπετάν Καμαριανού.
Εγέλασε τότε μαζί μας και ο Ζαμαλής δια τον τίτλον του καπετάνιου.

Όταν εφθάσαμε στο χωριό, έβγαζαν από το σπίτι τον νεκρόν.
Ακολουθούσαν οι δικοί του με κλάματα και οι χωριανοί. Ακολουθήσαμε κι εμείς. Αλλά είχαμε κάνει τόσο κέφι στο δρόμο, που έπρεπε να βάλομε προσπάθεια για να πάρομε το σοβαρό και λυπητερό ήθος που ταίριαζε στην περίσταση. Εγώ είχα αρχίσει να σκέπτομαι το λόγο και να φοβούμαι ότι δεν θα τα κατάφερνα. Έστιβα το μυαλό μου, αναζητούσα στη μνήμη μου φράσεις έτοιμες από τους επικηδείους που είχα ακούσει, αλλά δεν εύρισκα παρά μικρά πράγματα, που δεν αρκούσαν για να γίνει ένας λόγος δέκα λεπτών. Αλλά εκείνο που φοβόμουνα περισσότερο ήτο άλλο. Αισθανόμουν ότι η εύθυμη διάθεσις που είχα πιέσει μέσα μου δεν είχε πνιγεί ολότελα. Και όσο ήθελα να φαίνομαι λυπημένος, τόσο μου φαινόνταν όλα αστεία, ακόμη και τα θρηνολογήματα της χήρας και των άλλων συγγενών του νεκρού. Δεν έφευγεν από το νού μου ο επιστάτης που ακονούσε το ξίφος του εις των Τούρκων τα καύκαλα και ο τίτλος του καπετάνιου που εδόθη εις τον Καμαριανόν. Και ως να μ’ εγαργαλούσαν, έπρεπε να σφίγγομαι και να προσέχω όλη την ώρα για να μη μου φύγει κανένα γέλιο.


- Δε θα βγάλω εγώ λόγο, είπα σιγά στους φίλους που πήγαιναν μαζί μου. Δεν μπορώ. Ας μιλήσει κανείς άλλος ή ας μη μιλήσει κανείς.
- Τώρα που το ’παμε στην οικογένεια;
- Είπατε στην οικογένεια πως θα βγάλω λόγο εγώ; είπα με απελπισίαν.
- Αφού είχε αποφασισθεί;… Ας το ’λεγες καθαρά πως δε θες αλλά τ’ αφήκες έτσι κι έτσι.
- Ας είναι, μ’ επήρατε στο λαιμό σας.
- Μα γιατί; Είσαι ανόητος. Μήπως πρόκειται να βγάλεις λόγο στα Χανιά;
Σ’ ένα χωριό θα μιλήσεις και θα σ’ ακούσουν χωριάτες αγράμματοι. Δε λες ό,τι θες; Ποιος θα καταλάβει; Λόγια μόνο ν’ αραδιάσεις και σα βαρεθείς λες ένα «αιωνία του η μνήμη» και τελειώνεις.


- Καλά λοιπόν. Αλλ’ αφήστε με να συγκεντρώσω να συγκεντρώσω τις ιδέες μου.

Η εκκλησία όπου εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία, ήταν έξω από το χωριό. Δεν παρατήρησα, αλλ’ ίσως θα ήταν η εκκλησία του νεκροταφείου. Ήτο δε τόσο μικρή, ώστε εσφιχτήκαμε σαν σαρδέλες γύρω στον πεθαμένο. Με δυσκολία έκαμαν θέση στο ρήτορα να πλησιάσει. Οι χωρικοί είχαν μάθει ότι θα βγάλω λόγο και με παρατηρούσαν με περιέργεια και θαυμασμό. Πρώτη φορά θ’ ακουγότανε λόγος στο χωριό των. Ο δάσκαλος του χωριού, χωρικός και αυτός με βράκες, έψαλλε και μ’ εκοίταζε με φθόνο. Και η μεγάλη σημασία που εφαίνοντο ότι έδιδαν οι χωρικοί εις το πρωτάκουστον γεγονός που επεριμένετο μ’ έκαμε να αισθάνομαι βαρυτέραν την ευθύνην που ανέλαβα.

Ο νεκρός ήτο μπροστά μου και τον παρετήρουν. Ήτο σαν ζωντανός. Όπως του ’ρθε ξαφνικός ο θάνατος δεν τον είχε σχεδόν αλλάξει. Αλλ’ ενώ τον έβλεπα, άρχισε πάλι ο Σατανάς να με γαργαλά. Και μου εψιθύρισε:
- Γιά φαντάσου έτσι που ’χει τα χέρια σταυρωμένα αν έξαφνα αρχίσει να κτυπά γροθιές στο στήθος του και να φωνάζει: «Στήθος μάρμαρο!» Γιά φαντάσου!

