Το νησί μικρό. Κουτσουλιά γλάρου που πέτρωσε στο Αιγαίο. Κρησφύγετα πειρατών κοντραμπάντο μέχρι και πριν από έναν αιώνα οι βορινές σπηλιές του, στον εικοστό πρώτο έγιναν καταφύγια για τους ξαφνικούς έρωτες που ανάβουν και φουντώνουν στην κάψα του καλοκαιριού, όταν το νησί βουλιάζει από τους τουρίστες.
Τριακόσιες ψυχές μόνιμες, ριζωμένες εκεί με πείσμα, τρέχουν αλλόφρονες στη φουλ σαιζόν κι ύστερα τους άλλους μήνες ζουν και γεννοβολάν. Πολλά παιδιά. Σμάρι ολόκληρο που γεμίζει δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο. Καθηγητές και δάσκαλοι θρηνούν στο διορισμό ή στη μετάθεση καθώς αντικρίζουν στο χάρτη την κουκκίδα αλλά μετά δε θέλουν να φύγουν. Θρυλικά τα γλέντια του χειμώνα, βουτηγμένα σε καζάνια κακαβιάς, σε πέλαγα ρακής, δεμένα με χορούς κυκλωτικούς μέχρι τελικής πτώσης όταν χαράζει στο Αιγαίο.
Το δημοτικό μόλις είκοσι μέτρα από τη θάλασσα, το γυμνάσιο λίγο πιο πάνω. Στα διαλείμματα, με σπαρταριστή τρεχάλα η μαρίδα ξεφωνίζοντας φτάνει στη Άμμο. Αμούστακα αντράκια με το πρώτο γρέζι στη φωνή, βγάζουν παπούτσια, στήνουν πρόχειρα τέρματα δίπλα στο κύμα κι ιδροκοπάν με τσαλίμια πίσω από την μπάλα. Σόλες οι πατούσες τους από τη διαρκή ξυπολυταρία σακατεύουν τα καλοκαίρια τους πρωτευουσιάνους αντιπάλους με τα ακριβά ποδοσφαιρικά παπούτσια που τολμούν να αναμετρηθούν με τα αγριμάκια.
Χτυπάει το κουδούνι για μέσα και δεν το ακούνε, άδειες οι τάξεις, αναγκάζονται καθηγητές και δάσκαλοι να κατηφορίσουν μέχρι τη παραλία. Άντε όμως να τα μαζέψεις. Άντε τα μαντρώσεις πάλι στους τέσσερις τοίχους. Και καλά όταν παίζουν μπάλα. Κάτι γίνεται. Όταν όμως είναι καλός ο καιρός βουτάνε μέχρι τις βάρκες του παππού, του πατέρα ή του θείου και ανασύρουν πετονιές και κρυμμένα δολώματα για να παίξουν τους μεγάλους ψαράδες μέχρι να τσιμπήσει το ψάρι.
Ύστερα μεταφέρουν το τρόπαιο σε πομπή, ξυπόλυτοι μέχρι το σπίτι για να το παραδώσουν αναψοκοκκινισμένοι στη μάνα που ήδη τηγανίζει τη πρωινή ψαριά του πατέρα. Κι αυτή η αχάριστη αντί να τους επιβραβεύσει με ένα 'μπράβο', τους κοιτάζει στα πόδια και ωρύεται για τα παπούτσια που παράτησαν στην Άμμο κι όπως όλες τις άλλες φορές “θα τα πάρει το κύμα”. Αλλά όσο κι αν φωνάξει αυτά τίποτα: θαρρείς και με τις πατούσες τους νογάνε τον κόσμο.
Η γεωγραφία που κατέχουν άριστα, περιλαμβάνει μόνο την ύλη του νησιού τους και των γύρω βραχονησίδων. Εκεί διαπρέπουν. Πέρα από τα τοπωνύμια που παίζουν στα δάχτυλα, έχουν βυθομετρήσει με βουτιές τη θάλασσα ένα γύρο, έχουν χαρτογραφήσει κόλπους, σπηλιές, θαλάμια χταποδιών και σκοτεινά λαγούμια που λάμπουν μάτια σμέρνας.
Πέρα από τα στενά χωρικά τους ύδατα, άντε και δυο -τρία κοντινά νησιά που είχαν επισκεφτεί με ναυλωμένο το τοπικό σκυλοπνίχτη σε ολιγοήμερες σχολικές εκδρομές - και βέβαια τον Πειραιά σε εξαιρετικές όμως περιπτώσεις- δεν είχαν αντικρίσει ποτέ άλλη πόλη, χωριό, λαγκάδι, ποτάμι, λίμνη ή βουνοκορφή.
