“Πρόσεξε τον ήχο που κάνει!” είπε σκυμμένος καθώς ήταν και αφού κόντραρε τον μέσο στον αντίχειρα, τον άφησε με ορμή να σκάσει πάνω στο παπούτσι του. “Ακούς πώς κάνει;” επέμενε και ξαναχτύπησε δύο- τρεις φορές ακόμα για να συγκρατήσω την υφή του ήχου. Έγνεψα “ναι” κοιτάζοντας επίμονα το σημείο που είχε σκάσει το νύχι του στο παπούτσι, απομακρύνοντας τη σκόνη του δρόμου.
Δευτέρα, παραμονή λαϊκής, αργά το απόγευμα, μόλις είχε κάπως καταλαγιάσει το αυγουστιάτικο κάμα και είχαμε πάει για να προμηθευτούμε καρπούζια την ώρα που έστηναν τους πάγκους. Με καροτσάκι οικοδομής πάντα. Άκουγα τη μοναδική του ρόδα να ρολάρει στο τσιμέντο τής πίσω αυλής και παρατούσα το παιχνίδι τρέχοντας. Με σήκωνε, με κάθιζε μέσα και φεύγαμε για τα καρπούζια της βδομάδας. Τα άλλα φρούτα και τα ζαρζαβατικά τα ψωνίζαμε την επόμενη όπως όλος ο κόσμος. Αυτή η σύντομη βόλτα με καροτσάκι της οικοδομής από το σπίτι ως τη λαϊκή ήταν απόλαυση κι ας τράνταζε σαν τρελό πάνω στην στραβοχυμένη άσφαλτο.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα ολόκληρο καρπούζι. Θυμάμαι την τρομακτική εντύπωση που μου έκανε το μέγεθος- έξω από κάθε κλίμακα φρούτου που είχα δει μέχρι τότε -και κυρίως τη μουτζαχεντίν τροχιά που διέγραψε το μαχαίρι του ψωμιού με ένα σφύριγμα στον αέρα και το έσχισε στα δύο αποκαλύπτοντας το ματωμένο όπως μου φάνηκε εσωτερικό. Με χειρουργική ακρίβεια αφαίρεσε την καρδιά ολόγλυκια χωρίς κανένα κουκούτσι και μου την πρόσφερε καρφωμένη στην άκρη του μαχαιριού.
“Τα πιο γλυκά καρπούζια όταν τα χτυπάς κάνουν τον ίδιο ήχο με το παπούτσι” είπε κι άρχισε να τα χτυπάει ένα ένα στο σωρό –αυτό το πράσινο βουνό που ολοένα και ψήλωνε καθώς συνέχιζαν να ξεφορτώνουν από το φορτηγό. “Ακούς; Αυτό κάνει ακριβώς τον ίδιο ήχο” και ξαναχτύπαγε το παπούτσι του. “Αυτό όμως είναι είναι μάπα...” και το άφηνε στην άκρη. Έτσι ξεχώριζε επιμελώς τα γλυκά από το βουνό και τα έβαζε στην πλάστιγγα. Δέκα, είκοσι, τριάντα, σαράντα κιλά. “Τι λες; Θα μας φτάσουν για μια βδομάδα;” συνέχιζε κλείνοντας μου το μάτι. Δεν ήταν υπερβολή. Συχνά από την Κυριακή το απόγευμα οι απίστευτες προμήθειές μας τελείωναν και με τη δικαιοσύνη του γονιού μού σέρβιρε την καρδιά της τελευταίας φέτας και έτρωγε το υπόλοιπο. Ήμασταν κι οι δύο καρπουζοφάγοι. Πρωί μεσημέρι βράδυ καρπούζι, μερικές φορές πριν και πάντα μετά το φαγητό. Και τις πολύ ζεστές μέρες αντί για φαγητό καρπούζι παρέα με αλμυρή πικάντικη φέτα.
Μια μέρα πριν πεθάνει, κι ενώ ήξερα πια ότι δεν έπρεπε να ελπίζω ούτε σε θαύμα, έτρωγα καρπούζι -ένα ολόγλυκο καρπούζι που είχα διαλέξει μόνος με τον τρόπο που μου είχε μάθει- αναπολώντας το φορτωμένο καροτσάκι που έσπρωχνε καθώς επιστρέφαμε στο σπίτι από τη λαϊκή την ώρα που σκοτείνιαζε. Στην τελευταία μπουκιά πήρα την απόφαση να μην ξαναφάω ποτέ καρπούζι. Μια απόφαση που έχω κρατήσει ευλαβικά μέχρι σήμερα.
Όλοι ξαφνιάζονται αυτά τα χρόνια όταν αρνούμαι καθώς μου προτείνουν ένα πιάτο δροσερό καρπούζι. Ξαφνιάζονται μάλλον γιατί ενώ πολλοί δεν τρώνε πεπόνι ή πορτοκάλια, ή μπανάνες νομίζω πως δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν τρώει καρπούζι. Μερικοί πάλι είναι διακριτικοί, δεν επιμένουν κι αποσύρουν το πιάτο διατηρώντας όμως το αρχικό απορημένο ύφος. Άλλοι πάλι όχι. Επιμένουν να δοκιμάζω και μπροστά στην σθεναρή μου αντίσταση ρωτάνε “μα γιατί;” οπότε αναγκάζομαι να πω: “λόγω πένθους”.