Κύμα από γέλιο εσηκώθη μέσα μου και με δυσκολία το κράτησα.
Έστρεψα αλλού το βλέμμα μου κι εσυνάντησα τα πρόσωπα δύο φίλων μου και δεν ξέρω γιατί και αυτά έδωκαν άλλο ανατίναγμα εις το γέλιο που με δυσκολία τόση εσυγκρατούσα. Μου φάνηκε ότι τα μάτια των γελούσαν, ότι έκαναν την ίδια σκέψη για τον πεθαμένο και ότι, όπως εγώ, κρατούσαν με τα δόντια τη σοβαρότητά των. Εδάγκωσα τα χείλη μου. Ήθελα να τα ματώσω, να πονέσω για ν’ απομακρύνω την προσοχή μου από τον πειρασμό που γελούσε στη φαντασία μου.

Επάνω σ’ αυτά ήκουσα να μου λέγουν ορίστε. Ήτο καιρός ν’ αρχίσω. Είχα κάτι φράσεις συναθροίσει στο μυαλό μου, αλλ’ όταν μου ’παν ν’ αρχίσω, σκορπίσθηκαν διά μιας κι έμεινε αδειανό το κεφάλι μου. Δεν έμεινε παρά μόνο σκοτάδι. Ακόμη και τα μάτια μου είχαν θολώσει και δεν καλόβλεπα. Έμεινα άφωνος κάμποσα λεπτά, που μου φάνηκαν αιώνες. Και, ως μου ’παν έπειτα οι άλλοι, μια στιγμή άπλωσα τα χέρια μου, σαν άνθρωπος που πνίγεται και θέλει από κάπου να πιαστεί.

Επί τέλους κάτι βρήκα. Άρπαξα μια φράση έτοιμη κι επήρα κατήφορο. «Θλιβερόν καθήκον μας συνεκέντρωσεν εις τον οίκον τούτον του Θεού…»

- Αλλά είναι πολύ στενάχωρος και θα σκάσομε, εμουρμούρισε δίπλα μου ένας από τους συντρόφους μου.
Η διακοπή εκείνη όχι μόνον μου ’κοψε το νήμα, αλλά και έδωκε νέαν ευκαιρίαν εις τον πειρασμόν που ήθελε και καλά να με καταστρέψει. Εδάγκωσα και πάλιν τα χείλη μου. Έπειτα άρχισα να ξεροβήχω και ν’ αναζητώ συγχρόνως το νήμα που ’χασα. Και αφού πέρασα άλλην αγωνίαν, εξηκολούθησα:

«Ο προκείμενος νεκρός υπήρξεν ανδρείος δια την πατρίδα του, φιλόστορφος δια την οικογένειάν του, ευγενής και αγαθός δια τους φίλους του. Τα όρη τα οποία υψούνται υπέρ τας κεφαλάς μας, τα Λευκά όρη λέγω, διηγούνται τας ηρωικάς αυτού πράξεις κατά τον τριετή Κρητικόν αγώνα και κατά την τελευταίαν επανάστασιν, ήτις ηνάγκασε τον Σουλτάνον να συνθηκολογήσει με την μικράν αλλά μεγαλόψυχον Κρήτην. Ανήκεις εις γενεάν γιγάντων και ημιθέων. Το όνομά σου υπήρξε τόσον σεβαστόν και τιμημένον μεταξύ των ομοεθνών σου, όσον υπήρξε φοβερόν εις τους εχθρούς. Οι Τούρκοι σ’ έτρεμαν…»

Εδώ άλλη διακοπή.

- Τα παραφουσκώνεις, μου εψιθύρισεν η φωνή ενός από τους φίλους μου, ο οποίος εστέκετο δίπλα μου. 

Παρά τρίχα να του φωνάξω «σκασμός!» ή κάτι τέτοιο. Επήγαινα τόσο ωραία. Είχα πάρει τον αέρα τού… ας πούμε του βήματος και οι ακροαταί μου, χωρίς να νοιώθουν μεγάλα πράγματα απ’ όσα έλεγα, εκρέμοντο από τα χείλη μου. Και ήμουν ικανός να τραβήξω μακριά στο δρόμο που ’χα πάρει, αλλά η κακόβουλη εκείνη διακοπή μου τα χάλασε πάλι. Πώς να ξαναγυρίσω εις το εγκώμιο των ηρωισμών του μακαρίτη; Έπρεπε να περάσω εις άλλα προτερήματά του. Αλλά με την ταραχή που μου ’φερεν η διακοπή η στροφή δεν ήτο εύκολη. Ξεροβήχοντος έλεγα κι εξανάλεγα: «Ο προκείμενος νεκρός…» Έπειτα μου ’ρθε μια ιδέα που να μη μου’ ρχότανε· να μιλήσω για το γιο του τον Αλέξανδρο. Και ήρχισα να πλέκω το εγκώμιο του φίλου μας. Έπειτα είπα:

«Ποία οδύνη θα διαπεράσει, ως φάσγανον, την καρδίαν του προσφιλεστάτου υιού σου Αλεξάνδρου, όταν μακράν σου ευρισκόμενος, θα μάθει τον θάνατόν σου! Διατί να μη ευρίσκεται πλησίον σου να γλυκάνει τας τελευταίας σου στιγμάς; Ίσως δε και η επιστήμη του ομού με την θερμότητα της υιικής του αγάπης θα κατόρθωναν να σε αποσπάσουν από τους όνυχας του αδυσωπήτου θανάτου…»

Τότε ένας χωρικός, συγγενής, φαίνεται, της οικογενείας, ο οποίος έστεκε πίσω μου, έριξε στο σβέρκο μου μια φράση:

- Πε πράμα και για τ’ άλλα παιδιά.

Πώς δεν τρελάθηκα, Θεέ μου, κείνη τη στιγμή! Αλλά κατάφερα να γυρίσω πίσω το γέλιο που μ’ ανέβηκε σα λόξυγκας στο λαιμό. Από την αγωνία και τη ζέστη έτρεχεν ο ιδρώτας ποτάμι από το μέτωπό μου. Εσώπασα πάλι κι εξεροκατάπινα. Να πω και για τ’ άλλα παιδιά; Αλλά τί να πω, δι’ όνομα Θεού! Μήπως τα ’ξερα καλά καλά; Στρέφομαι λιγάκι και λέγω χαμηλόφωνα στο χωρικό: 

- Πώς τα λένε;

- Ο Αντρουλιός…

- Ο Αντρουλιός, εξηκολούθησα, ο φημισμένος σκοπευτής, ο οποίος ανυπομονεί να συνεχίσει τους ηρωικούς άθλους του γενναίου πατρός του…

- Η Μαρία, μου ψιθύρισε ο υποβολεύς.
- Η Μαρία, το κόσμημα του οίκου σου, η σεμνή και ενάρετος Μαρία…
Εις το άκουσμα του ονόματός της η Μαρία έβαλε φωνή μεγάλη:

- Μπαμπά μου και πώς θα μπαίνω στο έρμο το σπίτι να μη σε θωρώ μπλιο!
Αισθανόμουν ότι δεν άντεχα πια, ότι η δύναμη της αντιστάσεώς μου ήταν στο τέλος της. Τι μαρτύριο ήταν αυτό, να έχω μια τόσο ακράτητη ορμή να γελάσω, να ξεκαρδιστώ στα γέλια και να με πνίγει αγωνία! Και ο υποβολέας το σκοπό του: 

- Ο Νικόλας… η Γαρουφαλιά…
Το βλέμμα μου έπεσε πάλι για μια στιγμή στον πεθαμένο· και μου φάνηκε πως ήμουν πιο αξιοθρήνητος και απ’ αυτόν.

- Και τί να είπω δια τον Νικόλαον…
Δεν είχα τίποτε να είπω δια τον Νικόλαον, αλλά ούτε και μ’ αφήκαν. Από το απέναντι μέρος, όπου εστέκοντο δύο φίλοι μου, ήλθε ένα φύσημα μύτης, ένα γέλιο που ξέφυγε από τη μυτη, γιατί το στόμα ήταν φραγμένο με μαντήλι. Το φύσημα εκείνο και το μαντήλι που είδα στο στόμα κάτω από ένα μέτωπο χαμηλωμένο, με αποτέλειωσε. Θύελλα από γέλια ξέσπασε από το στήθος μου. Και σαν άρχισα, ήταν αδύνατο πια να κρατηθώ. Ήθελα να πω: «Γαίαν έχοις ελαφράν»· αλλά μόνο η πρώτη συλλαβή έβγαινε από το στόμα μου κι ετελείωνε σε σπασμό γέλιου.

Στρέφομαι γύρω με απελπισία και ζητώ μία πρόφαση για να δικαιολογήσω την ασεβή παραφροσύνη μου. Άλλοι με κοιτάζουν με απορία και άλλοι με θυμό· και μόνον οι φίλοι μου δεν με κοιτάζουν γιατ’ είχαν κρυφτεί. Το βλέμμα μου φτάνει στο φαρμακοποιό και στα μούτρα του βρίσκω την πρόφαση που ζητούσα. Ο Ζαμαλής βαφότανε κι από τη ζέστη η βαφή είχεν αναλιγώσει και με τον ιδρώτα σχημάτιζε κιτρινωπά ρυάκια στο πρόσωπό του.