Εξώκειλε κάποια χρονιά στο νησί φωτισμένος δάσκαλος που παρατήρησε πόσο στενά ήταν τα γεωγραφικά τους όρια και πρότεινε στο Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων να ταξιδέψουν επιτέλους τα παιδιά και λίγο μακρύτερα. Τους έπεισε. Πήραν λοιπόν τις μέρες της κανονικής εκδρομής κόλλησαν από δίπλα και μερικές από τις διακοπές του Πάσχα και απέπλευσαν με μπουνάτσα και ζέστη καλοκαιρινή από το νησί τους με το καράβι της γραμμής βάζοντας ρότα την άλλη Ελλάδα. Την άγνωστη.
Πρώτη μέρα Αθήνα, Ακρόπολη, Αρχαιολογικό, βόλτες στην Πλάκα και το βράδυ στην ταβέρνα το “Αρμενάκι”. Σηκώθηκαν τα μικρά και χόρεψαν με την ψυχή τους και οι ξενιτεμένοι κυκλαδίτες που ξεγελούσαν συχνά την νοσταλγία τους σε αυτήν τη ψαροταβέρνα, τα καμάρωναν αλλά την ίδια στιγμή ζήλευαν που τα δικά τους παιδιά όχι μόνο δεν ξέραν να χορεύουν ούτε συρτό, αλλά σπάνια τους ακολουθούσαν στα νησιώτικα γλέντια.
Τις επόμενες μέρες πήραν να ανηφορίζουν. Πρώτος σταθμός οι Δελφοί της Πυθίας κι από κει το θαύμα των Μετεώρων κι ύστερα τα Γιάννενα του Αλή Πασά και της κυρά Φροσύνης κι έπειτα η άλλη λίμνη, της Καστοριάς. Δε χορταίναν - κι ας ζαλίζονταν στο λεωφορείο όπως οι στεριανοί στη θάλασσα - να κοιτάζουν με τα πρόσωπα κολλημένα στα τζάμια που θόλωναν απ` τις ανάσες τους, το άγνωστο: την πράσινη θάλασσα του απέραντου κάμπου της Θεσσαλίας να κυματίζει σπαρμένη, τα σπίτια που δεν είχαν ασβεστωμένα επίπεδα δώματα αλλά κόκκινες στέγες, τα ποτάμια που αφρισμένα τρέχανε κλωθογυρίζοντας να ενωθούν με τη θάλασσα και τα βουνά, τα απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης που έστηναν στιβαρά το ένα μετά το άλλο τη ραχοκοκκαλιά της Πίνδου.
Σε μια στροφή του δρόμου λίγο πριν φανεί η Φλώρινα – το πιο βόρειο σημείο της εκδρομής - ξαφνικά, εκεί που δεν περίμεναν πια να νοιώσουν κι άλλη έκπληξη, αντίκρισαν για πρώτη φορά στη ζωή τους χιόνι. Όλο το τοπίο, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, κάτασπρο. Το “ααα...” που βγήκε από όλους έκανε τον οδηγό του λεωφορείου να σταματήσει. Άνοιξε τις πόρτες και τα αγριμάκια του νησιού, βγήκαν ήσυχα ήσυχα το ένα μετά το άλλο με γουρλωμένα μάτια. Προχώρησαν λίγο κοιτάζοντας έκπληκτα τα ίχνη τους στο απάτητο χιόνι, ακούγοντας με δέος το τρίξιμο στα βήματά τους κι ύστερα, θες γιατί φοβήθηκαν ότι θα το λέρωναν, θες γιατί με μόνο με τις γυμνές πατούσες τους ξέρανε να νογάνε τον κόσμο, πέταξαν παπούτσια και κάλτσες κι άρχισαν να τρέχουν ξυπόλυτα στη πρώτη τους χιονισμένη πλαγιά.
Θυμήθηκα την παραπάνω ιστορία με αφορμή ένα σχόλιο του κυρίου Σελιτσάνου στις 14 Σεπτεμβρίου 09 στην ανάρτηση Carte-Postale που μεταξύ των άλλων έλεγε: “ Πρέπει να ταξιδέψεις για να δεις πύργους.” Του είχα υποσχεθεί ότι θα τη γράψω και θα του την αφιερώσω, αλλά περιμένοντας να χιονίσει στην Αθήνα...την ξέχασα. Όμως ήρθε πρόσφατα ένα σχόλιο της Elva για τα χιόνια που εκεί πάνω επιμένουν, για να μου θυμίσει και την ιστορία και την υπόσχεση.
Μουσική:Hoofbeats του Nicola Piovani από το shoundtrack της ταινίας του Sergey Bodrov, Running Free του 1999