- Μωρέ, βάφεσαι; του λέω για να δείξω τάχα ότι γι’ αυτή την ανακάλυψη γελούσα.

- Δε μου λες πως είσαι για δέσιμο; αποκρίνεται ο Ζαμαλής και σκουπίζεται με μεγάλο χρωματιστό μαντήλι.

Δια να σκεπάσει το σκάνδαλο ο παπάς άρχισε να ψάλλει. Την ίδια στιγμή δύο χέρια μ’ έσπρωξαν προς τα έξω· ήταν ο χωρικός που μου’ λεγε τα ονόματα· και στην πόρτα της εκκλησιάς μού λέγει:

- Το καλό που σου θέλω, φύγε, φύγε γλήγορα!

      


 Ο Επικήδειος περιλαμβάνεται στη  συλλογή διηγημάτων του Ιωάννη Κονδυλάκη με τίτλο  "Όταν ήμουν δάσκαλος" που τυπώθηκε το 1916 από τη Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη Φέξη.    Θυμήθηκα το διήγημα του Κρητικού λογοτέχνη και δημοσιογράφου με αφορμή την επικαιρότητα. 





Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

La historia se absolverá?


Δε γεννήθηκα επαναστάτης, γεννήθηκα όμως αντάρτης. Νομίζω ότι πολύ νωρίς, στο σχολείο, στο σπίτι μου άρχισα να βλέπω και να ζω πράγματα που ήταν άδικα. Είχα γεννηθεί σε μια μεγάλη ιδιοκτησία και ήξερα πώς ήταν τα πράγματα. Έχω μια ανεξίτηλη εικόνα του πώς ήταν ο καπιταλισμός στην επαρχία. Δε θα σβήσουν ποτέ απο το μυαλό μου οι εικόνες τόσων ταπεινών ανθρώπων, εκεί στο Μπριαν, πεινασμένων, ξυπόλυτων, που ζούσαν εκεί στα πέριξ, ειδικά των εργατών στις μεγάλες αμερικάνικες επιχειρήσεις ζάχαρης, όπου η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη, που έρχονταν να ζητήσουν από τον πατέρα μου να τους βρει κάποια λύση. Ο πατέρας μου δεν ήταν εγωιστής ιδιοκτήτης.


Επίσης έπεσα θύμα ορισμένων πραγμάτων. Κι άρχισα να αποκτώ κάποιες αντιλήψεις περί δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας, ορισμένες αξίες. Έτσι λοιπόν διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας μου, μέσα από τα ζόρια που πέρασα, δυσκολίες που χρειάστηκε να υπερπηδήσω, συγκρούσεις που αντιμετώπισα, αποφάσεις που πήρα, εξεγέρσεις...Και όσο με αφορά αρχίζω να αμφισβητώ όλη εκείνη την κοινωνία, κανονικά, μαθαίνω να σκέφτομαι με κάποια λογική, να αναλύω τα πράγματα. Χωρίς κανείς να με βοηθήσει. Πολύ νωρίς όλες αυτές οι εμπειρίες μ' έκαναν να θεωρώ αδιανόητη την κακομεταχείριση, την αδικία ή την απλή ταπείνωση άλλου ανθρώπου. Άρχισα να αποκτώ συνείδηση. Ποτέ δεν αποδέχτηκα την κακομεταχείριση. Απέκτησα βαθιά αίσθηση δικαιοσύνης, μια ηθική, μια αίσθηση ισότητας. Όλα αυτά, μαζί με μια ιδιοσυγκρασία αναμφισβήτητα αντάρτικη, πρέπει να άσκησαν μεγάλη επιρροή στην πολιτική και επαναστατική μου κλίση.


Κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής μου με έκαναν να αντιδράσω έτσι. Πέρασα κάποια ζόρια από πολύ νωρίς και άρχισα να αποκτώ, ίσως γι αυτό, στόφα αντάρτη. Λένε για τους “επαναστάτες χωρίς αιτία”· αλλά εγώ νομίζω όταν θυμάμαι, ότι ήμουν επαναστάτης με πολλές αιτίες και ευχαριστώ τη ζωή που συνέχισα όλον αυτόν τον καιρό να είμαι επαναστάτης. Ακόμα και σήμερα και ίσως ακόμα πιο δικαιολογημένα, επειδή έχω περισσότερες ιδέες επειδή έχω περισσότερη εμπειρία, επειδή έμαθα πολλά από τον ίδιο μου τον αγώνα και καταλαβαίνω καλύτερα αυτή τη γη που γεννηθήκαμε κι αυτόν τον κόσμο όπου ζούμε.


Από το βιβλίο του Ιγνάσιο Ραμονε, “Εκατό ώρες με τον Φιντέλ- Βιογραφία σε δύο φωνές” των εκδόσων Πατάκη.


O Fidel Castro, πέθανε χθες, 25 Νοεμβρίου 2016. Γεννήθηκε στο Μπιράν της επαρχίας Οριέντε της Κούβας, στις 13 Αυγούστου του 1926 

*Η ιστορία θα τον δικαιώσει; (Από την περίφημη φράση -"La Historia me absolvera"- του Φιντέλ με την οποία έκλεισε την απολογία του στη δίκη για την επίθεση στο φρούριο Μονκάδα)

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Η σύγκρουση


Βιαζόμουν να φτάσω στον προορισμό μου κι έπεσα σε λαϊκή. Με τα πόδια, όχι εποχούμενος. Να αλλάξω κατεύθυνση ούτε που το σκέφτηκα· ολόκληρος γύρος θα ήταν. Σλάλομ λοιπόν ανάμεσα σε καρότσια, κόσμο και φωνές. Στην αρχή προσηλωμένος στο στόχο, βιαστικός, λίγο μετά όμως με παρέσυραν οι πάγκοι: τα πράσινα ζαρζαβάτια, τα ολοκόκκινα ρόδια και τα μήλα, τα πρώτα μανταρίνια. Και τα κάστανα. Κι οι ελιές. Εκεί όμως που αφαιρέθηκα για τα καλά ήταν μπροστά σ`έναν πάγκο με όψιμα σταφύλια. Μαύρα, άσπρα και ροζέ με τα τσαμπιά τους τοποθετημένα με απόλυτη συμμετρία. Βιτρίνα σωστή ο πάγκος του μερακλή, να θες πρώτα να τη φωτογραφήσεις κι ύστερα να πέσεις σαν τους σπουργίτες του παιδικού τραγουδιού σε μια ρώγα από το κάθε χρώμα κι έπειτα να αρχίσεις τα τσιρι τρι, τσιριτρό κάτω από τον ήλιο του Νοέμβρη.

Τότε έγινε η σύγκρουση. Καθώς κοίταζα αλλού χωρίς να έχω κόψει ταχύτητα, έπεσα πάνω σε έναν άνθρωπο. “Συγνώμη” είπα και γύρισα να δω το θύμα της αφηρημάδας μου. “Ντεν πειράζει, ένα Πακιστανό λιγότερο” μού είπε σοβαρός έως κι αγριεμένος. Ξαναείπα “συγνώμη”, με συντριβή αυτή τη φορά και τότε ο Πακιστανός έσκασε στα γέλια αλλά δεν κατάλαβα αν ήταν για το ύφος μου ή για το αστείο του.  Ίσως και για τα δύο. Ύστερα τον βοήθησα να μαζέψει τα πράσα που μετέφερε και τού έφυγαν από τα χέρια με τη σφοδρή σύγκρουση. 


Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Ο άλλος Rousseau


Παρά το συστηματικό διάβασμα όλη τη χρονιά και το εντατικό τις τελευταίες εβδομάδες, μέχρι να δω τα θέματα η αδρεναλίνη χτυπούσε κόκκινα. Με το που τα είδα, ησύχασα· σε όλα μπορούσα να απαντήσω άνετα. Πριν αρχίσω να γράφω, για ένα- δύο λεπτά προσπάθησα να χαλαρώσω. Μετά κράτησα μερικές πρόχειρες σημειώσεις για το πρώτο ζήτημα κι έπειτα άρχισα να γράφω. Το ίδιο έκανα και για τα άλλα. Αν και έγραφα πολύ αργά και ολοκλήρωνα πάντα στο τέλος του δεδομένου  χρόνου, εκείνη τη μέρα κατάφερα να καταρρίψω το ατομικό μου ρεκόρ· 20 λεπτά πριν την καθορισμένη ώρα, είχα τελειώσει ακόμα και το απαραίτητο διπλό τσεκάρισμα του γραπτού.

Ωστόσο, η δύναμη της συνήθειας να παραδίδω πάντα στο τέλος, δε με άφησε να παραδώσω την κόλλα μου και να βγω από την αίθουσα. Έμεινα έτσι, χαζεύοντας τους συμμαθητές που συνέχιζαν να γράφουν και πότε- πότε έριχνα μια ματιά στην κόλλα μου. Τότε, ήταν που μού κατέβηκε η ιδέα. Ήταν σατανική και σαφώς πολύ ριψοκίνδυνη αλλά μετά την ένταση που είχε προηγηθεί και την ικανοποίηση ότι είχα γράψει πολύ καλά, η αποκοτιά μού φαινόταν απόλυτα λογική. Όταν μάλιστα σκέφτηκα την έκφραση του εξεταστή που θα διάβαζε την προσθήκη, με το ζόρι συγκρατήθηκα για να μη βάλω τα γέλια.

Καθώς απέμεναν 10 λεπτά, γύρισα βιαστικά στην τελευταία σελίδα, έβαλα ένα αστερίσκο, άνοιξα παρένθεση κι άρχισα να γράφω: “Ο Ζακ Ρουσσώ είναι ένας σημαντικός Γάλλος αθλητής του άλματος εις μήκος που γεννήθηκε στη Γουαδελούπη. Το 1975, το 1976 και το 1978 ήταν πρωταθλητής Ευρώπης. Συμμετείχε επίσης σε δύο Ολυμπιάδες στις οποίες όμως δεν κατόρθωσε να πάρει μετάλλιο. Στο Μόναχο βγήκε δέκατος, ενώ στο Μόντρεαλ τέταρτος. Η καλύτερη επίδοσή του ήταν στα 8, 26 μέτρα το 1976. Αξίζει να σημειώσω επίσης ότι ο Ζακ Ρουσσώ, εκτός του άλματος σε μήκος, ασχολήθηκε και με άλλα αγωνίσματα, όπως το άλμα σε ύψος, οι δρόμοι ταχύτητας (100, 200 και 400 μέτρα) και είχε καλές επιδόσεις. Για όλα τα παραπάνω, θεώρησα απαραίτητο, στην ερώτηση β του Γ ζητήματος, σχετικά με τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ, τον Ελβετό φιλόσοφο και συγγραφέα του οποίου οι ιδέες επηρέασαν τη γαλλική επανάσταση, να γράψω δυο λόγια και για τον συνονόματό του αθλητή από τη Γουαδελούπη.”


- Τέλος χρόνου, φώναξε ο επιτηρητής. Μόλις που είχα προλάβει να τελειώσω. Έκλεισα την παρένθεση, έβαλα βιαστικά έναν αστερίσκο στο τέλος της απάντησης της ερώτησης β του Γ ζητήματος, σηκώθηκα και με θριαμβευτικό ύφος, παρέδωσα το γραπτό μου.

Δεν ξέρω αν γέλασε ο εξεταστής καθώς διάβαζε τα του αθλητή Ρουσσώ, πάντως ο βαθμός μου ήταν πολύ καλός και έχοντας πια ξεμπερδέψει με τις εξετάσεις, εκείνο το καλοκαίρι, το έριξα στη μελέτη βιογραφιών μεγάλων αθλητών.



Θυμήθηκα αυτή την παλιά ιστορία, παρακολουθώντας χθες τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για τη διαφθορά και τη διαπλοκή.







Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Εν πλω



Βρήκα μια ήσυχη και απάνεμη γωνιά κοντά στην πρύμνη και βολεύτηκα όσο καλύτερα μπορούσα. Η θητεία μου στα βαπόρια με βοηθάει κάτι τέτοιες στιγμές.
Σε λίγο ένας νέος άντρας με πλησίασε χαμογελώντας.
Ακούμπησε μια ψεύτικη Samsonite δίπλα μου, κούνησε το κεφάλι σαν να συμφωνούσε σε κάτι και ξεκίνησε να περπατάει λες και ήταν αρμόδιος να ελέγξει αν όλα πάνω στο βαπόρι λειτουργούσαν σύμφωνα με τους κανονισμούς.
Κάποια στιγμή με ρώτησε αν θέλω μπύρα, γιατί θα πήγαινε να πάρει μια για τον εαυτό του. Ήθελα, κι αυτό του έδωσε μεγάλη χαρά. Ρώτησε και τη μεσόκοπη γυναίκα που καθόταν με το κεφάλι γερμένο στην παλάμη αν χρειάζεται κάτι, γιατί πράγματι έδειχνε να χρειάζεται κάτι.
-Φοβάμαι, παιδάκι μ΄...Κουνάει και φοβάμαι. Την παρηγόρησε γιατί κατάλαβε πως αυτό χρειαζόταν η γυναίκα.
Έφερε τις μπύρες, τις ήπιαμε και μετά άνοιξε την τσάντα, έβγαλε τους Σατανικούς στίχους και άρχισε να διαβάζει. Αυτό με εξέπληξε περισσότερο από την μπίρα κι απ' όλη τη μέχρι τώρα στάση του.
Κάθε τόσο αναποδογύριζε το βιβλίο, για να φέρει μια σακούλα να 'χει να ξεράσει κάποιος ή ένα ποτήρι νερό για να πιει. Διάβαζε αλλά το βλέμμα του έπαιζε ολόγυρα, μήπως ξαφνικά κάποιος χρειαστεί κάτι.
Εφτά χρόνια δούλευε στην Κω και μιλούσε για τη ζωή του νησιού με τέτοια γνώση, που με μπέρδεψε τελείως και δεν μπορούσα να συμπεράνω με τί καταγινόταν. Τώρα πήγαινε στη Σάμο, για να βοηθήσει τον αδελφό του στον τρύγο.
Αργά τη νύχτα το βαπόρι έφτασε στο νησί που θα κατέβαινα κι ετοιμάστηκα. Λυπόμουν που σε θα μάθαινα ποτέ τί σκατά έκανε ο τύπος τόσα χρόνια στη Κω.
Τη στιγμή που αποχαιρετιόμασταν, γέλασε:
-Είμαι υπάλληλος στις φυλακές.
Δεν κατάλαβα και το κατάλαβε.
-Σωφρονιστικός υπάλληλος....εξήγησε. Πώς το λένε...δεσμοφύλακας.




Από το βιβλίο “Υπ' όψιν της Λίτσας” του Αντώνη Σουρούνη των εκδόσεων Καστανιώτη. Το απόσπασμα προέρχεται από τις “Ιστορίες καλοκαιρινής τρέλας”. Ο συγγραφέας πέθανε σήμερα στη Θεσσαλονίκη, σε ηλικία 74 ετών.  

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Κουτσάφτης, η μελίγκρα και μια εργασία


Όποιος δε θέλει να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει”, λέει η παροιμία και εγώ την εφάρμοζα κατά γράμμα επί μήνες. Ενώ έπρεπε να ταξινομήσω όλο το υλικό που είχα συγκεντρώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή και να περάσω επιτέλους στη σύνθεσή του ολοκληρώνοντας την εργασία που έπρεπε να ετοιμάσω, όλο και πλάταινα την έρευνα. Για να φτάσω μάλιστα  το θέμα πέρα από τα άκρα και παρά την αντίθετη γνώμη του επιβλέποντα καθηγητή, αποφάσισα ότι ήταν απολύτως απαραίτητο να συναντήσω τον Φίλιππο Κουτσάφτη. Όχι τον παρά ένα τόνο συνωνόματό του σκηνοθέτη της Αγέλαστης Πέτρας, αλλά τον Προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών.

Δεν ήταν δύσκολο να βρω το τηλέφωνο της Υπηρεσίας και να μιλήσω με τον ίδιο, τον γνωστό από διάφορες τρανταχτές αιματοβαμμένες υποθέσεις, ιατροδικαστή. Με άκουσε προσεκτικά και δέχτηκε πρόθυμα να με συναντήσει την επόμενη στις 8 το πρωί στο γραφείο του -πού αλλού;- στην οδό Αναπαύσεως. Στρώθηκα αμέσως στη δουλειά, ετοίμασα τις ερωτήσεις που έπρεπε να τού κάνω και μετά από ώρες συστηματικής καταγραφής και διορθώσεων, απόγευμα πια, βγήκα στην αυλή. Ήταν μια ωραία μέρα φθινοπωρινή όπως τώρα καλή ώρα, κι αντί να καθίσω να απολαύσω τον καφέ μου, αποφάσισα να κάνω κάτι που ανέβαλα διαρκώς το προηγούμενο διάστημα: να ραντίσω τις τριανταφυλλιές που είχαν γεμίσει μελίγκρα και κινδύνευαν άμεσα να ξεραθούν.

Πάνω στο κουτί με το φάρμακο που είχα προμηθευτεί μερικές μέρες νωρίτερα, ο γεωπόνος είχε σημειώσει τη δοσολογία. Μέτρησα με μια σύριγγα τα ml του φαρμάκου -πήρα την πρωτοβουλία να προσθέσω μια δυο σταγόνες παραπάνω ώστε να είναι βέβαιη και άμεση η εξολόθρευση- το έβαλα σε ένα ψεκαστήρι, πρόσθεσα νερό, ανακάτεψα καλά το μείγμα και άρχισα να ψεκάζω με μανία τις πολυπληθείς παροικίες των λαίμαργων εντόμων. Ξανά και ξανά. Μύριζε άσχημα αυτό το φάρμακο κι επειδή στη βιασύνη μου δεν είχα βιδώσει καλά το ψεκαστήρι, μούσκεψαν για τα καλά τα χέρια μου.

Όταν πλέον τελείωσα και ενώ έβαζα το φιαλίδιο του φαρμάκου στο κουτί του για να το αποθηκεύσω, σκέφτηκα να ρίξω μια ματιά, έστω και εκ των υστέρων, στις οδηγίες χρήσης. Ανοίγοντας το διπλωμένο χαρτί το πρώτο που πρόσεξα ήταν μια απειλητική νεκροκεφαλή με δυο οστά σταυρωτά πίσω της, σε κόκκινο πλαίσιο. Από κάτω, λες και δεν έφτανε το σύμβολο, έγραφε “Κίνδυνος -θάνατος”. Διάβασα τις οδηγίες με ανησυχία που πρόταση στην πρόταση μεγάλωνε. Μιλούσαν για προφυλάξεις εντελώς απαραίτητες -γάντια, μάσκα- που εγώ στη βιασύνη μου δεν είχα πάρει. Και στο τέλος όλων αυτών, αναγράφονταν το τηλέφωνο του Κέντρου Δηλητηριάσεων.

Πέταξα βιαστικά τα ρούχα που φορούσα στο ράντισμα και μπήκα στο μπάνιο. Πλύθηκα σχολαστικά ξανά και ξανά. Έτριψα με μανία τα χέρια και το πρόσωπο και έκανα πολλές γαργάρες. Μετά, άρχισα να ψάχνω σε κατάσταση πανικού για δηλητήρια, συμπτώματα δηλητηριάσεων και τρόπους άμεσης αντιμετώπισης. “...τοξικά είναι αυτά που δια της εισπνοής , καταπόσεως ή δια της διεισδύσεως δια του δέρματος δύνανται να προκαλέσουν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία, οξείς ή χρόνιους, ακόμη και τον θάνατο.”

Στο τέλος κάθε αναζήτησης, η ίδια λέξη: θάνατος. Όταν συνειδητοποίησα ότι οι καρδιακοί μου παλμοί είχαν ανέβει σαν να είχα τρέξει μαραθώνιο, έβαλα στη μνήμη του τηλεφώνου τον αριθμό του κέντρου δηλητηριάσεων και προσπάθησα να ηρεμήσω. Δεν ήταν εύκολο. Κι αν τα κατάφερα ήταν πολύ αργότερα, όταν κατάλαβα ότι δεν είχα κανένα από τα συμπτώματα που είχα διαβάσει. Ήταν περασμένες δυο βράδυ όταν συμπέρανα ότι μάλλον δεν κινδύνευα και αποφάσισα ότι έπρεπε πια να πέσω για ύπνο, ώστε να μη χάσω την πρωινή συνάντηση στην οδό Αναπαύσεως.

Τότε ήταν που σκέφτηκα το σενάριο μιας μαύρης, κατάμαυρης κωμωδίας: Φοιτητής επικοινωνεί με προϊστάμενο ιατροδικαστικής υπηρεσίας για να τον βοηθήσει στην εργασία που ετοιμάζει για τη σχολή του. Την ημέρα και την ώρα της συνάντησης, ο φοιτητής δεν φτάνει στην ώρα του. Ο ιατροδικαστής τον περιμένει στο γραφείο του, φανερά εκνευρισμένος για την αργοπορία. Μετά από ένα τέταρτο άκαρπης αναμονής, βάζει την πράσινη μπλούζα του και πάει στο νεκροτομείο για να πιάσει δουλειά. Εκεί, οι βοηθοί λέγοντας "κρίμα τόσο νέο παλικάρι", του δείχνουν ένα πτώμα που δεν έχει κρυώσει ακόμα και προσθέτουν: "Τον έφεραν στις οκτώ παρά το πρωί". Η κάμερα κάνει ζουμ στο καρτελάκι που είναι δεμένο στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού. Μετά το πλάνο ανοίγει. Ο ιατροδικαστής σκύβει και διαβάζει το όνομα. Έκπληκτος συνειδητοποιεί ότι είναι το όνομα του φοιτητή. Γυρίζει προς τον φακό και λέει: “Τελικά έφτασε στην ώρα του.”  Τότε, πάνω  στο πρόσωπο του ιατροδικαστή κι ενώ πίσω, στο βάθος αχνοφαίνεται το πτώμα, πέφτει η μουσική και οι τίτλοι τέλους.


Η συνάντηση με τον Κουτσάφτη, την επόμενη μέρα, ήταν συναρπαστική. Μέχρι και ο καθηγητής μου παραδέχτηκε ότι τα στοιχεία που αποκόμισα ήταν ουσιαστικά και μάλιστα πρόσθεσε ότι "θα απογείωναν την εργασία". Καθώς είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου, πέρασα από το πολύμηνο κοσκίνισμα στο ζύμωμα και σύντομα κατάφερα να την ολοκληρώσω. Ο βαθμός ήταν ανάλογος της προσπάθειας που είχα καταβάλλει. Όσο για τα ζωύφια στα φυτά της αυλής, από τότε άρχισα να τα αντιμετωπίζω με άλλους τρόπους, πιο ήπιους και πιο οικολογικούς. 


η ιστορία αφιερώνεται στον Kos Panti 


*Δείτε με αγγλικούς υπότιτλους το ντοκιμαντέρ, El costo humano de los agrotoxicos.